ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Παρασκευή 4 Αυγούστου 2023

ΣΑΝ ΨΕΜΑ Η ΑΛΗΘΕΙΑ (ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 16η συνέχεια)

  Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


”Και εκτός από τα αξιοθέατα, θα κάνουμε και άλλες επισκέψεις!”, δήλωσε αινιγματικά ο πατέρας αφήνοντας τον Δήμο με την απορία του τι εννοούσε.

Το κατάλαβε το επόμενο απόγευμα. Αφού ανέβηκαν στον ιερό βράχο και θαύμασαν το μεγαλείο του Παρθενώνα, τσίμπησαν στα γρήγορα και τον οδήγησε στο Μεταξουργείο. Σε κάτι σοκάκια που δύσκολα συναντούσες άνθρωπο. Σταμάτησαν έξω από μια παλιά μονοκατοικία με ένα κόκκινο φωτάκι στην είσοδο. 

“Εδώ θα γίνεις άντρας!”, είπε χαμογελώντας στον εμβρόντητο Δήμο. “Θα ξέρεις

φαντάζομαι τι είναι εδώ!”. 

Και βέβαια ήξερε! Καμάρωναν τα παιδιά της ηλικίας του στο νησί, που είχαν περάσει την πόρτα τέτοιων σπιτιών. Ένας ξαφνικός φόβος κυρίευσε το είναι του. Θα τα κατάφερνε άραγε ή θα γινόταν ρεζίλι και στις κοπέλες, αλλά κυρίως στον πατέρα του. Είχε που είχε την ανασφάλεια μετά τις τραυματικές του εμπειρίες, το να είναι απέξω και να τον περιμένει ο Νικολής, έκανε την κατάσταση ακόμα πιο δύσκολη. Πριν προλάβει να εκφράσει οποιονδήποτε δισταγμό, ο Νικολής του έβαλε στην τσέπη δυο χαρτονομίσματα και τον κτύπησε στην πλάτη. “Άντε και καλό βόλι!”. του ευχήθηκε γελαστός. 

Τελικά όλοι οι φόβοι του αποδείχτηκαν αβάσιμοι. Η νεαρή κοπέλα που διάλεξε κατάλαβε αμέσως πως ήταν η πρώτη του φορά αν και δεν της το ανέφερε. Ήταν τρυφερή μαζί του και τίποτα δεν θύμιζε αγοραίο έρωτα. Τον φίλησε γλυκά, πράγμα που ποτέ δεν έκανε με άλλους πελάτες και  όλα κύλησαν ομαλά. Με την κορύφωση της πράξης που ήρθε σε δυο μόλις λεπτά, ο Δήμος αισθάνθηκε πως πετούσε στα ουράνια! Μπορεί να μην κράτησε όσο θα ήθελε, όμως η αίσθηση του ήταν πρωτόγνωρη. Υπέρτατη ηδονή χωρίς πόνο και εξευτελισμό. Επιτέλους, τώρα πια ήταν σίγουρος πως οι κακές στιγμές ήταν παρελθόν. Δυσάρεστο, τραυματικό, αλλά παρελθόν! Η επιστροφή στο χωριό θα σήμαινε την αρχή της καινούργιας του ζωής, μακρυά από τους εφιάλτες που τον στοίχειωναν μέχρι τώρα. 


ΑΡΓΥΡΗΣ

Η είσοδος του Αργύρη στη Νομική Αθηνών από τους πρώτους, έκανε περήφανη όχι μόνο την οικογένεια, αλλά ολόκληρη την μικρή κοινωνία. Δεν είναι και μικρό πράγμα να μπαίνεις στο πανεπιστήμιο και μάλιστα σε τόσο καλή θέση, δίχως φροντιστήρια και οικονομική ευχέρεια. Ευτυχώς η νονά του τον πήρε υπό την προστασία της και έτσι απρόσκοπτα θα συνέχιζε τις σπουδές του. 

Αυτό τον Σεπτέμβρη του 1971 βρέθηκε για πρώτη φορά μόνος σε μιαν μεγάλη και άγνωστη πόλη. Η νονά του, του παραχώρησε ένα δωμάτιο άνετο και φιλόξενο. Ζούσε μόνη μετά τον θάνατο του άντρα της πριν δυο χρόνια από καρκίνο. Η κόρη της παντρεμένη στην Κρήτη, σπάνια ερχόταν και πάντα έμενε στης πεθεράς της στο Γαλάτσι. 

Αφού τακτοποιήθηκε στο καινούργιο του σπίτι και γράφτηκε στη σχολή, ξεκίνησε μια μεγάλη βόλτα να γνωρίσει το μέρος που θα ζούσε τα επόμενα χρόνια. 

Στο πρώτο περίπτερο που συνάντησε σταμάτησε να ρίξει μια ματιά στις εφημερίδες. Η πρώτη σελίδα του Βήματος του τράβηξε το ενδιαφέρον: «Το λαϊκό προσκύνημα στη σορό του Γιώργου Σεφέρη στο ναό του Σωτήρος στην Πλάκα θα συνεχιστεί σήμερα από τις 7 το πρωί: Χθες, από το πρωί μέχρι τις 8 το βράδυ, πλήθος Αθηναίων κάθε ηλικίας πέρασε από το ανθοστόλιστο φέρετρο του ποιητή αποτίνοντας φόρο τιμής. Στη συντριπτική του πλειοψηφία το πλήθος αυτό αποτελείτο από νέους και νέες, μαθητές και φοιτητές. Άλλοι με λιγοστά λουλούδια στα χέρια, κάποιος με μερικά στάχυα, πολλοί με μια ποιητική συλλογή του Σεφέρη, προσκυνούσαν ευλαβικά το φέρετρο που έκλεινε μέσα του τη σορό που πρόσφερε το 1963 στην Ελλάδα το μοναδικό της Νόμπελ”. 

Δεν είχε μάθει για τον θάνατο του μεγάλου ποιητή και η είδηση τον συγκλόνισε. Πάντα υπήρξε ο αγαπημένος του ποιητής και έτσι αποφάσισε να του πει το τελευταίο αντίο. Ρώτησε τον περιπτερά πως θα πάει στον ναό και αφού πήρε τις σχετικές οδηγίες με αργά βήματα προχώρησε προς την οδό Kυδαθηναίων. 

Δεν περίμενε πως θα συναντήσει τόσο πολύ κόσμο. Εκατοντάδες συνέρρεαν οι πολίτες για να αποχαιρετήσουν τον μεγάλο Έλληνα. Η ώρα πλησίαζε δώδεκα και ένα ατέλειωτο ποτάμι συνέχιζε να καταφθάνει. Συνειδητοποίησε πως θα ήταν αδύνατο να μπει στην εκκλησία και έτσι έμεινε στο πεζοδρόμιο αρκετά μέτρα μακρύτερα. Θα ακολουθούσε την πομπή προς το Α΄ Νεκροταφείο, κι αυτό πίστευε πως ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει για να τιμήσει τον νεκρό δάσκαλο. Στριμώχτηκε δίπλα σε μια παρέα νεαρών που περίμεναν κι αυτοί την έξοδο της σορού. Δυο κοπέλες που έμοιαζαν καταπληκτικά μεταξύ τους του τράβηξαν την προσοχή. Ειδικά η μικρότερη γύρω στα δεκάξι με τα υπέροχα γκριζογάλανα μάτια τον μάγεψε. Η μεγαλύτερη, προφανώς αδελφή της, πρέπει να ήταν πάνω κάτω στην ηλικία του. Σκέφτηκε να ανοίξει κουβέντα μαζί τους, όμως δεν ήταν σίγουρος αν ήταν μόνες. Δεν είχε καμιά διάθεση να παρεξηγηθούν τυχόν συνοδοί τους. Πέρασε αρκετή ώρα και ο κόσμος πύκνωνε συνεχώς. Σχεδόν δεν μπορούσε να ανασάνει ο Αργύρης από την πίεση. 


Εδώ συνεχίζετε το μυθιστόρημα: Ολα τα θυμάμαι σου λέω!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου