Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Ο Πετρής ακολούθησε τα δυο κορίτσια μέχρι που έφτασαν σπίτι. Είχε βγάλει λαβράκι απόψε. Στην αρχή φοβήθηκε που τις είδε με τα αδέρφια του, όμως γρήγορα κατάλαβε πως αυτό θα έβγαινε προς όφελος του. Από τον Δήμο δεν θα έβγαζε τίποτα, δεδομένης της αντιπάθειας που είχε αυτός στο πρόσωπο του, αλλά με τον μικρό τα πράγματα ήταν πιο εύκολα. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε. Άβγαλτος όπως ήταν ο Αργύρης θα
έπεφτε στην παγίδα του. Θα τον ψάρευε με τρόπο και εκείνος θα του ξερνούσε ότι ήξερε. Μόνο που από εδώ και πέρα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός. Η Αγγελική είχε δει τα χαρακτηριστικά του και αν μάθαινε πως ήταν αδελφός του Αργύρη το σχέδιο θα ναυαγούσε. Από αύριο θα ζητούσε να την παρακολουθεί άλλος και αυτός θα ετοίμαζε το τελειωτικό κτύπημα!Επέστρεψε με βαριά καρδιά σπίτι. Η κατάθλιψη της γυναίκας του μετά τον θάνατο, όπως πίστευαν όλοι, του μωρού είχε κάνει την κατάσταση εκεί αφόρητη. Η πεθερά του εκ των πραγμάτων αναγκασμένη έμενε μαζί τους για να δίνει κουράγιο στην κόρη της. Δυο σκύλες, όπως τις αποκαλούσε, κρυφά βέβαια, έπεφταν ασήκωτο βάρος στον ήδη διαταραγμένο ψυχικό του κόσμο.
Οι εφιάλτες που τον βασάνιζαν τον τελευταίο καιρό, επέμεναν σε αυξανόμενο ρυθμό. Κάθε που κατάφερνε να κλείσει για λίγο τα μάτια του, όνειρα που μπροστά τους ωχριούσαν οι σκηνές από τα καλύτερα θρίλερ, έρχονταν να διαλύσουν την εύθραυστη ισορροπία του μυαλού του.
Ειδικά ένα επαναλαμβανόμενο με απίστευτη συνέπεια, σχεδόν κάθε βράδυ, τον τρομοκρατούσε. Ποτέ αυτός ο εφιάλτης δεν ολοκληρώθηκε. Ξυπνούσε πάντα, μούσκεμα στον ιδρώτα, λίγο πριν δει το τέλος. Η άμυνα του υποσυνείδητου, ίσως τον προφύλαγε από το φοβερό μυστικό που κρυβόταν σε αυτό.
Βρισκόταν λέει σε μια μαγευτική παραλία μάλλον κάπου στην Καραϊβική, ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στην καυτή άμμο. Μόνος σε αυτή την παραδεισένια ομορφιά που απλωνόταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του. Ένας λαμπρός ήλιος έλουζε τα πάντα με το χρυσαφένιο του φως, κι ένα απαλό αεράκι χάιδευε τους φοίνικες και ανακάτευε ελαφρά τα γαλαζοπράσινα νερά.
Και ξαφνικά εμφανιζόταν μπροστά του ο Δήμος. Γυμνός, ολόγυμνος με ένα υπέροχο κορμί με κατάλευκη επιδερμίδα, λες κι οι ακτίνες του ήλιου δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να την αγγίξουν και να την καταστρέψουν. Δεν του μιλούσε, μόνο τον κοιτούσε με βλέμμα που μαρτυρούσε την επιθυμία να γίνει ένα μαζί του.
Κι ύστερα ο Δήμος ξάπλωνε δίπλα του και με τρεμάμενα χέρια τον χάιδευε παντού Με τα χείλη του που έκαιγαν ταξίδευε σε κάθε σημείο του κορμιού του και τον έκανε να φλέγεται από τον πόθο. Όταν όμως έφτανε η στιγμή της εκπλήρωσης της ερωτικής πράξης, τότε συνέβαινε κάτι τρομερό! Φοβερές πληγές σαν από λέπρα, γεμάτες πύον εμφανίζονταν πάνω στο κορμί του Δήμου, και κομμάτια της σάρκας του έπεφταν σαπισμένα πάνω στο δικό του σώμα. Κατά έναν περίεργο τρόπο η φρικτή αυτή εικόνα δεν μείωνε ούτε στο ελάχιστο τον ερεθισμό του. Συνέχιζε κανονικά το σεξ παρόλο το ανακάτεμα στο στομάχι που αισθανόταν. .
Αλλά και ο Δήμος δεν έδειχνε να υποφέρει από τον πόνο στην ξεσκισμένη του σάρκα. Αντίθετα στεναγμοί και κραυγές ηδονής έβγαιναν από το στόμα του. Και τότε σαν να τους προσέλκυαν αυτές οι κραυγές παρουσιάζονταν δεκάδες άντρες. Άλλους τους θυμόταν άλλους τους περισσότερους όχι. Όλοι με τις ίδιες απαίσιες πληγές σε ολόκληρο το σώμα εκτός από τα πρόσωπα τους. Ήταν ο Δημήτρης ο λοχαγός του, ο Άρης ο νεαρός που του έκανε έρωτα στα χαλάσματα στο νησί, ο ταξιτζής στον Έβρο που του ξεπλήρωσε την κούρσα με ένα γρήγορο, κι άλλοι κι άλλοι! Ήταν όλοι αυτοί που έζησαν λίγες ή πολλές στιγμές ηδονής μαζί του. Επιτακτικά του ζητούσαν μερίδιο από την ευτυχία που έδινε στον Δήμο. Ήθελε να τους ικανοποιήσει όλους όμως ήξερε πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον. Τότε ο Δημήτρης έσκυβε σαν να θέλει να του πει κάτι στο αυτί κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή πάντα ξυπνούσε.
Έβαλε ένα γεμάτο νεροπότηρο ουίσκι και κάθισε στον καναπέ. Ευτυχώς η γυναίκα του κοιμόταν κάτω από την επήρεια των ηρεμιστικών χαπιών που κατάπινε με τις χούφτες, και η πεθερά του έλειπε.
Αυτή ήταν η πρώτη φορά μετά από καιρό που έμενε μόνος, αντιμέτωπος με τις Ερινύες. Δεν τον απασχολούσαν συχνά είναι η αλήθεια, αλλά όποτε αποφάσιζαν να τον επισκεφτούν, γίνονταν πολύ απειλητικές. Τον ρωτούσαν επίμονα γιατί έκανε όλα αυτά που πλήγωναν, όσους είχαν την ατυχία να βρεθούν στον δρόμο του. Γιατί κατάστρεψε την ζωή του αδελφού του. Γιατί πούλησε το παιδί του για μερικά χιλιάρικα.
Είχε την απάντηση και τους την πετούσε στα μούτρα, χωρίς ίχνος μεταμέλειας. Τα γονίδια του φταίνε, έλεγε. Έμοιασε σε όλα του παππού του, του πατέρα της Υπαπαντής. Όλα του τα πήρε, εκτός από το όνομα. Αυτό το πήρε ο Δήμος. Τα υπόλοιπα τα κληρονόμησε ο ίδιος και από αυτά τίποτα δεν ήταν για καλό.
Ο μακαρίτης δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε πρότυπο ανθρώπου. Για την ακρίβεια ούτε καν άνθρωπο μπορούσες να τον ονομάσεις. Τώρα πως στραβώθηκε η γιαγιά και τον παντρεύτηκε, ένας Θεός το ξέρει. Ένας τεμπέλης ήταν που με λίγα μεροκάματα στο μαρμαράδικο του χωριού του, τα Υστέρνια έβγαζε κάποια χρήματα που ξόδευε στα ποτά και τον τζόγο. Καλός πρεφαδόρος όπως λέγανε αλλά η πλεονεξία τον οδηγούσε σε παράτολμα ανοίγματα και σχεδόν πάντα ήταν χαμένος. Μετά τον γάμο με την Μαρίνα τη γυναίκα του, ένα γάμο που κανείς από το σόι της νύφης δεν ήθελε, κάπως έδειχνε να στρώνει. Δούλευε πια κανονικά στο μαρμαράδικο και μαζεύτηκε από το πολύ πιοτί. Την πρέφα όμως δεν την έκοψε, αν και έγινε πιο συγκρατημένος και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, τουλάχιστον να μην χάνει πολλά.
Όλα αυτά μέχρι που γεννήθηκε και η δεύτερη κόρη του. Από τότε άρχισε να γίνεται βίαιος, να κτυπάει τη γυναίκα του και πολλές φορές και τα μικρά όταν έκλαιγαν και του χαλούσαν την ησυχία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου