ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Δευτέρα 7 Αυγούστου 2023

ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ (ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ (22η συνέχεια)

Δείτε εδώ  τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


Μετά από τόσο καιρό στην Αθήνα, ήταν η πρώτη φορά που της άρεσε. Περπάτησε πολύ. Μπήκε σε στενά δρομάκια που δεν είχε ξαναπεράσει, ώσπου κουράστηκε πια. Πήρε πάλι το δρόμο πίσω για το σπίτι. Μεσημέριασε και είχε να ετοιμαστεί για το βράδυ. Βυθισμένη στις σκέψεις της, παρά λίγο να πέσει πάνω σε ένα αυτοκίνητο, που ευτυχώς δεν έτρεχε και φρενάρισε αμέσως. 

“Στραβομάρα!”, της φώναξε ο οδηγός. “Θα σε σκότωνα

παρά λίγο”! 

 Σήκωσε το κεφάλι να του ζητήσει συγγνώμη. Την αναγνώρισε. 

 “Ρηνούλα εσύ! Δεν είναι δυνατόν”! Ήταν ο Μάρκος, ο γιος του μπάρμπα Λουκά. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και την πλησίασε. 

 “Τι γυρεύεις εδώ Ρηνούλα; Είναι κι ο Γρηγόρης μαζί”; Δεν ήξερε, τόσο το καλύτερο. Του είπε ένα σωρό ψέματα, που απόρησε κι ίδια που τα βρήκε! 

“Εσύ τι κάνεις; Η Ελένη, τα παιδιά”: 

 “Όλοι καλά! Θα κάτσεις μέρες”; 

 “Μάλλον, πρέπει να κλείσω κάποιες εκκρεμότητες”.

 “Να μη χαθούμε τότε! Το τηλέφωνο μου το έχεις”; 

 “ Το έχω, θα τα πούμε”! 

 “Πρέπει να φύγω τώρα. Θέλεις να σε πετάξω πουθενά”; 

 “Όχι, εδώ πιο πάνω πάω να κάνω κάτι ψώνια”.

 “Εντάξει, όπως θέλεις! Χάρηκα που σε είδα! Καλό Πάσχα”! 

 “Καλό Πάσχα, και χαιρετίσματα”! 

 Μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε. Η Ρηνιώ απόμεινε να τον κοιτάζει, ώσπου χάθηκε στην κίνηση. Κάπου το είχε ξαναδεί αυτό το αυτοκίνητο, μα δεν μπορούσε να θυμηθεί που. Έβγαλε γρήγορα από το μυαλό της τη συνάντηση. Ποτέ δεν είχε δει με καλό μάτι τον Μάρκο. Περίεργος άνθρωπος. Στο χωριό δεν είχε κανένα φίλο και σπάνια κατέβαινε. Ένα μυστήριο κάλυπτε και τη δουλειά του. Δουλειές, έλεγαν, έτσι γενικά και αόριστα. Έφτασε σπίτι κι άρχισε να ετοιμάζει τα πράγματα της. Έκανε ένα γρήγορο ντους και άνοιξε την τηλεόραση, Χάζεψε με ευχαρίστηση τα κινούμενα σχέδια. Πάντα της άρεσε να τα παρακολουθεί. Την διασκέδαζε αφάνταστα η υπερβολή τους. Σηκώθηκε να τσιμπήσει κάτι. Από το χθεσινό μεσημέρι είχε να φάει κάτι. Καθάρισε δυο μήλα και επέστρεψε στον καναπέ. Έδειχνε ειδήσεις η τηλεόραση εκείνη την ώρα, και έπεσε πάνω στη φάτσα του Δημήτρη. “Συνελήφθη ο γνωστός κακοποιός Δημήτρης Σπίνος ή Δήμιος. Στην κατοχή του βρέθηκαν 17 γραμμάρια ηρωίνης και 360 χιλιάδες, που εικάζεται πως είναι προϊόν εμπορίας ναρκωτικών. Διενεργείται προανάκριση”. “Να λοιπόν που κι αυτό το Πάσχα, στη στενή θα το περάσεις καθίκι!”, συλλογίστηκε με ικανοποίηση η Ρηνιώ. “Σου άξιζε κάθαρμα”! Έκλεισε την τηλεόραση και ξάπλωσε, να ξεκουράσει λίγο το μυαλό της από την ένταση της ταραγμένης ημέρας. Την ξύπνησε η σειρήνα ενός ασθενοφόρου, που έτρεχε βιαστικά, στο πιο κοντινό νοσοκομείο.

Κοίταξε το ρολόι. Εφτά παρά είκοσι, όπου νάναι θα ερχόταν ο Αντώνης! Πετάχτηκε επάνω κι άρχισε να βάφεται. Έφτιαξε τα μαλλιά της και άρχισε να ντύνεται. Εφτά ακριβώς, ακούστηκε η κόρνα και η Ρηνιώ έτρεξε έξω με τα παπούτσια στο χέρι! Την είδε και δεν μπόρεσε να κρατήσει τα γέλια του. 

 ”Σε πήρε ο ύπνος”; 

 “Ναι! Δεν άργησα όμως”!

 “Καθόλου! Φεύγουμε”; Ξεκίνησαν για το Πέραμα αργά, καθώς ένα απίστευτο μποτιλιάρισμα, είχε κλείσει όλους σχεδόν τους δρόμους! 

 “Ελπίζω να προλάβουμε την Ανάσταση”, είπε γελώντας ο Αντώνης. “Έχω κάνει Πάσχα σε αυτοκίνητο, και σε πληροφορώ πως δεν είναι καθόλου ευχάριστη εμπειρία”! 

 Τελικά όλα πήγαν καλά. Μπήκαν στο φέρυ κατά τις εννιά και γύρω στις δέκα ήταν κιόλας σπίτι. Η κυρά Νίκη η μητέρα του Αντώνη, τους καλοδέχτηκε. Τακτοποιήθηκαν στα δωμάτια τους και ετοιμάστηκαν για την εκκλησία.




“Λοιπόν Βασίλη μου, τέτοιο κοκορέτσι, δεν έχεις ματαφάει!”, κοκορεύτηκε ο Αποστόλης που βοηθούσε τον ανιψιό του να τυλίξουν τα έντερα. 

 “Και που έμαθες ρε συ από κοκορέτσια; Εσύ αυγό βραστό φτιάχνεις και το καις”!

 “Λέγε εσύ, λέγε”, επέμεινε. “Στο στρατό όλο εγώ το έφτιαχνα! Δεν άφηνε άλλον ο λοχαγός μου”! “Αυτά ρε Αποστόλη έγιναν προ Χριστού, μάτια μου! Τι λες, να βάλω κι ένα αρνί στο φούρνο, για καλό και για κακό”; 

 Η Μαριγώ βγήκε με τους καφέδες. 

 “Κοπιάστε”! Πλησίασαν και πήραν το φλυτζάνι τους. 

 “Γεια στα χέρια σου Μαριγώ μου”, της είπε ο Αποστόλης άμα δοκίμασε. “Τόσα χρόνια αυτός ο χαμένος ο Λουκάς, δεν τον πέτυχε έτσι”! 

 “Λοιπόν, πως πάει;”, τους ρώτησε εκείνη. “Κοντεύετε ή θα σας πάρει το βράδυ”; 

 “Μια ωρίτσα το πολύ.”, απάντησε ο Αριστείδης. “Σουβλίζουμε το αρνί και είμαστε έτοιμοι”! 

 “Πάω και γω να φέρω τα ξύλα.”, είπε ο Βασίλης. “Κλήματα δεν μου είπες Αριστείδη”; 

 “Κλήματα! Παίρνει μυρωδιά το κρέας και γίνεται λουκούμι”! 

 “Θέλετε κάτι άλλο;”, ρώτησε η Μαριγώ και όταν απάντησαν αρνητικά γύρισε σπίτι. Η Βασίλαινα σήκωσε την πετσέτα να δει αν φούσκωσε το ζυμάρι για το ψωμί. Έτοιμο της φάνηκε. 

“Μαριγώ, κοίτα να δεις αν έκαψε ο φούρνος”.

 “Έτοιμος είναι, τώρα δα τον είδα”. Ζύμωσε ένα μεγάλο καρβέλι και το στόλισε με κομμάτια από το ζυμάρι. Έβαλε κι ένα κόκκινο αυγό στη μέση και το κοίταξε με καμάρι. 

”Όμορφο έγινε! Καλύτερο από πέρσι”! 

 “Καλό είναι.”, συμφώνησε μάλλον αδιάφορα η Μαριγώ. Το σταύρωσε και το έβαλε στον πυρωμένο ξυλόφουρνο. Ύστερα γύρισε στην κουζίνα κι έριξε μια ματιά στην κατσαρόλα, που έβραζε η μαγειρίτσα. 

 “Θα πεταχτώ να πάρω μια φυτίνη. Μου φαίνεται δεν θα φτάσει”. 

 “Θα πάω εγώ μάνα. Θέλω και τσιμπιδάκια για τα μαλλιά”. 

 Καθώς έβγαινε έπεσε πάνω στη γιαγιά, που ερχόταν για επίσκεψη. Την καλησπέρισε και έφυγε για τα ψώνια. 

 “Κόπιασε μάνα!”, της φώναξε η Βασίλαινα όταν την είδε. “Έχω και τον καφέ έτοιμο”. 

 Ήπιε η γριά μια γουλιά και μπήκε γρήγορα στο θέμα. “Λέω απόψε να της μιλήσω. Όσο το καθυστερούμε μπορεί να μας βρει κανένα κακό!”

 “Να της μιλήσεις. Τώρα που θα γυρίσει, θα βρω μια δικαιολογία να σας αφήσω μόνους. Τι θα της πεις αλήθεια”; 

 “Σάματις και ξέρω! Ότι μου έρθει εκείνη την ώρα. Πάντως μη φοβάσαι, θα τα μπαλώσω”!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου