Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Η Μαριγώ περπατούσε αργά. Πρώτη φορά που δεν βιαζόταν να φτάσει στο ναό. Και δεν θα πήγαινε, αν δεν σκεφτόταν τα κουτσομπολιά του χωριού. Όλο της το θρησκευτικό συναίσθημα είχε σβήσει, μαζί με την παιδική της αθωότητα. ΄Λες και κάποια αόρατη δύναμη την έσπρωχνε μακριά από τον Θεό και ότι Τον θύμιζε. Από εκείνο το απόγευμα του Ευαγγελισμού, όλος της ο ψυχικός κόσμος είχε μεταμορφωθεί, και γιαυτό κατηγορούσε τον Θεό, που δεν την προστάτεψε!. Είδε μπροστά την
Καλλιόπη που έφτανε εκείνη την ώρα. Βράδυνε ακόμα το βήμα της να μην την συναντήσει. Ακόμη κι αυτήν την απέφευγε, ίσως γιατί αυτή τουλάχιστον, υποστήριζε τις επιλογές της. Περίμενε μέχρι να μπει η Καλλιόπη και ύστερα στάθηκε με την πλάτη ακουμπισμένη στο γέρο πλάτανο της αυλής. Όχι δεν θα έμπαινε στην εκκλησία. Ακόμη και οι ψαλμωδίες που ακούγονταν από τα μεγάφωνα της έφερναν ναυτία. Όλοι γύρισαν τα βλέμματα με την εμφάνιση της Καλλιόπης. Φορούσε μια φούστα τόσο κοντή, που πιο πολύ την μάντευες παρά την έβλεπες!“Ο Χριστός κι η Παναγία!”, μουρμούρισε σοκαρισμένη η Δήμητρα. “Κοίτα καλέ εμφάνιση το τσουλί”!
Ένα σούσουρο απλώθηκε στο εκκλησίασμα. Όλοι κουτσομπόλευαν το περιστατικό. Η έρημη η Αγγελική η μάνα της, παρακαλούσε να ανοίξει η γη να την καταπιεί!
“Τι την κοιτάς;¨, έριξε λάδι στη φωτιά η Αργυρώ. ¨Σύρε να την αρπάξεις απ΄το μαλλί και να της αστράψεις δυό χαστούκια, που καμαρώνει κιόλας το παλιόπαιδο”!
Η Καλλιόπη αδιάφορη για τα βλέμματα και τα σχόλια, πήρε κερί από το παγκάρι και έσκυψε να προσκυνήσει την εικόνα της Ανάστασης.
“Ήμαρτον Κύριε!”, μουρμούρισε ο Βαγγέλης ο επίτροπος. “Θα μας κολάσει το παλιοθήλυκο”!
Ο κοινοτάρχης συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι, χωρίς όμως να ξεκολλάει τα μάτια από πάνω της. Τους είχε συνεπάρει όλους το θέαμα, που χρειάστηκε να τους γνέψει ο ψάλτης, να σβήσουν τα φώτα! Μέσα στο σκοτάδι η Καλλιόπη αισθάνθηκε ένα χέρι να την χαϊδεύει κάτω από τη φούστα. Δεν γύρισε να κοιτάξει! Αδιαφορούσε για το ποιος ήταν ο τολμηρός. Της έφτανε που προκαλούσε τον πόθο. Ο Γρηγόρης, γιατί το δικό του χέρι ήταν, ξαναμμένος από την ανοχή της συνέχισε να την χαϊδεύει όλο και πιο ξεδιάντροπα. Δήθεν κατά λάθος η Καλλιόπη ακούμπησε το χέρι της πάνω στο φουσκωμένο του όργανο. Την ερέθιζε αυτό το παιχνίδι με τον άγνωστο!
“Δεύτε λάβετε φως, εκ του ανεσπέρου φωτός!”, φώναξε με τον θριαμβευτικό τόνο που έπρεπε ο παπά Λευτέρης, και μόνο τότε τραβήχτηκε μακριά της ο Γρηγόρης, με την καρδιά του να κτυπάει σε τρελούς ρυθμούς! Βγήκε βιαστικά από την εκκλησία, για να συνεφέρει! Η Καλλιόπη ίσιωσε την φούστα, έστρωσε τα μαλλιά της και βγήκε κι αυτή. Κοίταξε γύρω της ερευνητικά, για να αναγνωρίσει τον άγνωστο παρτενέρ. Δεν χρειάστηκε να ψάξει πολύ!
Είδε σε μια γωνιά δίπλα στο καμπαναριό, τον Γρηγόρη, αξιολύπητο, αναψοκοκκινισμένο! Του χαμογέλασε με νόημα.
“Τι κάνεις Γρηγόρη; Χρόνια πολλά”!
Της απάντησε με κάτι που έμοιαζε με γρύλισμα, καθώς σωστή φωνή δεν μπορούσε να βγει από το στόμα του!
“Να μη χαθούμε!”, του είπε πονηρά. “Έχεις τελικά προσόντα, που δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά”!
Ο ταλαίπωρος δεν άντεξε άλλο! Βγήκε τρέχοντας σχεδόν από τον περίβολο και ξαλάφρωσε στο διπλανό χωράφι.
“Δεν είναι κούκλα;”, καμάρωσε ο πατέρας της άμα την είδε να πλησιάζει.
“Όμορφη είναι”, συμφώνησε ο Μανόλης. “Μα αυτό είναι επικίνδυνο! Να προσέχεις”!
Βγήκε ο παπάς με το ευαγγέλιο και μαζί με τον ψάλτη ανέβηκαν στην μικρή εξέδρα. Λαμπάδες και εξαπτέρυγα έμεινα κάτω μιας και δεν χωρούσαν. Μόνο ο Βασίλης, που κρατούσε τη λουλουδοστολισμένη Ανάσταση, στριμώχτηκε δίπλα τους.
“Χριστός Ανέστη εκ νεκρών!”, αντήχησε η βροντερή φωνή του ιερέα, που τη σκέπασε ένας καταιγισμός από βαρελότα και κροτίδες, κάνοντας τα μικρά παιδιά να χωθούν απ΄την τρομάρα τους στις αγκαλιές των μανάδων τους. Οι καμπάνες σκόρπιζαν παντού το χαρμόσυνο μήνυμα!
“Και του χρόνου κυρά!”, ευχήθηκε ο Βασίλης και έδωσε ένα φιλί στη γυναίκα του. Τη Μαριγώ δεν την φίλησε, μόνο της ευχήθηκε, πράγμα που παραξένεψε πολύ τη Βαγγελιώ. Πλησίασαν κι ο Αποστόλης με τον Αριστείδη για να ευχηθούν. Όταν ο Αριστείδης έφτασε στη Μαριγώ την αγκάλιασε τρυφερά.
“Χρόνια πολλά Μαριγώ! Και του χρόνου”!
Το φιλί που της έδωσε δεν μπορούσες να το πεις αδελφικό! Περισσότερο ερωτικό κάλεσμα θα το έλεγες. Ένα κάλεσμα που η Μαριγώ δεν έδειξε να λαμβάνει!
“Λοιπόν πάμε μέσα;”, ρώτησε ο Βασίλης.
Ο Αποστόλης κοίταξε ερευνητικά τον ανιψιό του. Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους σε μια σιωπηλή συναίνεση.
“Καλύτερα να φύγουμε!”, είπε ξερά η Μαριγώ. “Το πρωί θα πρέπει να σηκωθούμε νωρίς, για τις σούβλες”.
Αποφάσισαν να φύγουν, όπως και οι περισσότεροι άλλωστε, αν και η Βασίλαινα διαφώνησε χλιαρά με την απόφαση τους, κυρίως γιατί την επέβαλε η κόρη της, που πάντα τελευταία έφευγε από την Λειτουργία.
“Ας είναι”, είπε στο τέλος. “Μιας και έχουμε καλεσμένους, θα μας συγχωρήσει ο Θεός”.
Η Καλλιόπη τους πλησίασε τρέχοντας.
“Τι τρέχετε καλέ σαν κυνηγημένοι; Σταθήτε να ευχηθούμε σαν άνθρωποι”!
“Έχεις δίκιο κοπέλα μου!”, απολογήθηκε η Βασίλαινα. “Σαν τους κλέφτες φύγαμε! Χριστός Ανέστη”!
Αντάλλαξαν φιλιά και ευχές. Τον Αριστείδη δεν τον φίλησε στο μάγουλο όπως τους άλλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου