Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Του έδωσε ένα παθιασμένο φιλί στο λαιμό, μαζί με ένα ελαφρύ δάγκωμα! Ξαφνιάστηκε εκείνος από την απροκάλυπτη επίθεση. Το ένοιωθε βέβαια από την πρώτη στιγμή πως τον καλόβλεπε, αλλά αυτό ήταν εντελώς απρόσμενο. Η Μαριγώ παρακολουθούσε τη σκηνή με ύφος που θα τρόμαζε όποιον την αντίκριζε. Ευτυχώς κανείς δεν το πρόσεξε.
“Παράγινε αυτή”, είπε ο Αποστόλης όταν ξεμάκρυνε η Καλλιόπη.
“Πάντα ελαφριά ήταν, μα τώρα
το παράκανε! Ξεβράκωτη ήρθε στην εκκλησία”!“Κι ο πατέρας της , Θέ μου συχώρα με, καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι!”, συμφώνησε η Βασίλαινα. “Τι να πεις πια έτσι που γίναμε! Ο Θεός να βάλει το χέρι Του”!
Ο Βασίλης δεν μίλησε. Πάντα έβλεπε με κακό μάτι τη συναναστροφή της Μαριγώς με την Καλλιόπη, όμως τώρα πια δεν ήταν σίγουρος ποια από τις δυο ήταν χειρότερη! Τουλάχιστον από την Καλλιόπη ήξερες πως να φυλαχτείς, καθώς ότι ήταν το έδειχνε., σε αντίθεση με την κόρη του, που άλλη έδειχνε και άλλη αποδείχτηκε στο τέλος. Περπάτησαν αμίλητοι ως το σπίτι. Μπήκαν και η Βασίλαινα έτρεξε να ανάψει το καντήλι με το άγιο φως. Οι άντρες στρώθηκαν στο τραπέζι και οι γυναίκες έφεραν το φαγητό. Τσούγκρισαν τα ποτήρια τους και τα ήπιαν μονορούφι.
“Άντε γεια μας και ο Θεός στο καλό!”, έκανε την πρόποση ο Βασίλης. Κάθισαν ως αργά, κοντά στο ξημέρωμα. Όλη νύχτα ο Αριστείδης δεν είχε μάτια παρά μόνο για την Μαριγώ. Άμαθος καθώς ήταν στο ποτό, δεν άργησε να έρθει στο κέφι.
“Μην πίνεις άλλο μάτια μου. Θα σε πειράξει!”, τον συμβούλεψε ο θείος του.
“Ας το παλικάρι!”, τον αποπήρε ο Βασίλης. “Κάθε μέρα είναι Πάσχα μαθέ”;
“Θες να χορέψουμε;”, του πρότεινε η Μαριγώ.
“Δεν ξέρω νησιώτικα, δεν έχω ξαναχορέψει”.
“Θα σε μάθω εγώ”, του απάντησε και κρατώντας τον από το χέρι άρχισαν τον χορό. Ο Αποστόλης έσκυψε στη Βασίλαινα.
“Όμορφο ζευγάρι κυρά μου! Ταιριαστό”!
“Και κοιτάζονται στα μάτια!”, συμφώνησε αυτή. “Λες κυρ Αποστόλη”;
“Και γιατί όχι να σε χαρώ; Νέοι είναι, βράζει το αίμα τους”!
Χόρεψαν αρκετά, ώσπου κουράστηκαν πια. Έπεσε βαρύς στην καρέκλα ο Αριστείδης. Το κρασί και ο χορός του ανακάτεψαν το στομάχι. Ο Βασίλης πήρε χαμπάρι πως έχασε το χρώμα του.
“Έβγα λίγο έξω, να σε κτυπήσει ο αγέρας”!
Σηκώθηκε παραπατώντας.
“Στο είπα ο έρμος, δεν στο είπα;”, πήρε φόρα ο Αποστόλης. “Τι το πέρασες το κρασί μωρέ; Πορτοκαλάδα”;
“Άντε μαζί του”, την πρόσταξε ο Βασίλης. “Μην πέσει και τσακιστεί ο άνθρωπος”!
Σηκώθηκε η Μαριγώ και τον ακολούθησε. Κάθισαν στο πεζούλι.
“Καλά είμαι, μην ανησυχείς!”, της είπε καθώς την είδε ταραγμένη. “Κρασί και έρωτας μαζί, κάνουν το χειρότερο μεθύσι”!
“Δεν ήπιες και λίγο”, τον μάλωσε. “Και το κρασί μας είναι βαρύ”!
“Εσύ με ζαλίζεις Μαριγώ! Τα μάτια σου”! Έσκυψε να τη φιλήσει, μα εκείνη τραβήχτηκε.
“Είναι νωρίς ακόμα”, τον σταμάτησε. “Δεν έχω μάθει σε τόσο εύκολους έρωτες”.
“Ξέρω πως είναι νωρίς, όμως νομίζω πως σ΄αγαπάω αληθινά Μαριγώ”!
“Και όταν θα φύγεις; Για πόσο καιρό θα με αγαπάς; Μάτια που δεν βλέπονται...”!
“Θα έρχομαι συνέχεια! Μόλις βρίσκω ευκαιρία, θα είμαι εδώ”!
Ο Αποστόλης βγήκε στην πόρτα, να δει πως πάει ο ανιψιός του.
“Τι έγινε ρε Αριστείδη; Συνέφερες καθόλου”;
“Καλά είμαι θείε! Ο χορός με χάλασε λίγο”!
“Αμ το βλέπω που είσαι μια χαρά! Δεν το βλέπω λες!”, είπε κλείνοντας πονηρά το μάτι. “Μην αργήσετε όμως, γιατί μέσα ανησυχούν”.
“Λοιπόν;”, τη ρώτησε ο Αριστείδης.
“Δεν είναι κουβέντα για να την κάνουμε εδώ! Πότε θα φύγεις”;
“Την Παρασκευή, έχω κλείσει εισιτήριο”:
“Εντάξει τότε. Έχουμε μέρες να τα πούμε! Λέω τη Δευτέρα να πάμε μια μεγάλη βόλτα και να μιλήσουμε για όλα”!
“Μ΄αυτή τη σκέψη θα ζω”, της είπε γλυκά και κρατώντας την από το χέρι, ξαναμπήκαν στο σπίτι. Ο Βασίλης χαμογέλασε όταν τους είδε.
“Θα πιούμε άλλο μικρέ;”, τον πείραξε, “Αντέχεις”;
“Άσε το παιδί ήσυχο! Μαζί μου να τα βάλεις, αν σου βαστάει!”, τον μάλωσε ο Αποστόλης. Κι ύστερα γυρνώντας στον ανιψιό του.
¨Άντε Αριστείδη, πάμε. Ξημέρωσε πια και δεν θάχεις σηκωμό! Εγώ δυό ώρες να κοιμηθώ, το πολύ τρεις”. Σηκώθηκαν και αφού ευχαρίστησαν για την φιλοξενία, κίνησαν για το σπιτικό τους.
“Πού΄σαι μικρέ”, του φώναξε ο Βασίλης γελώντας. “Κοίτα να συνέλθεις κακομοίρη μου, γιατί αύριο σε περιμένουν χειρότερα”! Ο Αριστείδης του χαμογέλασε κι ο Αποστόλης τον αποπήρε με μια χειρονομία.
“Άντε να χαθείς Βασίλη! Δεν τρώγεσαι πια”! Και έσκασε κι αυτός στα γέλια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου