Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
”Σου υποσχέθηκα πως όλα θα πάνε καλά πριν φύγουμε”, απάντησε κοιτώντας την στα μάτια. Μπορεί τελικά τίποτα να μην πήγε καλά, αλλά δόξα τω Θεώ, εμείς είμαστε σώοι.”.
“Ελπίζω και ασφαλείς”, είπε με μιαν ωριμότητα που δεν δικαιολογούσε η ηλικία της.
”Φοβάμαι πως αργά η γρήγορα θα φτάσουν στα ίχνη σας και τότε...”.
”Μη φοβάσαι μωρό μου, κανείς δεν ξέρει τίποτα για την οργάνωση. Το μέρος που συναντιόμασταν το έχει νοικιάσει ένας συνταξιούχος
τραπεζικός υπεράνω υποψίας και με καλές σχέσεις μαζί τους. Άσχετα αν στην πραγματικότητα τους μισεί, όπως όλοι μας! Εξάλλου όσοι ήξεραν για την επιχείρηση είναι δυστυχώς νεκροί!”Τότε μόνο συνειδητοποίησε με τρόμο, πως υπήρχαν και τα πρόσωπα που παρακολουθούσαν τον χώρο από το πρωί! Αν κάρφωναν; Σίγουρα όχι αυθόρμητα, όμως αυτά τα καθάρματα είχαν χιλιάδες τρόπους να τους αναγκάσουν. Ευχήθηκε να μην είχαν γίνει αντιληπτοί από τους μπάτσους, γιατί κατά τα άλλα ήταν άγνωστοι στην Ασφάλεια.
”Η Αγγελική πως είναι;”, ρώτησε για να αλλάξει την κουβέντα, καθώς περπατούσαν προς το σχολείο.”Φαντάζομαι χάλια!”
“Και λίγα λες”, του απάντησε βουρκωμένη. “Ήταν τόσο φανερή η θλίψη και η αναστάτωση της, που ο πατέρας την πίεσε να του πει τι συμβαίνει. Ο καημένος δεν φώναξε, δεν την μάλωσε. Μόνο που την συμβούλεψε να φύγει από την Αθήνα. Φοβάται πως αν την ανακαλύψουν κινδυνεύει να σαπίσει στη φυλακή! Το λιγότερο! Έτσι της πρότεινε να πάει στην θεία μου στο Παρίσι για λίγο καιρό, μέχρι να σιγουρευτούμε πως δεν υπάρχει πρόβλημα”.
”Και δέχτηκε;”, ρώτησε ο Αργύρης ανυπόμονα.
“Νομίζω ναι, αν και δεν του απάντησε αμέσως. Σε εμένα όμως είπε πως αυτή ήταν μια καλή λύση. Εδώ όλα θα της θυμίζουν τον Σταύρο και τον τραγικό του θάνατο. Άλλωστε εκεί θα μπορέσει να πραγματοποιήσει το όνειρο της να γίνει ηθοποιός, χωρίς να χρειάζεται να υπομένει και τη Νομική, που δεν την ενδιαφέρει.”
“Δεν έπρεπε να γίνει΄!”, έκανε την αυτοκριτική του ο Αργύρης.”Την πλήρωσαν τόσοι άνθρωποι, άλλοι με τη ζωή τους και άλλοι καταδικασμένοι να ζουν με τον φόβο! Μακάρι να το είχαμε αποφύγει!”.
”Κανένας αγώνας δεν πάει χαμένος αγόρι μου!”, του απάντησε με πείσμα. “Ο μπαμπάς μας το έμαθε αυτό και είναι μεγάλη αλήθεια!”.
Την θαύμασε για ακόμη μια φορά. Τόσο μικρή, τόσο εύθραυστη, όμως με τέτοιο πάθος που δύσκολα συναντάς. Την αγκάλιασε τρυφερά αδιαφορώντας για τις συμμαθήτριες που κρυφογελούσαν. “Πήγαινε τώρα καρδιά μου, το κουδούνι κτύπησε. Θα προσπαθήσω να έρχομαι όσο πιο συχνά μπορώ. Κάθε μέρα αν είναι δυνατόν! Δεν μπορώ ούτε στιγμή μακριά σου!”.
Τον φίλησε γλυκά και έτρεξε πριν κλείσει η πόρτα. Απόμεινε συλλογισμένος να κοιτάζει τα κορίτσια να παίρνουν τη θέση τους για την πρωινή προσευχή. Της υποσχέθηκε να την βλέπει συχνά, όμως η απόσταση ήταν μεγάλο εμπόδιο. Ακόμη και με την συγκοινωνία τα ποσά που χρειάζονταν ήταν απαγορευτικά για το πενιχρό χαρτζιλίκι που του έστελναν οι γονείς. Ίσως αν έκανε ιδιαίτερα σε μικρούς μαθητές θα μπορούσε να ανταποκριθεί στα έξοδα. Του φάνηκε καλή ιδέα και αποφάσισε να την υλοποιήσει το συντομότερο. Τώρα πια μόνο η Ελπίδα απέμενε στη ζωή του. Οι μόνοι φίλοι που απέκτησε μέχρι τώρα στην Αθήνα, έφυγαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και ο Δήμος σπάνια έβγαινε και μόνο όταν ερχόταν στο ναύσταθμο το αντιτορπιλικό που υπηρετούσε.
Κουρασμένος από την αϋπνία και τη δύσκολη νύχτα με το που γύρισε σπίτι, έπεσε με τα ρούχα στο κρεββάτι και κοιμήθηκε αμέσως. Στο όνειρο του ήρθε, ποιος άλλος, η Ελπίδα. Αυτή τη φορά όχι σαν την αθώα έφηβη που φοβόταν να αγγίξει, αλλά σαν γυναίκα που διψούσε τον έρωτα του. Το άγουρο, σχεδόν παιδικό, κορμί της τον αναστάτωσε. Πήγαινε καιρός, χρόνος σχεδόν, από την τελευταία φορά που πήγε με γυναίκα. Το περασμένο καλοκαίρι ήταν, με μια τουρίστρια από την Σερβία. Μια σχέση που κράτησε όσο και οι ολιγοήμερες διακοπές της.
Ένιωσε την υγρασία στο σλιπάκι του αλλά η κούραση δεν τον άφησε να ξυπνήσει! Αυτό έγινε αργά το απόγευμα. Κοίταξε με αποστροφή την κίτρινη κηλίδα πάνω στο άσπρο του εσώρουχο και το πέταξε αηδιασμένος στα σκουπίδια μην το δει η νονά. Ένα κρύο ντους καθάρισε το σώμα του και καταπράυνε τις ορμές του!
Το τηλεφώνημα από τον Πετρή, ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε πως θα του συμβεί.'Εμαθε πως τον έψαχνε το περασμένο βράδυ, όταν επέστρεψε στη γκαρσονιέρα να πάρει τα τελευταία ψιλοπράγματα που είχαν απομείνει εκεί. Και ήσουν και με γκομενίτσα μπαγασάκο!”, του είπε με μια περίεργη χροιά στη φωνή, που δεν άρεσε καθόλου στον Αργύρη.
“Ερχόμουνα να σου γνωρίσω το κορίτσι μου”, απάντησε διστακτικά. “Έλειπες όμως και δεν ήξερα που να σε βρω”.
Ένα ηχηρό γέλιο που τον ανατρίχιασε ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής. “Ο μικρός μου αδελφός έγινε άντρας πια και θέλει να το φωνάξει παντού! Τι θα έλεγες να μου την συστήσεις απόψε;”.
”Δύσκολο σήμερα”, ψιθύρισε μουδιασμένος. “Κάποια από αυτές τις ημέρες ίσως”.
”Ανυπομονώ να δω το κορίτσι που πήρε τα μυαλά του αδελφούλη μου! Μην το αργήσεις!”.
Του υποσχέθηκε με βαριά καρδιά πως θα το κάνει και έκλεισε το τηλέφωνο. Αυτό το καινούργιο μπλέξιμο με τον Πετρή, φοβόταν πως δεν θα βγει σε καλό. Ποια να του παρουσίαζε για να τον πείσει. Η Αγγελική ήταν απίθανο να δεχτεί μετά τα όσα πέρασε, άσε που σε λίγες μέρες θα έφευγε για άγνωστο διάστημα, και την Ελπίδα δεν ήθελε να την ανακατέψει. Θα τον απέφευγε όσο μπορούσε ελπίζοντας να το ξεχάσει.
Το λαχείο που του έπεσε ο Πετρής, δεν είχε σκοπό να το αφήσει ανεκμετάλλευτο.
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου