ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2023

ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ (34η συνέχεια, η αρχή των αποκαλύψεων)

 Δείτε εδώ  τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


Η Μαριγώ, η συνεσταλμένη κοπέλα, που πάντα τη μάλωνε για τις επιλογές της, να μεταμορφωθεί έτσι ξαφνικά στο τέρας που της ενέπνεε ένα μεταφυσικό τρόμο. Όλες αυτές οι σκέψεις την βασάνιζαν μέρα και νύχτα. Θα είχε τρελαθεί αν δεν έβρισκε αποκούμπι στον Θεό! Ναι αυτή η αδιάφορη, που μόνο τυπικά ακολουθούσε την πατροπαράδοτη θρησκεία δίχως καμιά πνευματική ανησυχία, τώρα ακουμπούσε όλα τα βάρη της στα πόδια της Θεότητας. Συχνά πυκνά ανέβαινε στους Αγίους Αποστόλους, το οικογενειακό τους ξωκλήσι, και προσευχόταν θερμά με λυγμούς. Και τότε μόνο ήταν που έβρισκε λίγη παρηγοριά και γαλήνη! 

 Πόσο θα ήθελε να σκύψει κάτω από

το πετραχήλι ενός πνευματικού και να εξομολογηθεί. Να τα πει όλα και να ξεπλύνει με τα δάκρυα της μετάνοιας και την ευχή της συγχώρεσης, όλο αυτό το δυσβάστακτο φορτίο! Όμως της ήταν αδύνατο, όσο κι αν ήξερε πως θα κρατιόταν μυστικό ως προϊόν εξομολόγησης, να το εκμυστηρευτεί σε κάποιον από τους ιερείς του νησιού. Πολύ περισσότερο στον παπά Λευτέρη! Υποσχέθηκε στον Θεό και τον εαυτό της πως θα το έκανε μόλις ανέβαινε στην Αθήνα. Αυτή η στροφή της από την ακολασία στην εγκράτεια δεν πέρασε απαρατήρητη, από κανέναν στο χωριό, πόσο μάλλον από τους γονείς της. Το είδαν ασφαλώς με καλό μάτι, αν και η Αγγελική διατηρούσε επιφυλάξεις, για το πόσο θα διαρκούσε αυτή η αλλαγή.

Το κουδούνι που σήμαινε το τέλος της σχολικής ημέρας, την έβγαλε από τον κυκεώνα των σκέψεων της. Λέξη δεν είχε ακούσει από την παράδοση, της καθηγήτριας των Λατινικών και ευτυχώς εκείνη δεν έδειξε να το πρόσεξε. Στην σκάλα κατεβαίνοντας, η Δήμητρα την αγκάλιασε τρυφερά. 

 “Είσαι καλά;”, τη ρώτησε γεμάτη ενδιαφέρον.

 “Όχι Δήμητρα, δεν είμαι καθόλου καλά! Έχασα τόσο απρόσμενα τον μοναδικό άνθρωπο που άγγιξε την ψυχή μου, χωρίς να χρειαστεί να αγγίξει το κορμί μου! Αυτόν που μου ξαναξύπνησε την αθωότητα, των παιδικών μου χρόνων, όταν δεν ήμουνα το “τσουλί”, όπως δίκαια με λέγατε όλοι”!

 “Δεν σε λέγαμε έτσι, κι αν κάποιοι το έλεγαν δεν το εννοούσαν!”, προσπάθησε να δικαιολογηθεί η Δήμητρα. 

 “Λίγη σημασία έχει πια! Ούτως ή άλλως δεν πρόκειται να δώσω αφορμή να με αποκαλέσει κανείς ξανά έτσι. Η παλιά Καλλιόπη πέθανε, μαζί με την ανολοκλήρωτη αγάπη της”! 

 “Ξέρεις”, της είπε διστακτικά, “Δεν είμαι σίγουρη ποια από τις δυο Καλλιόπες προτιμώ! Είναι και οι δύο των άκρων”! 

 “Εγώ πάντως έχω επιλέξει την καινούργια, και δεν μετανιώνω καθόλου”. 

 “Αν αυτό είναι που θέλεις, τότε αυτό να ακολουθήσεις”! “Θα το κάνω Δήμητρα, όχι από υποχρέωση, αλλά από εσωτερική ανάγκη”. “Καλή τύχη, και κουράγιο”!


Το παλιό λεωφορείο αγκομαχώντας έφτασε επιτέλους στο χωριό, την ώρα που η Μαριγώ έφτανε κι αυτή στην πλατεία, γυρνώντας από το χωράφι. Χαιρέτησε τις φιλενάδες με μια χειρονομία από μακριά χωρίς να πλησιάσει. Ο Γρηγόρης σηκώθηκε από το καφενείο και την ακολούθησε από απόσταση. Όταν έστριψε για το σπίτι, σε σημείο που δεν τους έφτανε το μάτι των θαμώνων, τάχυνε το βήμα του και έφτασε δίπλα της. 

 “Καλό μεσημέρι Μαριγώ”. 

 “Καλό μεσημέρι και σε σένα Γρηγόρη. Πως από δω”; 

 “Εσένα περίμενα”. 

 “Εμένα!”, απόρησε. “Υπάρχει κάποιος λόγος”; 

 “Υπάρχει και είναι πολύ σοβαρός, όμως δεν μπορώ να σου εξηγήσω εδώ! Το απόγευμα κατά τις πέντε στο χωράφι μου, θα σε περιμένω”.

 “Κι αν δεν έρθω”; “Θα έρθεις! Έχουμε να πούμε για τον Αη Λια και το λατομείο”! 

 Πάγωσε η Μαριγώ με την απροκάλυπτη απειλή. Τι μπορούσε να ξέρει κι από που; 

 “Δεν καταλαβαίνω τι λες!”, είπε ταραγμένη. 

 “Καταλαβαίνεις! Κι αν όχι, το απόγευμα σίγουρα θα καταλάβεις”! 

 Τον παράτησε χωρίς να τον χαιρετήσει και έτρεξε σπίτι. Η Βασίλαινα την είδε αναστατωμένη και προσπάθησε να τη ρωτήσει. 

 “Τι έχεις Μαριγώ”: 

 “Τίποτα”, απάντησε βιαστικά και κλείστηκε στο δωμάτιο της. Τι ήταν πάλι αυτό; Πως διάολο μπορούσε να ξέρει κάτι ο Γρηγόρης, από που κι ως που; Κι αν τελικά ήξερε, τι είχε σκοπό να κάνει; Μήπως μίλησε η Καλλιόπη; Αλλά γιατί στον Γρηγόρη; Δεν είχαν ποτέ πολλές παρτίδες. Όσο και να προσπαθούσε δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Έπρεπε να περιμένει μέχρι το απόγευμα, και τα λεπτά περνούσαν βασανιστικά αργά! Όταν πλησίασε η ώρα, άλλο πρόβλημα προστέθηκε στο προηγούμενο. Πως θα δικαιολογούσε που θα έφευγε τέτοια ώρα; 

Σηκώθηκε απ΄το κρεβάτι χωρίς να έχει κάτι στο μυαλό της. Για καλή της τύχη η Βασίλαινα έλειπε, μάλλον στη γιαγιά θα είχε πάει και ο Βασίλης δεν είχε γυρίσει ακόμη. Το χωράφι του Γρηγόρη ήταν προς τα εκεί που είχαν και τα δικά τους, όμως όχι και τόσο κοντά τους. Η ώρα ήταν τέτοια που η πλατεία ήταν άδεια. Περπάτησε γρήγορα για να φτάσει μια ώρα αρχύτερα και να λύσει το μυστήριο. Την περίμενε μπροστά από τη μικρή ξύλινη αποθήκη στο πίσω μέρος του χωραφιού. ”Λοιπόν σε ακούω”, του είπε ανυπόμονη.


Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου