Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Έκανε την χειρονομία να πληρώσει το λογαριασμό, όμως ο Πετρής ήταν ανένδοτος.
'Ούτε συζήτηση! Μία σου και μία μου!”.
“Υπέροχο έγινε το καΐκι με το καινούργιο του χρώμα!”, έσπασε ο Πετρής την αμηχανία που είχε πέσει μετά την αποχώρηση πατέρα και αδελφού. “Φαντάζομαι θα έχετε κάνει και άλλες αλλαγές”. “Αρκετές!”, καμάρωσε ο Δήμος. “Καινούργια μηχανή, πλαστικοποίηση, κομοδέσιο, κουκλί έγινε!”. “Πολύ θα ήθελα να το δω και από μέσα! Τι λες πάμε;”.
“Καλύτερα το πρωί που θα έχει και το φως του ήλιου. Να ανάβουμε νυχτιάτικα ηλεκτρομηχανές;”.
”Δε χρειάζεται βρε! Ίσα ίσα μια ματιά να μου φύγει η περιέργεια!”
Υποχώρησε στην επιμονή του, παρόλο που δεν καταλάβαινε γιατί τόση βιασύνη. Παλιά δεν ενδιαφερόταν όχι για το καΐκι, αλλά ούτε για τους ανθρώπους! Πραγματικά είχε αλλάξει πολύ! Προς το καλύτερο.
Τράβηξε τον κάβο και κατέβασε τη σκάλα. Πήρε το δυνατό φακό, που πάντα υπήρχε στο μικρό ντουλαπάκι, και ξεκλείδωσε την πόρτα. Ο Πετρής τον ακολούθησε από κοντά. Τον οδήγησε σε όλους τους χώρους και κατέληξαν στην καμπίνα του καπετάνιου.
“Δεν θα ανοίξεις να τη δούμε κι αυτή;”, τον ρώτησε, καθώς διέκρινε το δισταγμό του.
“Δεν ξέρω”, απάντησε ο Δήμος. “Εδώ είναι ο χώρος του Κωσταντή. Δεν είναι σωστό!”.
“Δεν θα τον φάμε ρε συ! Να δούμε το γούστο του μόνο!”.
Υποχώρησε για άλλη μια φορά και άνοιξε την πόρτα. Το ακοίμητο καντήλι του Αη Νικόλα σκόρπιζε στον χώρο μια απόκοσμη γαλήνη, που δεν κατάφερε όμως να μπει στην ψυχή του Δήμου. Ήταν η πρώτη φορά που έμενε μόνος με τον Πετρή, μετά από εκείνη την επεισοδιακή νύχτα στην Αθήνα. Φοβόταν μην ξυπνήσει το κτήνος μέσα του και επιχειρήσει τα ίδια. Μπορούσε να τον αντιμετωπίσει σίγουρα, όμως αυτό θα διέλυε οριστικά την καλή τους σχέση που μόλις είχε ξεκινήσει.
Ευτυχώς δεν έδειξε καμία τέτοια διάθεση. Κοιτούσε εντυπωσιασμένος γύρω του και δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Ο Κωσταντής είχε μεταμορφώσει το άχαρο καμαράκι σε ένα σχεδόν πολυτελές δωμάτιο. Άνετο κρεβάτι, γραφείο, ντουλάπα, τίποτα δεν του έλειπε. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και άναψε τσιγάρο.
“Τώρα μάλιστα!”, αναφώνησε ενθουσιασμένος. “Χαίρεσαι να ταξιδεύεις με τέτοιο σκαρί!”. Ξεθάρρεψε ο Δήμος που είδε ότι οι φόβοι του ήταν αβάσιμοι και κάθισε δίπλα του. Ο Πετρής άπλωσε το χέρι και του χάϊδεψε το μάγουλο. Δεν έκανε κίνηση να το αποφύγει.
”Μπράβο Δήμο”, συνέχισε, “τα κατάφερες καλά. Σε λίγο καιρό θα απολυθείς και θα ζήσεις μια ζωή που πολλοί ονειρεύονται!”.Έσκυψε και τον φίλησε απαλά στο μάγουλο, ενώ το χέρι του εξακολουθούσε να τον χαϊδεύει.
“Υπήρξα πολύ σκληρός και άδικος μαζί σου”, του ψιθύρισε κολλώντας τα χείλη στο αυτί του. “Θα κάνω τα πάντα για να με συγχωρήσεις!”
“Όλα καλά”, κατάφερε μόνο να πει με φωνή που φανέρωνε την ταραχή του, καθώς το χέρι του Πετρή είχε κατέβει στο στήθος του και τα χείλη του έκαιγαν το λαιμό του.
“Όχι αυτό! Όχι έτσι”, παρακάλεσε από μέσα του.”Γίνε βίαιος, σκληρός για να σε αντιμετωπίσω! Όχι έτσι σε παρακαλώ!”.
Δυστυχώς οι ευχές του δεν εισακούστηκαν. Κάτω από το ήρεμο βλέμμα του Αη Νικόλα, ένας πρωτόγνωρα γλυκός Πετρής εξερεύνησε πόντο πόντο το κορμί του, που ριγούσε σε κάθε άγγιγμα των χειλιών του, και του έκανε έρωτα τόσο τρυφερά που δεν ένιωσε ούτε πόνο ούτε εξευτελισμό. Ακόμη και μετά το τέλος της πράξης, εξακολουθούσε να τον κρατάει σφικτά στην αγκαλιά του και να τον φιλάει.
“Συγγνώμη”, του είπε με βραχνή φωνή. “Δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Σε θέλω τόσο πολύ! Ξέρω πως δεν πρέπει, αλλά είναι πάνω απ τις δυνάμεις μου. Αλλά αν μου το ζητήσεις, δεν θα ξαναγίνει!”. Ο Δήμος γύρισε προς το μέρος του και τον αγκάλιασε σφικτά. “Είναι πολύ αργά πια να ζητήσω κάτι τέτοιο. Ναι δεν έπρεπε να γίνει, τώρα όμως δεν αλλάζει αυτό.”, και με τα λόγια αυτά ξεκίνησε αυτός τον δεύτερο γύρο, ανταποδίδοντας του όλη την ηδονή που του χάρισε εκείνος στον πρώτο.
Αν μπορούσε να δει τον θρίαμβο στα μάτια του Πετρή, πιθανόν να είχε μετανιώσει. Δεν το πρόσεξε όμως.
“Στο είχα υποσχεθεί πουστράκι!”σκέφτηκε ο Πετρής ικανοποιημένος. “Θα το πληρώσεις πολύ ακριβά!”.
Ξύπνησε με ένα δυνατό πονοκέφαλο. Άνοιξε με κόπο τα μάτια του που πόνεσαν από τις ακτίνες του ήλιου που τρύπωσαν από το μισάνοικτο παράθυρο. Κανείς άλλος δεν βρισκόταν στο δωμάτιο. Οι σκηνές από το περασμένο βράδυ, ήρθαν μπροστά του σαν εφιάλτης. Ή μήπως ήταν; Γιατί αρνιόταν να πιστέψει πως είναι αλήθεια. Σηκώθηκε αργά και σέρνοντας τα πόδια, μπήκε στο μπάνιο. Η εικόνα που αντίκρισε στον καθρέφτη, τον σόκαρε. Έμοιαζε γερασμένος κατά τουλάχιστον μια δεκαετία. Σιγά σιγά συνειδητοποιούσε πως δεν ήταν κακό όνειρο, αλλά η απαίσια πραγματικότητα! Μπήκε όπως ήταν, στη ντουζιέρα. Φορώντας ακόμη το εσώρουχο του άφησε το κρύο νερό να τρέξει στο κορμί του, ανάμικτο με τα καυτά του δάκρυα.
Έπρεπε να φύγει για πάντα από το νησί. Από τους γονείς, τ΄αδέλφια, τη Φροσούλα, από όλους. Δεν είχε δικαίωμα να τους μαυρίσει τις ζωές με την δική του απερισκεψία να ενδώσει στις προσταγές της σάρκας. Δεν είχε δικαίωμα να διεκδικεί μιαν ευτυχία που πέταξε στα σκουπίδια για λίγες στιγμές ηδονής, που αποδείχτηκε οδύνη. Κανείς δεν θα μάθαινε ποτέ τι τον οδήγησε σ΄αυτή την απόφαση. Αυτό τον Γολγοθά θα τον ανέβαινε μόνος, γιατί μόνος επέλεξε να ακολουθήσει αυτή την πορεία.
Ντύθηκε και μπήκε στην κουζίνα, να φτιάξει καφέ. Ο Αργύρης που καθόταν στην βεράντα τον πείραξε γελαστός.
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου