ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2023

ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ (41η συνέχεια, Αρχή αποκαλύψεων)

Δείτε εδώ  τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


Για λίγα χιλιόμετρα μπόρεσε να τον παρακολουθήσει, όμως στην κίνηση της Μεσογείων τον έχασε. Με το αυτοκίνητο ήταν αδύνατο να κάνει τους ίδιους ελιγμούς, που έκανε ο Νώντας με την μηχανή. Η μόνη ελπίδα απέμενε η Ρηνιώ. Πόσο θα ήθελε τώρα να την είχε κοντά του! Να είχαν τελειώσει όλα και να ταξίδευαν μαζί σε κόσμους παρθένους. Όπου νάναι, αρκεί να ήταν μαζί! Την έμπλεξε άθελα του σε αυτό το επικίνδυνο παιχνίδι, και δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό του ,αν της συνέβαινε το παραμικρό. Πόσο μικρόψυχος αλήθεια ήταν, για να ζητήσει από αυτό το κορίτσι κάτι τέτοιο!

Έμπειροι αστυνομικοί θα κώλωναν μπροστά σ΄αυτή την προοπτική. Όμως εκείνη δέχτηκε αδιαμαρτύρητα Γρήγορα έπρεπε να την ξεμπλέξει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Και τότε του ήρθε η ιδέα! Ένας πομπός στο αυτοκίνητο του Μάρκου, και δεν θα χρειαζόταν πια η Ρηνιώ να κινδυνεύει. Αυτή θα ήταν η τελευταία δύσκολη αποστολή της. Όμως αυτή η ιδέα αποδείχτηκε ολέθρια! 

Ο Μάρκος το πήρε αμέσως χαμπάρι και από εκείνη τη στιγμή έψαχνε με πάθος τον ρουφιάνο. Ευτυχώς δεν έδειξε να υποψιάζεται τη Ρηνιώ, αν και θα έπρεπε να είναι ο πρώτος άνθρωπος που θα έπεφταν οι υποψίες. Απέλυσε αμέσως τον κηπουρό, έναν από τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στο αυτοκίνητο, και έβαλε κλειδαριές ασφαλείας, που άνοιγαν μόνο με τηλεχειρισμό. Από εδώ και πέρα, μόνο στην καλή τους τύχη μπορούσαν να ελπίζουν ο υπαστυνόμος και η Ρηνιώ.



Εκείνο το πρωινό η Καλλίοπη σηκώθηκε αθόρυβα και άρχισε να ετοιμάζει τις βαλίτσες της. Το απόγευμα επιτέλους θα έφευγε για την Αθήνα. Ούτε τα παρακάλια του πατέρα, ούτε οι προειδοποιήσεις της Αγγελικής στάθηκαν ικανές, να την αποτρέψουν από την απόφαση της. Ο Σαράντης έκανε μια τελευταία προσπάθεια. 

 “Ξανασκέψου το μωρό μου! Που μας αφήνεις”! 

 ”Μην το κάνεις πιο δύσκολο σε παρακαλώ! Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς! Μακάρι να μπορούσα να σου εξηγήσω”! 

 “Και γιατί δεν μπορείς καρδιά μου; Τι σε εμποδίζει”; 

“ Μην επιμένεις! Αρκέσου στην διαβεβαίωση μου πως θα είμαι ευτυχισμένη κοντά στον Νυμφίο μου”! “Που σε έκλεψε από εμένα”; 

 “Μην βλαστημάς πατέρα! Έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στην αγάπη σας και την αγάπη Του. Πίστεψε με, δεν ήταν εύκολη η επιλογή”! 

 Ο Σαράντης έσκυψε το κεφάλι. Πως μπορείς να τα βάλεις με τον Θεό; Δεν Τον δικαιολογούσε, όμως καταλάβαινε το δίλημμα της κόρης του. Η Αγγελική πίσω από την πόρτα, ήταν ίσως η πρώτη φορά που δάκρυζε χωρίς πόνο! Έχανε μια κόρη, αλλά κέρδιζε μιαν αγία! Προτίμησε να μην τους ακολουθήσει στο λιμάνι. Της έφτανε ένας δύσκολος αποχαιρετισμός. Ένας δεύτερος θα ήταν πολύ για τις αντοχές της. 

 Στη Χώρα, τον τελευταίο άνθρωπο που περίμενε η Καλλιόπη να δει, ήταν η Μαριγώ. Κι όμως ήταν εκεί. Ανέκφραστη, με μια ιδέα περιφρόνησης στα μάτια της.

 “Ώστε το αποφάσισες τελικά;”, της είπε . 

 “Σαν έτοιμη από καιρό”! 

 “Μαλακίες!”, τη διέκοψε με οργή. “Σε κοροϊδεύει, μην τον εμπιστεύεσαι”! 

 “Ο Χριστός με κοροϊδεύει! Και να εμπιστευτώ ποιόν; Αυτόν που προσκυνάς εσύ, τον τελευταίο καιρό! Ξύπνα Μαριγώ, πριν είναι πολύ αργά”! 

 Η Μαριγώ της γύρισε απότομα την πλάτη, κυρίως για να κρύψει τις πληγές στις παλάμες που επέστρεψαν, κι αυτή τη φορά δίχως την παρουσία του λευκοφόρου. 

 “Είσαι καλά;”, τη ρώτησε ο Μανόλης που έφερε τις βαλίτσες από το ταξί. 

 Η Μαριγώ έσφιξε τα δόντια από τον πόνο, αλλά τελικά κατάφερε να απαντήσει. “Γυναικείοι πόνοι, θα μου περάσει”. 

 Η Καλλιόπη ένιωσε τα μάτια της υγρά. Ίσως και να ήταν η τελευταία φορά που έβλεπε το νησί της. Μα πιο πολύ την στενοχωρούσε η κατάσταση της Μαριγώς. Αυτή η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά που είχε τους τελευταίους μήνες την προβλημάτιζε έντονα. Σαν κάποιος ή κάτι να παγίδεψε την ψυχή της και λειτουργούσε αυτόνομα, ερήμην της. Ίσως όμως και με τη θέληση, αλλά αυτό δεν μπορούσε να το πει με σιγουριά.

Αυτό το κάτι ήταν τόσο δυνατό, που έφτασε να την οδηγήσει σε μια εν ψυχρώ δολοφονία, και ποιος ξέρει σε τι άλλες αποτρόπαιες πράξεις, που δεν είχαν πέσει στην αντίληψη της. Οι επιβάτες άρχισαν την επιβίβαση. Το πλοίο θα αναχωρούσε σε λίγα λεπτά. Ο Μανόλης κουβάλησε τις βαλίτσες στο γκαράζ του καραβιού. 

 “Με την πλάτη θα με αποχαιρετήσεις;”, ρώτησε πικραμένη η Καλλιόπη. 

 Γύρισε, και ήταν η πρώτη φορά που είδε στα μάτια της Μαριγώς κάτι ανθρώπινο, μετά από καιρό!Την αγκάλιασε με αγάπη. 

“Θα μου λείψεις Μαριγώ!”, της είπε με δακρυσμένα μάτια. 

 “Και μένα”, της είπε απλά, και το πρόσωπο της ξαναπήρε το γνώριμο απόκοσμο ύφος που φανέρωνε την τρικυμία της ψυχής της. 

 ”Αντίο, και ξανβρές σε παρακαλώ τον εαυτό σου! Ξαναγίνε η Μαριγώ που αγάπησα”! 

 Την φίλησε και έτρεξε στην καταπακτή την ώρα που το πλοίο κορνάριζε για την αναχώρηση. Απόμειναν ο Σαράντης και η Μαριγώ να το κοιτάζουν να απομακρύνεται, με διαφορετικά συναισθήματα καθένας τους, ώσπου χάθηκε από τον οπτικό τους ορίζοντα. 

 “Θα έρθεις να σε ανεβάσω στο χωριό;”, ρώτησε ο Σαράντης με φωνή που φανέρωνε τον πόνο του. ¨Όχι ευχαριστώ. Θα περάσω από τον παππού λίγο, έχω μήνες που δεν τον έχω επισκεφτεί. Θα με ανεβάσει ο μπάρμπας μου, ο αδελφός του”. 

 “Όπως θέλεις. Να φεύγω λοιπόν. Γεια σου Μαριγώ΄”. 

 Δεν είχε σκοπό να πάει στον γέρο, έτσι μια δικαιολογία βρήκε για να τον αποφύγει. Περιπλανήθηκε λίγο στα στενά σοκάκια της Χώρας και χάζεψε τους νεοφερμένους τουρίστες, που με τα μπαγκάζια στους ώμους, έψαχναν απεγνωσμένα για κατάλυμα. Ήθελε να πιει έναν καφέ στην παραλία, αλλά η ιδέα να συναντηθεί με κάποιον από τους συμμαθητές της δεν την ενθουσίαζε καθόλου. 

 “Μαριγώ!”, άκουσε ξαφνικά τον Παύλο τον κοινοτάρχη να τη φωνάζει , από το καφενείο που καθόταν. Πήγε απρόθυμα προς το μέρος του. 

“Πως από δω;”, τη ρώτησε και εκείνη του εξήγησε με λίγα λόγια το λόγο της παρουσίας της εκεί. ”Μόλις ήρθα από τη Σύρα, και κατά σύμπτωση έχω κάτι για σένα”. 

 Τον κοίταξε παραξενεμένη. Έβγαλε αυτός από την τσάντα που κρατούσε έναν κλειστό φάκελο.

 “Μου τον έδωσε ο δάσκαλος ο Κωστής, μάλλον δεν θα τον ξέρεις αν και είσαστε μακρινοί συγγενείς. Ο πατέρας του και η μάνα σου δεύτερα ξαδέρφια. Μου είπε να σου τον δώσω στα χέρια, χωρίς να υπάρχει άλλος μπροστά. Και να λοιπόν που βρέθηκε η ευκαιρία”! 

 Τον ευχαρίστησε και πήρε το φάκελο, με απορία ανάμικτη με αγωνία για το περιεχόμενο του.¨Ήταν αρκετά ογκώδης, πράγμα που έδειχνε πως ήταν πολλές σελίδες μέσα. Βρήκε μια απομονωμένη μικρή πλατεία και κάθισε στο παγκάκι. Άνοιξε το φάκελο και όπως το υποψιαζόταν ήταν πάνω από δέκα σελίδες πυκνογραμμένες.


Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου