Ομήρου Οδύσσειας σε απόδοση του πολύ καλού φίλου Θανάση Στούπη. Μια επική προσπάθεια που αξίζει να αναγνωριστεί!
Ροβόλησε απ’του Όλυμπου τα ύψη και τα φώτα
και στην Ιθάκη στάθηκε, στου Οδυσσέα τα μέρη
στο πρώτο της αυλής σκαλί, ολόρθη μπρος στην πόρτα
κραδαίνοντας το χάλκινο κοντάρι στο ένα χέρι
ίδια και απαράλλαχτη ,του Τάφιου του Μέντη
του αρχηγού, κι αντίκρυσε μνηστήρες με τα ζάρια 110
στα χέρια, άγνοα να κυλούν, στο ξέφρενό τους γλέντι
χωμένους μέσα στων βοδιών τα μαλακά τομάρια
που είχαν σφάξει μόνοι τους, κι οι κράχτες κι οι βοηθοί τους
μισοί, κρασί αραίωναν στους αργυρούς κρατήρες
κι οι άλλοι μισοί, τις τράπεζες πλέναν με το σφουγγί τους
το μυριοτρύπητο, να παν το κρέας στους μνηστήρες.
Πρώτος ο ουρανόμορφος Τηλέμαχος την βλέπει
σκεφτόμενος, με την καρδιά, βαριά-βαριά και μαύρη,
μες στο μυαλό του ο κύρης του, που να ’ναι, και αν πρέπει
να εμφανιστεί ανίκητος, χαρά ο τόπος νάβρει 120
και το βασίλειο του ξανά, στα χέρια του να έχει.
Αυτές οι σκέψεις μες στο νου φέρνανε γύρω τώρα
καθώς την Αθηνά κοιτά και προς την πόρτα τρέχει
γιατί του έρχεται βαρύ να στέκει ξένος ώρα.
Σιμά ζυγώνει κι άπλωσε το χέρι στο κοντάρι
το χάλκινο, έχοντας στον νου πως θα τον ξεκουράσει
και με κουβέντες καρδιακές τον ξένο σιγοντάρει:
«Καλή σου ώρα ξένε μου, η πείνα σου αν χορτάσει
τότε μας λες ποιο αερικό κοντά μας σ’ έχει στείλει».
Αυτά είπε ο Τηλέμαχος και ξεκινά με χάρη, 130
πίσω πηγαίνει η Αθηνά, στων πύργων το αντιστύλι
και στήνει μες στην λαξευτή τη θήκη το κοντάρι
την σκαλισμένη με χρυσό, που αστραποβολούσε
με του Οδυσσέα γύρω της, γεμάτη τα κοντάρια
και στο θρονί τον ξένο του γλυκά τον εκαλούσε
σε υφασμένο να βρεθεί σεντόνι από λινάρια
και στο σκαμνί ο ξένος του τα πόδια ν’ ακουμπήσει.
Πήρε κι αυτός ένα θρονί, μακριά κι όχι μαζί τους
απ’ των μνηστήρων το χορό, μη ο ξένος κι απηυδήσει
απ’ τον πολύ τον σαματά, κι από την χλαλοή τους 140
και φαγητό δεν ευφρανθεί, μα σαν το φέρει η ώρα
για τον χαμένο κύρη του ερώτηση να κάνει.
Μια δούλη σε αργυρόσταμνο, όμορφα φέρνει δώρα
νερό δροσιάς για νίψιμο, σε ολόχρυση λεκάνη
τραπέζι εμπρός τους έστρωσε, σεμνή μια παρακόρη
φορτώνοντάς το φαγητά, με υπέροχα πλουμίδια
και παραδίπλα κέρναγε ο κεραστής, το αγόρι
γλυκό κρασί, μπρος στα ζεστά και στ’ αχνιστά κοψίδια
Αναμεσίς με το φαϊ να πίνουν αρχινίσαν
γεμίζοντας τις κούπες τους σαν άδειαζαν και πάλι. 150
Κι οι υπερόπτες μπήκανε μνηστήρες και καθήσαν
στα χρυσοκέντητα θρονιά ν’ αρχίσουν την κραιπάλη,
τα χέρια πλέναν με νερό που χύνανε οι σκλάβοι
κι οι δούλες έφερναν ψωμιά αράδα στα πανέρια
ξέχειλα οι κούπες γέμιζαν το κέφι τους ν’ ανάβει
τρώγοντας, ξένα οι άπληστοι, αρνιά και χοιρομέρια.
κι αφού εχόρτασε φαϊ η ξιπασμένη φάρα
τραγούδι θέλει που ως γνωστόν το κάθε γλέντι γνέφει,
στου Φήμιου ο κράχτης ακουμπά τα χέρια μια κιθάρα
κι αυτός την παίρνει βαρετά, και μάλλον δίχως κέφι 160
κουρντίζοντάς την αρχινά τραγούδι ν’ αργοπαίζει,
κι ενώ οι μνηστήρες όμορφα χορτάσαν και γλεντούνε
σκυμμένος ο Τηλέμαχος στο σκαλιστό τραπέζι
στην Αθηνά μιλά σιγά για να μη τον ακούνε:
«Άπρεπα θα είν’ τα λόγια μου ξένε μου κι ίσως κρίμα,
γι αυτούς που πίνουνε και τρών’ και το τραγούδι αρχίζουν
Μα τι τους νοιάζει; ξένο βιός γλεντάνε δίχως χρήμα
ανθρώπου που στην ξενητειά τα κόκαλα σαπίζουν
στου πέλαγου τα κύμματα ή σε βροχής ρυάκι.
Θα προτιμούσαν να ’χανε σαν το γοργό το ελάφι 170
φτερά στα πόδια, αν άξαφνα τον ’βλέπαν στην Ιθάκη
παρά να ’χουν στις κάσες τους του κόσμου το χρυσάφι.
Μα πάει εκείνος, χάθηκε, μαζί του κι η ελπίδα
κι ας λένε κάποιοι ο γυρισμός πως δεν θ’ αργοπορήσει,
χάθη, και ποια δεν το μπορεί να φτάσει στην πατρίδα.
Μα έλα, μίλα αληθινά γιατί έχω απορήσει
Ποιος είσαι; ποια η πατρίδα σου; ποιοι ’ναι δικοί σου λένε;
ποιοί ναύτες στην Ιθάκη μας σε φέραν παινεμένοι,
και χαίρονται που υπηρετούν το πρόσωπό σου ξένε
γιατί θαρρώ δεν ήρθατε εδώ περπατημένοι. 180
Μήπως ξανάρθες από δω,κι εγώ σαν παραμύθι
θυμάμαι, γιατί ο κύρης μου τον κόσμο είχε γυρίσει;»
Τότε η διάχυτη με φως Παλλάδα του απεκρίθη:
«Με της αλήθειας τη φωνή η γλώσσα θα μιλήσει.
Του Αγχίαλου είμαι ο γιος, ο Μέντης, κι έχω θέση
τρανή, τι είμαι βασιλιάς στων Ταφιωτών τη χώρα
που έχει τριγύρω θάλασσα, και πάω στην Τεμέση
χαλκό να πάρω δίνοντας τ’ ανάλογα τα δώρα.
Κει στο βαθύσκιωτο το Νηό, στου Ρείθρου το απανέμι
μακράν της πόλης δέσαμε το πλοίο μας μονάχο. 190
Πάντα τους δυό μας φύσαγαν, οι φίλιοι ανέμοι,
και τον Λαέρτη αν θες ρωτάς τον γέροντα ξωμάχο
που δέθηκε στην εξοχή μαζί με τον καημό του,
καθώς αυτό ακούγεται, στον πόνο του λουσμένος
δούλα του φέρνει το κρασί μα και το φαγητό του
στρώνοντας το τραπέζι του σαν φτάνει κουρασμένος
τα γόνατα του σέρνοντας βαριά στην ανηφόρα
πηγαίνοντας στ’ αμπέλια του με το τσαπί στον ώμο.
Μα ο Οδυσσέας μου είπανε πως έφτασε στη χώρα
κι ήρθα, μα να που οι θεοί του φράζουνε το δρόμο. 200
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου