Αρχίζουμε τη δημοσίευση της Ομήρου Οδύσσειας σε απόδοση του πολύ καλού φίλου Θανάση Στούπη. Μια επική προσπάθεια που αξίζει να αναγνωριστεί!
ΡΑΨΩΔΙΑ Α!
Για τον πολύγνωμο, θεά, τον άντρα πες, που μόλις
της Τροίας πήρε το ιερό το κάστρο, ανεμοδάρθη,
κι ανθρώπων γνώρισε πολλών τη γνώμη ,και τις πόλεις
μα έπαθε πλήθος συμφορές στης θάλασσας τα βάθη,
ζητώντας στην πατρίδα τους άβλαβους να γυρίσει
τους σύντροφους, μα ούτε κι αυτό μπόρεσε, ας είχε πάθος
γιατί είχαν κρίματα πολλά, έχοντας αφανίσει
του Ήλιου του ουρανόδιαβου τα βόδια, που ήταν λάθος,
κι αυτός του γυρισμού σωστά, τους στέρεψε τη μέρα.
Κόρη του Δία πες τα μου στο νου σου όπως τάχεις. 10
Φτάσαν στο σπίτι όσοι τους του Χάρου τη μαχαίρα
απέφυγαν, στα κύμματα και στον αχό της μάχης
και μόνο αυτόν που έψαχνε γυναίκα και πατρίδα
ζητώντας τον για ταίρι της, σε σπήλαιο είχε ρίξει
και τον κρατούσε, η Καλυψώ, θεά καμαροφρύδα ,
ωσότου είπαν οι θεοί, ο πόνος του να λήξει,
και στην Ιθάκη που έφτασε, ο άντρας, μες στην πόλη
τα πάθια του δεν τέλεψαν κι εκράτει ο αγώνας
με τους δικούς του, μα οι θεοί τον λυπηθήκαν όλοι
εκτός ενός, που χόλωσε, κι ήταν ο Ποσειδώνας 20
Αυτός αρνιέται, ο θεϊκός ’Δυσσέας, να γυρίσει.
Βρισκόταν στους Αιθίοπες, της τρίαινας ο ρέκτης
που χωριστά ζούνε κι αυτοί, είναι οι μισοί στη δύση,
οι άλλοι στην ανατολή, κι ήταν εκεί σαν δέκτης
θυσίας, εκατό βοδιών, φορώντας τον μανδύα
του Σαλευτή, και γλένταγε. Μα των θεών το ασκέρι
στις κάμαρες συνάχτηκε του Ολύμπιου του Δία,
πατέρα ανθρώπων και θεών, κι ακούν να μεταφέρει
σκέψεις που κάνει. Κι αρχινά, ενώ στον νου του πλέει
ο Αίγισθος, που χάθηκε απ’ το σπαθί του Ορέστη 30
του γιού του Αγαμέμνονα, κι αρχίζει να τους λέει:
«Αχ των ανθρώπων τη γενιά, θεοί ο καθένας, δες τη,
πόσο άδικα μας κρίνουνε για τα δικά τους λάθη,
λέγοντας για ευθύνες μας, στο άστοχό τους βήμα
ενώ είναι αυτοί υπεύθυνοι για τα δικά τους πάθη,
κι όσα τους φέρνει η μοίρα τους. Να! του Αίγισθου το κρίμα
που πήρε του Αγαμέμνονα το ταίρι, και με κάμα
στον γυρισμό τον έσφαξε, εκδίκηση να πάρει
κι ας ήξερε απ’ τον Ερμή, πως θα ’ναι μέγα δράμα,
να μην το κάμει, ειδ’ αλλιώς θα πάρει άγρια βάρη. 40
Να μην τον κόψει του είπαμε, ο γδικιωμός φυλάει
απ’ του Ορέστη το σπαθί, μεγάλος αν γυρίσει,
το ’πε ο Ερμής, μα ο Αίγισθος, ούτε τον αγροικάει
δεν άκουσε, και έφτασε στου τέλους του την δύση»
Τότε η φωνή της Αθηνάς, μελίρρυτη ακούστει:
«Κύρη μας, πρώτε βασιλιά, γόνε τρανέ του Κρόνου,
εκείνου αυτά του πρέπανε, και τον χαμό του λούστει,
κι όμοια όποιος πράξει, ας χαθεί στο πλήρωμα του χρόνου
εγώ όμως πνίγομαι πολύ, για του Οδυσσέα το δάκρυ
που τυραννιέται μακριά, και ο καημός τον πλήττει 50
σε μέρος θαλασσόζωστο στου πέλαγου την άκρη
σε νήσο δεντροσκέπαστη, που έχει η θεά το σπίτι,
η κόρη του άτιμου Άτλαντα, που στων βυθών τους δρόμους
κίονες ξέρει, που στα δυό γη κι ουρανό χωρίζουν,
στέκεται ολομόναχος και τους βαστά στους ώμους,
ετούτου η κόρη τον κρατά με λόγια που ζαλίζουν,
με λόγια ακριβοθώρητα θέλει να τον πλανέψει
η ακριβή Ιθάκη του απ’ το μυαλό να σβήσει
μα εκείνος λέει απ’ το νησί ,φουγάρο ν’ αγναντέψει
την πάτρια κάπνα του να δει, κι ύστερα ας ξεψυχήσει. 60
Πως η καρδιά σου Ολύμπιε αυτό το αντέχει ακόμα;
μη, λίγα σφάγια σε βωμούς, στο Αργείτικο καράβι
ο Οδυσσέας έκανε στης Τροίας το άγιο χώμα;
Δία μου τι σε πλάνεψε κι η πίκρα σου ανάβει;»
Κι Δίας αποκρίθηκε ο νεφελοσυλλέχτης:
«Κόρη μου απ’ το στόμα σου χολή έβγαλες τόση,
πως τον θεϊκό, τον ξέχασα, Οδυσσέα, και το δέχτης,
τι ο πρώτος είναι σε μυαλό σε ανδρεία και σε γνώση
και έχει τους Ολύμπιους, θυσίες πλημμυρίσει.
Ο κοσμοβρόντης μοναχά, τυφλό έχει ένα μένος 70
γι αυτόνε, που του Κύκλωπα το μάτι έχει χύσει
του γιού του του Πολύφημου, πρώτον σ’αυτό το γένος.
Η Θόωσα τον γέννησε, νεραϊδα,θυγατέρα
του Φόρκυνα που ’ναι άξιος άρχοντας πελαγίσος,
και σε σπηλιά την έσμιξε ο Ποσειδών μια μέρα,
ε! από τότε ο τρανταχτής τον κυνηγά με μίσος
μακρά τον Οδυσσέα τραβά χωρίς να τον σκοτώνει.
Αλλά οι θεοί όλοι μαζί ας βρούμε κάποια λύση,
ο Ποσειδώνας κάποτε θα πάψει να θυμώνει
πώς να τα βάλει με όλους μας και πώς να μας νικήσει 80
κι ούτε θα θέλει απέναντι όλους μας να μας έχει.
Τότε η Παλλάδα η λιόλουστη με λόγια αλλάζει ρότα:
«Πατέρα επουράνιε του Κρόνου γιε ’τσι αν έχει
και στους νηφάλιους θεούς αυτό αρέσει πρώτα,
ο πολυγνώστης Οδυσσεύς σπίτι του να γυρίσει,
τον φτεροπόδαρο Ερμή ας στείλουμε, που ξέρει
της Ωγυγίας το νησί, πετώντας να μιλήσει,
την γνώμη μας στην όμορφη νύφη να μεταφέρει:
Πως ο Οδυσσέας με βουλή θεών, θα επιστρέψει.
Φεύγω ,για του Τηλέμαχου την πόλη, στην Ιθάκη, 90
να τον γκαρδιώσω ,να του πω το βλέμμα του να στρέψει
στους ξακουστούς τους Αχαιούς, να μαζευτούνε όλοι
μην οι μνηστήρες και χαθούν, πριν υψωθεί κατάρτι,
που βόδια αρνιά τρανόθρεφτα του έχουν αφανίσει,
στης Πύλου νά ’βγει τ ’ανοιχτά κι αργότερα στην Σπάρτη
και για τον δόλιο γυρισμό του κύρη να ρωτήσει
το όνομά του αθάνατο στον κόσμο πια να μείνει».
Αυτά είπε και τα σάνδαλα θα σκύψει για να δέσει
που χρυσοποίκιλτα την παν, στων άνεμων τη δίνη,
στις άκριες κάθε στεριάς σε όποιου πελάγου θέση, 100
και το κοντάρι άρπαξε, που σε πολέμων βρόγχους
με την αιχμή τη χάλκινη , βαρύ άμα το σείρει
σπέρνει μεγάλο πανικό στους άντρες, και στους λόχους,
η κόρη -με όσους μάχεται- του αήττητου του κύρη. 104
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου