Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
“Κανείς δεν έφταιγε για το θάνατό του. Μόνο το κρασί και η κακιά στιγμή. Μια κατολίσθηση από αυτές που συμβαίνουν συχνά στο δρόμο προς τη Χώρα, μια στραβοτιμονιά λόγω της μέθης, και αυτό ήταν”!
“Αυτό ήταν!”, ψιθύρισε σαν αντίλαλος. “Αν ήμουν μαζί του, δεν θα τον άφηνα να οδηγήσει πιωμένος. Εγώ φταίω”!
“Προσπάθησαν πολλοί να τον αποτρέψουν. Δεν άκουγε κανέναν. Το είχε αυτό το κουσούρι ο μακαρίτης. Ξεροκέφαλος Θεοσχωρέστον”!
”Μπορεί να είχαμε χωρίσει, αλλά δεν παύει να είναι ο άνθρωπος που ζήσαμε μαζί ένα χρόνο. Θα πρέπει να κατέβω για την κηδεία λες”;
“Αυτό είναι δική σου απόφαση Ρηνιώ! Δεν μου έχεις πει λεπτομέρειες, αλλά μέσες άκρες κατάλαβα, πως ο χωρισμός σας δεν ήταν και τόσο φιλικός! Πάλι εσύ ότι νομίζεις”.
Δίκιο είχε. Η ιδέα να ξαναδεί την περιφρόνηση στα μάτια των χωρικών, και την αποδοκιμασία του πατέρα της, την έκαναν να μετανιώσει και για τη σκέψη ακόμα.
“Μπορώ να τηλεφωνήσω στους γονείς μου”!
“Μα είναι ερώτηση αυτή! Ασφαλώς και θα τους τηλεφωνήσεις”!
Σήκωσε το ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό. Το έκλεισε πριν ακόμα ολοκληρώσει την κλήση. Η ώρα ήταν εννιά παρά και σίγουρα και οι δυο θα ήταν στην λειτουργία. Αποφάσισε να πάρει τη Μαριγώ με την ελπίδα να τη βρει σπίτι. Με ανακούφιση άκουσε τη φωνή της. Θα της ήταν δύσκολο να μιλήσει σε κάποιον άλλο.
“Μαριγώ”, της είπε με σπασμένη φωνή. “Πως είναι οι γονείς μου”;
“Ώστε ξέρεις Ρηνούλα”;
“Το έμαθα από τον Μάρκο, δουλεύω κοντά του τώρα”.
”Τον Μάρκο του μπάρμπα Λουκά”;
“Ναι, είμαι οικιακή βοηθός τους και μένω μαζί τους. Λοιπόν δεν μου απάντησες”.
“Όπως το φαντάζεσαι. Βαριά το πήραν, ο παπάς περισσότερο. Του είχε αδυναμία”.
“Θα τους πάρω αργότερα που θα έχουν επιστρέψει! Ελπίζω να δεχθούν να μου μιλήσουν”!
“Να είσαι σίγουρη! Το περιμένουν πως και πως! Σε λίγο θα πάω και γω να τους δω. Θα τους προετοιμάσω για το τηλεφώνημα. Μην ανησυχείς”.
“Σημείωσε κάπου το τηλέφωνο του σπιτιού. Μπορείς να με παίρνεις όποτε θέλεις. Συνήθως μόνη με τα παιδιά είμαι εδώ”.
Έκλεισαν το τηλέφωνο, μα της Ρηνιώς κάτι δεν της πήγαινε καλά. Η χροιά στη φωνή της Μαριγώς την παραξένεψε. Δεν ήταν η συνηθισμένη γλυκιά καλοσυνάτη Μαριγώ, σαν κάποιος άλλος άνθρωπος να μιλούσε με το στόμα της. Εντάξει μπορούσε να καταλάβει την φόρτιση των στιγμών που ζούσαν στο χωριό εξ αιτίας του θανάτου του Γρηγόρη, όμως αυτό δεν μπορούσε να εξηγήσει την ψυχρότητα με την οποία αντιμετώπισε το τηλεφώνημα της.
“Μήπως κι εκείνη πιστεύει πως το φταίξιμο είναι δικό μου;”, αναρωτήθηκε, καθώς βέβαια δεν μπορούσε να φανταστεί την τρομερή αλήθεια.
Βγήκε και περπάτησε μηχανικά προς την αγορά. Έπρεπε να κάνει τα αναγκαία ψώνια για το Σαββατοκύριακο, αλλά και να προσπαθήσει να συνέλθει από το σοκ της μακάβριας είδησης. Από τότε που εγκαταστάθηκε στη βίλα της Εκάλης, πολύ σπάνια συναντιόταν με τον Αντώνη, και πάντα κάτω από μεγάλες προφυλάξεις. Δεν είχε σκοπό ο υπαστυνόμος, να διακινδυνεύσει το αποτέλεσμα της επιχείρησης, και προτιμούσε να θυσιάσει το αίσθημα, που ένιωθε για τη Ρηνιώ. Τουλάχιστον μέχρι να έρθει το αίσιο τέλος. Η Ρηνιώ ένιωθε να ασφυκτιά, μέσα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα που ήταν αναγκασμένη να ζει. Μαθημένη στους ανοικτούς ορίζοντες της ζωής της στην ύπαιθρο, αδυνατούσε να προσαρμοστεί στην καινούργια πραγματικότητα. Αν έκανε υπομονή, ήταν μόνο γιατί αισθάνονταν μεγάλη υποχρέωση στον Αντώνη. Εντάξει όχι μόνο, τον συμπαθούσε κιόλας, ίσως και να ήταν ερωτευμένη μαζί του.
Παρακαλούσε να βρει τον τρόπο να τελειώνει με αυτή την ιστορία, γιατί κατά βάθος είχε δεθεί με τον Μάρκο και την οικογένεια του. Ο θάνατος του Γρηγόρη ίσα που την άγγιξε. Τίποτα δεν την έδενε με αυτόν τον τυχοδιώχτη, εκτός από ένα συμβατικό γάμο. ΄Όχι πως ήθελε το κακό του, αλλά δεν θα έκοβε και τις φλέβες της για το χαμό του! Όσο για τον Μηνά; Αυτός είχε πεθάνει μέσα της, μετά την άνανδρη στάση του. Ένας δειλός ανθρωπάκος, που απλά αναζητούσε την περιπέτεια, δίχως όμως να αναλογίζεται τις συνέπειες, ούτε να αναλαμβάνει το βάρος των ευθυνών του. Ένα τίποτα, που της κατάστρεψε τη ζωή!
Διάλεξε λαχανικά από τον πάγκο, χωρίς να κοιτάζει καν την ποιότητα τους. Το μυαλό της δεν είχε χώρο για τέτοιες καθημερινές λειτουργίες. Στην σκέψη της κυριαρχούσε η ανάμνηση μιας ζωής που έχασε για μια στιγμιαία ηδονή, και ο πόνος για το κακό που προξένησε στους μόνους ανθρώπους που την αγάπησαν και τους αγάπησε. Στους γονείς της! Μπήκε στον πρώτο τηλεφωνικό θάλαμο και σχημάτισε τον αριθμό. Η καρδιά της κτυπούσε σε ακανόνιστους ρυθμούς. Η αγωνία για την αντίδραση των γωνιών της, της έκοβε τα γόνατα.
”Παρακαλώ!”, άκουσε τη φωνή της μάνας, στην κλασική φράση που χρησιμοποιούσε στο τηλέφωνο. “Μάνα!”, κατόρθωσε να πει.
”Παιδί μου !”, της απάντησε με λαχτάρα.”Δόξα τω Θεώ, που μας θυμήθηκες “!
“Ποτέ δεν σας ξέχασα μάνα! Μόνο φοβόμουν, κι ακόμα φοβάμαι να σου πω”!
“Εμάς φοβάσαι αγάπη μου! Οι μόνες χαρές στη ζωή μας είστε εσείς τα παιδιά μας”!
“Το ξέρω, αλλά σας πίκρανα πολύ”!
“Μην το ξαναπείς καρδιά μου! Έκανες ένα λάθος, χριστιανοί είμαστε, μάθαμε να συγχωρούμε”!
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου