ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2023

ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ (47η συνέχεια, Η αναχώρηση)

 Δείτε εδώ  τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


Οι κραυγές της ξεσήκωσαν το χωριό. Ακόμα και στον καφενέ οι λιγοστοί θαμώνες αναστατώθηκαν. Πρώτη έφτασε η Λεμονιά. Μπροστά στο μακάβριο θέαμα την έπιασε υστερία. 

“Βασίλη, Βασίλη!”, επαναλάμβανε διαρκώς με απόγνωση, ενώ ταυτόχρονα ταρακουνούσε το άψυχο σώμα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τον συνεφέρει. Σε λίγα λεπτά είχαν μαζευτεί όλοι στο σπίτι του δράματος. Κάποιοι κάλεσαν ασθενοφόρο, αλλά ο αγροτικός γιατρός, που κατέφθασε κι αυτός ειδοποιημένος ήταν ξεκάθαρος. Ο Βασίλης ήταν νεκρός! 

“Ανακοπή ή βαρύ έμφραγμα”, ήταν η γνωμάτευση του. Γνώμη που θα επιβεβαίωνε την άλλη μέρα και η νεκροψία. Οι σκηνές που εκτυλίχτηκαν όταν επέστρεψε η Βασίλαινα, θύμιζαν αρχαία τραγωδία. Χτυπιόταν και τραβούσε τα μαλλιά της, βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Μόνο μετά από δυο ηρεμιστικές ενέσεις που της έκανε ο γιατρός, έπεσε εξουθενωμένη στον καναπέ, κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι, δίχως να βγάζει κουβέντα. Το σπίτι όλη νύχτα ήταν γεμάτο επισκέπτες, γυναίκες κυρίως, που είχαν έρθει να συμπαρασταθούν σε μάνα και κόρη. 

Η Δήμητρα με τη Μαρίνα είχαν αναλάβει να φτιάχνουν καφέδες σε όσους ξαγρυπνούσαν. Εντύπωση έκανε σε όλους η ψυχραιμία με την οποία αντιμετώπιζε η Μαριγώ την περίσταση. Ένας τόσο ξαφνικός και απρόσμενος θάνατος τόσο αγαπημένου προσώπου, κανονικά θα έπρεπε να την είχε τσακίσει. Αντίθετα! Μπαινόβγαινε άνετη σερβίροντας τους καφέδες, λες και όλο αυτό αφορούσε οποιονδήποτε άλλον εκτός από την ίδια. 

 “Πολύ αλλαγμένη η Μαριγώ”, μονολόγησε η Μαρίνα. 

“Άλλος άνθρωπος πραγματικά”! “Ίσως κρύβει τον πόνο της, για να δίνει κουράγιο στη μάνα της”, τη δικαιολόγησε η Δήμητρα. 

 “Ίσως”, απάντησε μονολεκτικά η Μαρίνα δίχως να το πολυπιστεύει. 

 “Το μόνο μαύρο που έχω είναι ένα φόρεμα” είπε ξαφνικά η Μαριγώ. “Μάλλον όμως είναι αρκετά κοντό για την περίσταση! Δεν θα ταιριάζει, έτσι δεν είναι”;

 “Ασφαλώς και όχι!”, απάντησε εκνευρισμένη η Μαρίνα. “Θα σου δανείσω εγώ μια φούστα αρκετά σεμνή και μια κλειστή μπλούζα”. 

 “Και δεν τα μπορώ καθόλου τα μαύρα!”, είπε η Μαριγώ με φανερή δυσαρέσκεια. “Ηλίθιες προκαταλήψεις να μαυροντύνεσαι στα καλά καθούμενα”! 

 “Μαριγώ τι λες;”, αγρίεψε η Μαρίνα. “Για το θάνατο του πατέρα σου πρόκειται”! 

 “Και λοιπόν; θα τον φέρουν πίσω τα μαύρα μου ρούχα”; 

 “Όχι βέβαια! Όμως αυτός είναι ο τρόπος που τιμούμε τους νεκρούς μας και δείχνουμε τη συντριβή μας για το χαμό τους! Εκτός πια αν δεν μας λυπεί και τόσο ο θάνατός τους!”απάντησε η Μαρίνα με μια δόση καχυποψίας στη φωνή της. 

 Η Μαριγώ έκανε μια χειρονομία απαξιωτική και βγήκε από την κουζίνα. 

 ”Μάλλον έχεις δίκιο Μαρίνα”, εξομολογήθηκε η Δήμητρα. “Κάτι συμβαίνει με τη Μαριγώ! Αν δεν το έβλεπα με τα μάτια μου, θα έλεγα πως υπερβάλλεις”!

Πάνδημη η συμμετοχή στην κηδεία του Βασίλη, που έγινε δυο μέρες μετά. Αγαπητός σε όλους παρ΄όλες τις ιδιοτροπίες του. Τραγικά πρόσωπα η Βασίλαινα και ο πατέρας του νεκρού. Αν και είχαν χρόνια να μιλήσουν με το γιο του, ο θάνατος του τον συντάραξε. Στιγμή δεν ξεκόλλησε πάνω από το φέρετρο, κλαίγοντας και μοιρολογώντας. Όσο για τη Βασίλαινα; Χαμένη στον κόσμο των ηρεμιστικών παραληρούσε αναφέροντας διαρκώς και μονότονα το όνομα του άντρα της. 

 Η Μαριγώ φορούσε συνεχώς τα μαύρα γυαλιά ηλίου, όχι για να κρύψει τα δάκρυα της, που άλλωστε δεν υπήρχαν, αλλά την απάθεια της για το γεγονός! Η αναγούλα που ένιωθε κάθε φορά που έμπαινε στην εκκλησία τους τελευταίους μήνες, ήταν το μόνο αληθινό συναίσθημα που είχε. Αναγκάστηκε να παρακολουθήσει με φρίκη την τελετή, και να υποστεί και τον επικήδειο που εκφώνησε ο κοινοτάρχης. Το πρόσωπο του νεκρού ήρεμο, κι αν δεν υπήρχε η χαρακτηριστική χλομάδα, θα νόμιζες πως κοιμάται. “Καλή δουλειά έκαναν με το μακιγιάζ”, σκέφτηκε με ειρωνεία η Μαριγώ. “Αν του έβαζαν και λίγο ρουζ, θα ήταν καλύτερος κι από ζωντανός”! 

Όταν τελείωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, άρχισε το μαρτύριο της! Έπρεπε να υποκριθεί τη συντετριμμένη κόρη, σε όλους αυτούς που έρχονταν να τη συλλυπηθούν. Κοίταξε το ρολόι της. Δώδεκα παρά είκοσι. Μέχρι τη μία θα είχαν τελειώσει όλα. Προλάβαινε να ετοιμάσει τα πράγματα της και να φύγει για πάντα από το νησί, όπως το είχε σχεδιάσει. Ακολούθησε την πομπή ως το νεκροταφείο, δίχως καθόλου να αγκαλιάσει τη μάνα της που σερνόταν στηριγμένη στο μπράτσο του πεθερού της. Με κόπο κατόρθωσε να φωνάξει μια δυο κουβέντες οδύνης την στιγμή που κατέβαζαν τον Βασίλη στον τάφο. Στον καφέ της παρηγοριάς αν και αναγκαστικά κάθισε δίπλα στη μητέρα της, δεν γύρισε να της ρίξει ούτε μια ματιά. Μόνο το ρολόι κοιτούσε ανυπόμονα. Στις μία παρά δέκα επέστρεψαν σπίτι. Κάποιες γυναίκες θέλησαν να τις ακολουθήσουν, αλλά η Μαριγώ με όση ευγένεια μπορούσε να υποκριθεί, τις απέτρεψε με την δικαιολογία πως έπρεπε να ηρεμήσουν και να ξεκουραστούν, μετά την ένταση των ημερών. 

 Με το που μπήκαν σπίτι η Βασίλαινα σωριάστηκε βαριά στην καρέκλα. Η επήρεια των φαρμάκων είχε αρχίσει να υποχωρεί και ο πόνος δυνάμωνε λεπτό με το λεπτό. Τόσο ξαφνικά, τόσο άδικα να χάσει τον άντρα της, δεν το χωρούσε το μυαλό της. Ο Βασίλης στον τάφο, η μάνα φυτό, ευτυχώς της απόμεινε η Μαριγώ! Που να ήξερε η δύστυχη το επόμενο χαστούκι της μοίρας! Η Μαριγώ έφτιαξε μια βαλίτσα με ρούχα, πήρε τα λεφτά από το υπόγειο(πεντακόσιες σαράντα χιλιάδες) και μπήκε στην κουζίνα. Τα μάτια της Βασίλαινας γέμισαν τρόμο. 

 ”Που πας παιδί μου με τη βαλίτσα στο χέρι”: 

 “Φεύγω”, της απάντησε ψυχρά.



Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου