ΣΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ ΤΗΝ ΑΚΡΗ Η ΒΡΟΧΗ
Έσταζε τ’απόβραδο σιωπή,
σκάλωναν οι ώρες, στο ρόλοι.
Έπλεκα, θλιμμένο μοιρολόι,
με τα λόγια, που δεν σού’χα πει.
Άπλωναν τ’αστέρια, τις σκιές,
μάτωνε τη νύχτα, το φεγγάρι.
Η καρδιά, ποθούσε να σαλπάρει,
ονειροταξίδι, ως το χτες.
Τότε πού’σουν, Έρωτας εσύ,
και τρυγούσα των χειλιών τη γύρη,
στ’όμορφο του Ιούλη, πανηγύρι,
τ’ Αη Λιά, σ’εκείνο το νησί.
Κι έρχονταν τ’αγέρι του βοριά,
τρυφερά, ν’αγγίξει τα μαλλιά σου.
Πέλαγο βαθύ, η αγκαλιά σου,
μέσα μ’έκλεινες, μ’απλοχεριά.
Μα ένα βράδυ, νύχτα της σιωπής,
σού’ταξε ο χάρος, δαχτυλίδι!
Κίνησες για το μακρύ ταξίδι,
δίχως, μια κουβέντα να μου πεις!
Στων ματιών την άκρη, η βροχή,
χρόνια, περιμένω μια σου λέξη!
Πόσο πια, η καρδιά μου να αντέξει;
Ένα τέλος πού’ρθε στην αρχή!
Κι έμεινα εδώ, να καρτερώ,
έξω απ’του παράδεισου, την πύλη.
Μήνυμα ο Άγγελος, να στείλει,
όνειρό μου, να σε ξαναβρώ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου