Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα σε ενιαίο κείμενο
Η Αρχοντούλα τις τελευταίες ημέρες δεν αισθανόταν στα καλύτερα της. Τρομεροί πονοκέφαλοι την βασάνιζαν και δεν περνούσαν ούτε και με τα πιο ισχυρά παυσίπονα. Προσπάθησε να το κρύψει από τον παπά όμως την πρόδιδε η χλομάδα του προσώπου και οι μορφασμοί πόνου όταν ο πόνος γινόταν αφόρητος. Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις του παπά Διονύση να τη δει γιατρός εκείνη το αρνιόταν πεισματικά. Κι αυτό γιατί σχεδόν πάντα οι πόνοι συνοδεύονταν από αναμνήσεις. Όχι ιδιαίτερα σημαντικών όμως θεωρούσε πως ήταν προάγγελοι αποκαλύψεων.
Μαγείρεψε με δυσκολία αγκινάρες με αρακά και έπεσε να ξαπλώσει. Ο παπάς είχε αγρυπνία στην εκκλησία και θα ερχόταν ξημερώματα. Δεν της ζήτησε να τον ακολουθήσει συμμεριζόμενος την κατάσταση της.
Ούτε τα ρούχα της δεν είχε τη δύναμη να βγάλει και έπεσε με αυτά στο κρεβάτι. Ο πόνος είχε δώσει τη θέση του σε ένα τρομερό βουητό, λες και χιλιάδες μέλισσες είχαν φωλιάσει στο κεφάλι της. Προσπάθησε να κλείσει τα μάτια όμως αυτή η κίνηση έκανε τα πράγματα χειρότερα. Εικόνες αλλοπρόσαλλες ξεπρόβαλαν από το υποσυνείδητο της φέρνοντας την σε κατάσταση υστερίας Παράξενες φιγούρες που άλλαζαν συνεχώς μορφές, τόποι που άλλοι της δημιουργούσαν φόβο και άλλοι μια ανεξήγητη νοσταλγία. Και φωνές, κραυγές πες καλύτερα. Όχι σαν της μικρής, πολύ περισσότερο τρομακτικές. Και τότε ένας άντρας που δεν διέκρινε το πρόσωπο του φώναξε δυνατά κάτι σαν προσταγή και τα οράματα διαλύθηκαν. Ύστερα Άκουσε θόρυβο σαν κάποιος να προσπαθούσε να σπάσει την πόρτα. Πετάχτηκε τρομαγμένη και συνειδητοποίησε πως αυτοί οι ήχοι δεν ήταν μέρος των οραμάτων της. Είδε από τη χαραμάδα το φως ενός φακού και κατάλαβε πως κάποιοι μπήκαν στο σπίτι, όχι ασφαλώς με καλό σκοπό. Αν και αισθανόταν χάλια κατάφερε να χωθεί στην κουζίνα και ανοίγοντας την πόρτα που έβγαζε στο δρόμο άρχισε να τρέχει. Ούτε η ίδια ήξερε που βρήκε τη δύναμη να το κάνει. Λαχανιασμένη και κατάκοπη έφτασε στην εκκλησία. Εδώ θα ήταν σχετικά ασφαλής, γιατί μέσα υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι που συμμετείχαν στην αγρυπνία.
Κάθισε αποκαμωμένη σε μια καρέκλα τρέμοντας ολόκληρη. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε φοβηθεί περισσότερο! Ήταν σίγουρη πως ο άγνωστος ή οι άγνωστοι δεν ήταν απλοί διαρρήκτες. Οι προειδοποιήσεις του Αντώνη τελικά φαίνεται πως είχαν βάση, Κάποιοι την θέλουν νεκρή χωρίς να μπορεί να καταλάβει το γιατί.
Ο παπά Διονύσης μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία της ξαφνιάστηκε. Για μια στιγμή μπέρδεψε τα λόγια της ευχής και χρειάστηκε να τον διορθώσει ο ψάλτης. Η όψη της φανέρωνε την ταραχή της ψυχής της και εκείνος ανήμπορος να βοηθήσει τουλάχιστον μέχρι το τέλος της αγρυπνίας. Αυτό που μπορούσε να κάνει ήταν αυτό που ήξερε καλύτερα, να προσευχηθεί!
Μετά από δυο περίπου ώρες τελείωσε η Λειτουργία και αφού μοίρασε το αντίδωρο και έκανε κατάλυση, βγήκε από το ιερό. Στην εκκλησία μόνο οι δυο τους και ο ψάλτης είχαν απομείνει κι αυτός όμως ετοιμαζόταν να φύγει.
«Τι συμβαίνει Αρχοντούλα;», τη ρώτησε αφού κάθισε δίπλα της. «Μοιάζεις σαν να είδες φάντασμα!».
Του εξήγησε με όλες τις λεπτομέρειες ότι συνέβη και ο παπάς χλόμιασε. Αφού έφτασαν στο σημείο να εισβάλουν στο σπίτι, τότε ήταν αποφασισμένοι για όλα!
«Νομίζω πως πρέπει να ειδοποιήσουμε την αστυνομία! Τα πράγματα ξεφεύγουν και εμείς είμαστε ανήμποροι να τους αντιμετωπίσουμε.
«Και πιστεύεις παπά μου πως μπορούν να μας προστατέψουν; Τι θα κάνουν; Θα βάλουν μήπως φρουρά όλο το εικοσιτετράωρο για να μας φυλάνε;».
«Τότε τι προτείνεις να κάνουμε;», ρώτησε κουρασμένα ο παπάς.
«Να μείνουμε εδώ για λίγες μέρες ή μάλλον νύκτες. Απέναντι είναι γραφεία κομμάτων και υπάρχει φύλαξη μέρα νύχτα. Δεν θα τολμήσουν να πλησιάσουν εδώ.».
Δεν του φάνηκε άσχημη ιδέα και παρόλο που θα έχαναν τις ανέσεις τους, τουλάχιστον θα έσωζαν τις ζωές τους.
Έφτιαξαν καφέ και με μερικά κουλουράκια ξεγέλασαν την πείνα τους. Όταν ξημέρωσε για καλά γύρισαν σπίτι. Με το φως της ημέρας και την κίνηση στους δρόμους κινδύνευαν λιγότερο και αυτό θα έκαναν και τις υπόλοιπες μέρες. Μόνο όταν σουρούπωνε θα επέστρεφαν στην εκκλησία. Ο παπάς τηλεφώνησε στον Αντώνη για να τον ενημερώσει σχετικά με τα χθεσινοβραδινά συμβάντα. Εκείνος επιδοκίμασε την απόφαση τους να μην μένουν τα βράδια στο σπίτι, ωστόσο επεσήμανε πως αυτό από μόνο του δεν ήταν αρκετό. Χρειάζονταν επαγγελματική προστασία και θα φρόντιζε να πείσει τη Δανάη να την ζητήσει από την υπηρεσία
Μάζεψαν όσα πράγματα μπορούσαν να κάνουν κάπως πιο άνετη τη διαβίωση τους στην αίθουσα του ναού και τα μετέφεραν εκεί. Ο παπάς θα αγόραζε δυο ράντζα για να κοιμούνται και πλαστικά πιάτα και ποτήρια για να μην χρειάζονται πλύσιμο.
«Ξέρεις παπά», είπε η Αρχοντούλα όταν κάθισαν λίγο να ξαποστάσουν από την κούραση της μεταφοράς. «Νομίζω πως θυμήθηκα κάτι σημαντικό! Πιστεύω πως έχω κι άλλο παιδί! Ένα αγοράκι που ήρθε το βράδυ στον ύπνο μου, όταν για λίγο έκλεισα τα μάτια στην καρέκλα. Με φώναξε μαμά και έπεσε στην αγκαλιά μου. Θεέ μου! Τι όμορφο που ήταν! Μόνο που δεν έμοιαζε και τόσο της μικρής. Άλλο χρώμα μάτια, άλλο χρώμα μαλλιά, καστανά και τα δυο, σε αντίθεση με τα κατάμαυρα της μικρής. Άκουσα και μια αντρική φωνή να με φωνάζει, όχι με το όνομα μου. «Γυναίκα γύρισα», είπε και τον άκουσα να ανεβαίνει τις σκάλες, γιατί το σπίτι του ονείρου μου ήταν δίπατο. Δυστυχώς το δικό του πρόσωπο δεν πρόλαβα να το δω, γιατί εκείνη τη στιγμή ξύπνησα».
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου