Άνοιξε τα παντζούρια. Το φως του πρωινού ήλιου μπήκε άφθονο και ζωηρό στο σκοτεινό δωμάτιο. Θα πρέπει να είχε ανατείλει κάμποση ώρα πριν. Το σιδερένιο στρογγυλό τραπέζι βρισκόταν στη μέση του μικρού μπαλκονιού. Δίπλα δυο ξύλινες καρέκλες με ψάθινο κάθισμα, η μια αριστερά κι η άλλη δεξιά. Η μια κοιτούσε την άλλη σα να πρόδιδαν τις ανθρώπινες φιγούρες που εχθές το βράδυ τις κούραζαν με το βάρος τους. Τα αποτσίγαρα, αφημένα μέσα στο σιδερένιο τασάκι, είχαν σχηματίσει ένα μικρό όγκο που θύμιζε μικρογραφία βουνού.
Εκείνο το μπαλκόνι της είχε μείνει αλησμόνητο. Τα βράδια των θερινών μηνών ήταν
ανεπανάληπτα σε αυτό. Στενά δρομάκια, σπίτια, τα πιο ψηλά διώροφα με μικρά μπαλκόνια που συναγωνίζονταν το ένα το άλλο σε ομορφιά και εκλεπτυσμένη δομή.Πόσες και πόσες νύχτες είχε ανοίξει τα εσώψυχά της στη φιλενάδα της την Τασούλα! Τα λέγανε οι δυο τους τα Σαββατοκύριακα που οι γονείς της πηγαίνανε στο εξοχικό τους στην Κηφισιά. Παρέα με ένα μπουκάλι κρασί και απαγορευμένα τσιγάρα που στα χείλη τους έπαιρναν υπόσταση ζώντων οργανισμών, μεγαλουργούσαν στη φαντασία και τα όνειρα.
Στα δεκαοχτώ της κάθε επαφή με απολαύσεις των μεγάλων θεωρούνταν απαγορευμένη. Η θέση άλλωστε μιας γυναίκας ήταν στην υπηρεσία τους αντρός της. Ακόμα και για μια αστή.
Κάθισε στο μικρό μπαλκόνι και άναψε το πρώτο τσιγάρο της μέρας. Το σπίρτο καθώς το έτριψε γοργά πάνω στην πλαϊνή πλευρά του κουτιού έκανε τσουφ, έναν ήχο βαρύ αλλά συγκεκριμένο και φωτιά γέννησε στην κορυφή του. Το έφερε στην άκρη του τσιγάρου της και το άναψε. Απόθεσε το αποκαΐδι στο τασάκι και κάθισε να κοιτά πέρα το απέναντι σπίτι.
Την Τασούλα εχθές το βράδυ είχε έρθει να την πάρει ο γιος της. Δυο στενά παρακάτω έμενε αλλά τα γηρατειά δε λογαριάζουν κάτι τέτοια. Όταν σε βρίσκουν δε σε ρωτούν. Δρόμοι που άλλοτε φάνταζαν εύκολοι στο διάβα τους τώρα αγκομαχώντας περπατιόντουσαν πάντα με το φόβο μια πτώσης με απρόβλεπτα αποτελέσματα.
Η Τασούλα ποτέ δεν έγινε φανατική του τσιγάρου. Πάντα ερασιτέχνης και εγκρατής. Εκείνη όμως! Όπου μύριζε ασύνορα χωράφια όργωνε. Και το αλκοόλ δεν έκοψε και το τσιγάρο δε σταμάτησε. «Εγώ με ένα τσιγάρο θα αποχωρήσω από τη ζωή» έλεγε στη φιλενάδα της. «Όχου!!! Τι έχω να φοβηθώ μωρέ; Παιδιά δεν έχω, γάτες και σκυλιά δεν με θέλουν, οπότε γιατί να σκάω; Αυτό εδώ όμως το άτιμο, μια ζωή μαζί μου στέκεται. Σε χαρές και λύπες» απαντούσε στην Τασούλα όταν της έκανες παραινέσεις για τις κακές της συνήθειες, για τους εθισμούς της. «Άκου να σου πω, Τασούλα. Εμένα ο Θεός με προίκισε με χάρες πολλές. Το παιδί όμως μου το στέρησε. Με έπλασε όμως για άλλα. Να προσφέρω χαρά στα σκέλια των αντρών και να γλυκαίνω τις αδύναμες ψυχές του. Με αυτό γεννήθηκα και αυτό καλλιέργησα και βελτίωσα. Είναι θέμα χαρίσματος. Όλοι έχουμε από δαύτο. Ο καθένας ξεχωριστό. Εσύ γεννήθηκες για οικογένεια. Και έγινες καλή μάνα. Μπράβο και σε μένα, μπράβο και σε σένα. Αλλά το τσιγάρο και το πιοτό μου είναι αναγκαία για να κατεβάζω κάτω τις έγνοιες των άλλων.»
Μια φορά είχε ερωτευθεί στη ζωή της. Τον θυμόταν καλά. Η νύχτα, η μια και μοναδική που πέρασαν μαζί, της είχε αποτυπωθεί στο χαρούμενο κομμάτι της μνήμης της. Είχε καθίσει απέναντί της. Ένα τραπέζι χαμηλό τους χώριζε, με ένα κέντημα χειροποίητο κάτω από το τζάμι που το σκέπαζε. Εκείνη στη μια πολυθρόνα, δίπλα από το κομοδίνο με το παλιό πορτατίφ κι εκείνος στην άλλη δίπλα από το ψηλό επιδαπέδιο φωτιστικό. Σε μια στιγμή της είχε πει:
-Ωραίο σημείο για να ρουφάς τις λέξεις από ένα καλό βιβλίο. Έτσι δεν είναι;
Κι εκείνη είχε απαντήσει τόσο αυθόρμητα.
-Ωραίο σημείο για να ζεσταίνεις τις μελαγχολικές σου σκέψεις.
Έστω και για τόσο λίγο είχε επιτρέψει να μιλήσει το ιδιαίτερο κομμάτι του εαυτού της.
Εκείνος την είχε αφήσει να ξεθυμάνει, σαν να μην ειπώθηκε ποτέ αυτή η φράση από τα χείλη της, και γύρισε προς το φωτιστικό κοιτάζοντας το καπέλο του. Άπλωσε τα δάκτυλά του και με απαλή κίνηση τα ακούμπησε και έσυρε το δείκτη στην άκρη του, εκεί που τελείωνε. Ο δείκτης του διέσχισε ένα μεγάλο κομμάτι από το υφασμάτινο καπέλο του επιδαπέδιου φωτιστικού και σχεδόν σχημάτισε μια γραμμή σαν κύκλο γύρω από τη λάμπα.
-Σπουδαίο πράγμα η αφή, είπε. Αν συγκεντρωθείς καλά σε αυτή θα καταλάβεις πόσο συναρπαστική είναι. Μια αίσθηση γεμάτη από εικόνες. Περίεργο αλήθεια! Πως είναι δυνατό μια αίσθηση να ενσωματώνει μέσα της τη γεύση και των άλλων; Χνάρια αφήνεις πάνω στο δέρμα ενός αντικειμένου και εισπράττεις ζωή αισθητή αλλά μόνο για μάτια που είναι ανοιχτά.
Από εκείνες τις λιγοστές λέξεις τον ερωτεύτηκε. Δεν πήγε στο κρεβάτι μαζί του επειδή υποδουλώθηκε στη σκέψη του αλλά γιατί κάτι πολύ βαθύτερο είχε δει να υπάρχει, να κοχλάζει μέσα του.
Όνειρα δρασκέλισαν τη σκέψη της σε κείνο το μπαλκόνι εκείνο το πρωινό και πέρασαν αφήνοντας την ευχάριστη αύρα τους. Ένα όμορφο μικρό μπαλκόνι σαν και το δικό της κρεμόταν στον απέναντι τοίχο κι εκείνο με τις εκλεπτυσμένες ξύλινες καρέκλες του και το τραπέζι το σιδερένιο. Σαν μόλις χθες να ήταν που δυο ανθρώπινες φιγούρες κάθονταν εκεί. Στα αυτιά της ένιωσε την κουβέντα τους να φτάνει ζεστή, ανθρώπινη. Η ενέργεια μεταξύ τους να εκπέμπεται στο γύρω χώρο και οι όψεις των σπιτιών να παίρνουν ζωή. Χρώματα, σχέδια, φιγούρες που περπατούσαν στα στενά μοναχές.
Τι ωραία ήταν η Αθήνα τότε, σκέφτηκε σχεδόν φωναχτά. Ξεφύσησε αναπολώντας και τράβηξε μια ρουφηξιά γερή από την εικόνα που έβλεπε τόσα και τόσα χρόνια απέναντι από το δικό της σπιτικό. Μια ρουφηξιά εικόνας που με αυτή επέλεξε να αποχωρήσει από τα εγκόσμια…
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου