ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

Ίσως δεν είναι αργά (Διήγημα)

Περπατάει μόνος. Νοιώθει πως η ζωή του πήγε στράφι. 

Κάθε δρασκελιά και μια σκέψη στα χρόνια που φύγαν. Αισθάνεται φτωχός, μόνος και λίγος. Έφτασε τα πενήντα και η νέα δεκαετία της ζωής του τον φοβίζει. Διωγμένος από το σπίτι του. Η σύζυγός του δεν του φέρθηκε καλά. Τον παράτησε όπως θα άφηνε έναν εραστή της μιας νύχτας. Ο γιος του τον κατηγόρησε, πήρε το μέρος της μαμάς.

Δυσφορεί, γιατί καλείται να επανασχεδιάσει τη ζωή του. Νοιώθει άσχημα χωρίς σύντροφο και παιδί. Τον προβληματίζει το γεγονός ότι πρέπει να μάθει σε έναν τρόπο ζωής στον οποίο είναι

ασυνήθιστος. Αισθάνεται τις δυνάμεις του να τον αφήνουν. Δειλιάζει μπροστά στο πελώριο τείχος της μοναξιάς που ορθώνεται μπροστά του. Και εκείνο που τον τρώει κάθε μέρα, περισσότερο από όλα, είναι η απρόσμενη εκδίωξή του. Η ψυχρή και υπολογιστική σκέψη της γυναίκας του …ο μισθός του που πλέον δε είναι επαρκής… η σύζυγός του δεν τον έχει ανάγκη πια… ο γιος του είναι μπερδεμένος, δεν ξέρει αν τον αγαπά ή τον μισεί. Αλλά εκείνος, ο πατέρας, δε ζητά ανταλλαγή, μόνο μια στοιχειώδη ανταπόκριση.

Γυροφέρνει στους δρόμους της Αθήνας. Το σημερινό συννεφιασμένο απόγευμα ταιριάζει πολύ με την τωρινή του ψυχολογία. Σκυθρωπός, βαρύς, με δυσκολία κινεί τα πόδια του για να περπατήσει λίγα μόλις μέτρα.

Επιβιβάζεται στο λεωφορείο. Μια διαδρομή που οδηγεί στο κέντρο. Η κακοσχεδιασμένη πλατεία Ομονοίας τον τραβά όσο τίποτα άλλο. Η άσχημη διάθεση του τον οδηγεί μέρα με την ημέρα στο μαρασμό και ο μαρασμός φαντάζει για εκείνον λύτρωση.

Από το παράθυρο του λεωφορείου κοιτά σαν παρατηρητής τις εικόνες που περνάνε. Τις βλέπει και τις αφήνει, καθώς φεύγουν πίσω του. Δεν κοντοστέκεται κάπου συγκεκριμένα, άλλωστε δεν μπορεί. Έχει απομονωθεί από ώρα στις σκέψεις του για τη ζωή που έζησε όμορφα και έχασε ξαφνικά. Ίσως η αλήθεια είναι πως έγινε τμηματικά η απώλεια. Ίσως, μάλλον είναι σίγουρος τώρα πια, η ζωή του να έσβηνε χρόνο με το χρόνο και εκείνος, αφοσιωμένος στο να προσφέρει, δεν έβλεπε την πορεία της διαδρομής. Μπορούσε όμως να κάνει αλλιώς; αναρωτιέται. Πώς θα έδινε ό,τι πιο χειροπιαστό, ό,τι πιο πειθήνιο είχε στη ζωή του, δηλαδή τον ίδιο του τον εαυτό, αν αναλωνότανε στο να παρακολουθεί την κακή τροπή; Μπερδεύτηκε. Δεν κατάφερε να εκφράσει όπως θα ήθελε την αγάπη του και εστίασε στην υλική προσφορά. Παραμέλησε το μέρος της αγάπης που εκδηλώνεται με ένα λόγο, μια αγκαλιά, ένα στοργικό χαμόγελο.


Εικοσιπέντε χρόνια προσηλωμένος στην οικογένειά του, στον πιο ιερό δεσμό. Οι ανάγκες του και τα θέλω του προσαρμόστηκαν σε αυτά της οικογένειάς του. Η γέννηση του γιου του τον άλλαξε. Η πηγή της χαράς του έγινε η ευτυχία του παιδιού του. Ο αγώνας για να το μεγαλώσει του έδωσε χαρά και νόημα στην καθημερινότητα.

Τώρα πια συλλογίζεται: «Τέλειος γονιός δεν υπάρχει, όπως και τέλειος σύντροφος. Ακόμα πιο δύσκολα επιτυγχάνεται ο συνδυασμός και των δυο. Αμοιβαίες υποχωρήσεις, λοιπόν, ή αμοιβαία προσπάθεια για να βρεθούν τα σημεία σύγκλισης; Τι προέχει σε μια σχέση μεταξύ πατέρα και γιου, άντρα και γυναίκας; Η συμφωνία των απόψεων οδηγεί στην ευτυχία; Και καλά, το ρόλο μου ως σύζυγος τον έχασα μόλις γεννήθηκε το παιδί μου. Φταίει και η πρώην γυναίκα μου για αυτό. Ως πατέρας όμως, γιατί δε στάθηκα στο ύψος των περιστάσεων; Θα μου συγχωρέσει ποτέ αυτή μου την αδυναμία ο γιος μου; Ποιος κανόνας με καθήλωσε στη μονόπλευρη εκδήλωση της αγάπης μου, κάνοντάς με να υποσκελίσω όλες τις άλλες της διαστάσεις;»

Ο πόνος δεν είναι καλός συμβουλάτορας. Τον πείθει πως δεν υπάρχει πουθενά ευτυχία. Κοιτάει, ολοένα γύρω του, πρόσωπα σκεπτικά, μπορεί και δυστυχή, θέλει κατά βάθος να ρουφήξει όλο τον κόσμο μέσα στο δικό του μαρασμό. Έχει αδήριτη ανάγκη να καταβροχθίσει ότι υγιές υπάρχει, να το κάνει όμοιό του. Δεν αξίζει στους άλλους να χαίρονται, δεν αρμόζει το χαμόγελο σε κανέναν. Ετούτος ο πλανήτης πλάστηκε για να υπενθυμίζει το ψεγάδι στην τέχνη του δημιουργού. Πουθενά δεν υπάρχει το αλάνθαστο. Η ύπαρξη, η αρτιότητά της, όλο και κάπου θα σκοντάψει σε κάποιο παράσιτο.

Αυτός ο ασίγαστος δυναμισμός που τον συντρόφευε τα προηγούμενα χρόνια, τώρα δείχνει να εγκαταλείπει τη στέγη του. Νιώθει κενός, μετέωρος, δε βρίσκει σημείο να πιαστεί για να αντέξει τη συνέχεια. Και, ω θεέ μου, είναι τόσο δειλός που δε διαθέτει τη δύναμη ακόμα και το τέλος του να καθορίσει. Ψάχνει να βρει στη συντροφιά των ανθρώπων, στο μόνο δεκανίκι που θα ήθελε να ακουμπήσει, την πληρότητα, αλλά ξέρει καλά πως από μέσα του και μόνο μπορεί να ξεχυθεί εκείνο το ζεστό ρεύμα αισιοδοξίας που κάνει τη ζωή των ανθρώπων να αποκτά νόημα.


Δεν είναι άνθρωπος των ακροτήτων. Πάντα πειθαρχημένος σαν ευσυνείδητος στρατιώτης στην υπηρεσία της οικογένειάς του. Η μόνη του κατάχρηση αυτό το αναθεματισμένο τσιγάρο, το μόνο που στέκεται ενάντια στο άσπρισμα των γενιών του, δίνοντας λίγο χρώμα σε αυτά καθώς και στις μελαγχολικές του στιγμές. Καίει για ώρες χωρίς σταματημό στο στόμα του και φαντάζει σαν ιερέας που προσπαθεί να δώσει άφεση στις αμαρτίες του και να εξαγνίσει τις τύψεις του.

Είναι τόσο ατημέλητος που εύκολα κάποιος θα τον μπερδέψει με έναν άστεγο. Το γούστο που είχε κάποτε χάθηκε, για εκείνον όλα μοιάζουν ίδια. Η δουλειά του είναι η μόνη διέξοδος ώστε να στέκεται όρθιος, η οποία σαν καλοκουρδισμένο ρολόι του υπενθυμίζει να γυρνάει σελίδα κάθε μέρα στο ημερολόγιό του.

Είναι μέρες που ξυπνάει άκεφος σα σήμερα. Από εδώ και στο εξής οι μέρες για αυτόν δεν έχουν νόημα. Το γήρας, τα στερνά του χρόνια, είναι τα μόνα που αντικρίζει στο βάθος του ορίζοντα. Τα περιμένει στωικά. Σχεδόν έχει παραιτηθεί. Ούτε η επιβίωσή του δείχνει να τον ενδιαφέρει. Παρατηρεί τις ρυτίδες που βαθαίνουν, τα λιγοστά μαλλιά του, όπου και τα εναπομείναντα χρωματιστά χάνουν πια τη ζωντάνια τους, τα γένια του που πληθαίνουν άσπρα μέσα στην άλλοτε πυκνή μαύρη μάζωξη. Τέτοιες μέρες, σαν και σήμερα, επιζητά σχεδόν με μανία να μιλήσει σε κάποιον, να μονολογήσει, να του αποκαλύψει τις εσώτερες πληγές του, να ζητήσει τη γνώμη του, ενώ στην πραγματικότητα γνωρίζει πολύ καλά την αλήθεια. Θέλει μόνο να εισπράξει ένα βλέμμα συμπαράστασης, να ακούσει δυο λόγια συμπόνιας. Γνωρίζει πλέον τι έπρεπε να είχε πράξει και τι όχι, πού έσφαλε και πού υπήρξε σωστός. Απλά και μόνο θέλει μια ανθρώπινη παρουσία απέναντί του, να νιώσει την αύρα της, την ενέργειά της, τη ζεστασιά της νοημοσύνης.

Καταφύγιο για απόψε θα βρει στον ανιψιό του. Σαν άλλοτε τον κρατούσε στην αγκαλιά του, μωρό, το δεύτερο του αδερφού του, και τώρα εκείνος έκανε το δικό του παιδί. Κόρη. Μια κόρη που και ο ίδιος πάντα ήθελε. Θα δει το θαύμα, ένα νέο άνθρωπο, για τον οποίο η ζωή ξεδιπλώνεται μπροστά του με όλες της τις πτυχές και κρυφά θα ευχηθεί να μην κάνει και εκείνος λάθη, όπως έκανε ο ίδιος. Θα πει στον ανιψιό του να είναι καλότυχο το παιδί, αν και ξέρει πως τύχη δεν υπάρχει. Ο καπετάνιος του ανθρώπου είναι ο ίδιος του ο εαυτός. Θα ήθελε να του πει ακόμα περισσότερα αλλά τα λόγια του εγκλωβίζονται, γιατί ο ίδιος αποτελεί κακό παράδειγμα. Δεν του αξίζει να συμβουλεύει. Ένα χαμόγελο, μάλλον, για αυτές τις περιστάσεις είναι αρκετό. Μεταδίδει καλύτερα αυτά που θα ήθελε να εκφράσει λεκτικά, μεταφέρει περισσότερα από ότι τα λόγια.

Θα κάτσει με τον ανιψιό του να πιει καμιά μπύρα, σίγουρα θα τσιμπήσουν και κανένα μεζέ, και θα μιλήσουν όπως τότε όπου εκείνος ήταν πιο νέος και ο ανιψιός του έφηβος. Θα χαλαρώσουν, αναπολώντας και σχολιάζοντας πρόσωπα και γεγονότα, κάποια που πέρασαν και άλλα που συμβαίνουν τώρα, ανέξοδα και αβλαβώς, και θα καταλήξουν στις σκέψεις του, τις οποίες κρατάει μέσα του και θέλει τόσο πολύ να βγάλει προς τα έξω. Είναι πεπεισμένος πως απέναντί του θα στέκεται ο κατάλληλος άνθρωπος για τούτη τη στιγμή. Ένας ακροατής, ή μάλλον κάτι παραπάνω, ένας εξομολόγος, ένας συμπαραστάτης, όπου μιλώντας του θα έρθει και η κάθαρση. Θα εισπράξει τη θαλπωρή της νέας οικογένειας και θα ξεχαστεί για λίγο, καθώς το μυαλό του θα φέρει στην επιφάνεια παλιές, γεμάτες αγάπη, στιγμές με τη γέννηση του γιου του και με τον πρότερα ευτυχισμένο έγγαμο βίο του. Θα πληγωθεί από τη μια, αλλά, πέραν οποιασδήποτε λογικής, θα ευφρανθεί και η καρδιά του, ένα μείγμα παράδοξου συναπαντήματος και θα αποχωρήσει έχοντας μια γλυκόπικρη γεύση στην ψυχή του.

Εύχεται το μετρό να έρθει γρήγορα μην τυχόν και προλάβει κάποια κακιά σκέψη και τρυπώσει πάλι στο πρόσκαιρα γαληνεμένο του μυαλό. Αν αργήσει έστω και δέκα λεπτά, ίσως να είναι αργά. Οι στιγμές ευτυχίας του δεν κρατάνε για πολύ, ούτως ή άλλως.

Άλλο ένα βράδυ θα περάσει μόνος, νιώθοντας εγκλωβισμένος στους τέσσερις τοίχους της γκαρσονιέρας του. Θα κοιμηθεί όμως γρήγορα, γιατί οι ώρες που κλείνει τα μάτια καθημερινά είναι λιγοστές και ο συνδυασμός φαγητού και μπύρας αποδυνάμωσε την ακούσια αντίστασή του στο πέπλο του ύπνου. Θα είναι τελικά τυχερός, τουλάχιστον μέχρι να ξημερώσει η επόμενη μέρα, καθώς θα πέσει σε λήθαργο δίχως εφιάλτες. Τυχερός… μπορεί και ικανός που κατάφερε έστω για λίγο να αποδιώξει ό,τι αρνητικό τον καταδυναστεύει. Δεν αποκλείεται αύριο να ξυπνήσει ευδιάθετος και να ξεκινήσει μια προσπάθεια για να επανορθώσει για τη ζωή που έχασε φτιάχνοντας μια νέα για την οποία θα είναι υπερήφανος. Υπάρχει ακόμα καιρός, το πιστεύει βαθιά, για να μειώσει την απόσταση που έχει με το γιο του. Είναι διατεθειμένος να μεταμορφωθεί, να υπερκεράσει τις όποιες δυσκολίες, να υπερβάλει εαυτόν, για να σταθεί αντάξιος τον προσδοκιών του γιού του. Αισθάνεται έτοιμος να εκφραστεί απέναντι στο γιο του, όπως θα έπρεπε ήδη να είχε κάνει. Να καλλιεργήσει τον τρόπο με τον οποίο εξωτερικεύει τα συναισθήματά του. Ξέρει πια ότι τα υλικά αγαθά από μόνα τους δε φέρνουν την ευτυχία. Ένα πράγμα έχουν ανάγκη, πρωτίστως, τα παιδιά. Την αγάπη. Και αυτή εκφράζεται μόνο με μια ζεστή αγκαλιά, ένα φιλί, μια λέξη που θα ξεπηδήσει ακέραιη από το στόμα του πατέρα.

Σκέφτεται: «Ίσως δεν είναι αργά. Ποτέ δεν είναι αργά… ».

Μήπως, όμως, τελικά είναι αργά;

Γιάννης Καραγεώργος

Δείτε επίσης: Τι πραγματικά κάνει ένα έμβρυο μέσα στη μήτρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου