ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

Το τελευταίο βαγόνι (Διήγημα)

Στοιβάχθηκαν σαν τσουβάλια μέσα σε εκείνο το μικρό βαγόνι. Ήταν τόσο λεπτοί, με μαυρισμένο ό,τι προεξείχε από τα κουρελιασμένα ρούχα τους, όπου κάλλιστα μπορούσε κάποιος να τους παρομοιάσει με σπίρτα μέσα στο πακέτο τους έτοιμα να πυροδοτηθούν.

Η διαδρομή ήταν η συνήθης. Το τρένο θα διένυε αρκετά μίλια μέσα από χιόνια και πλημμύρες, μέσα από σκαμμένη και ανακατεμένη γη από τις βόμβες των πολεμικών συρράξεων. Το δρομολόγιο όμως τηρούταν απαρέγκλιτα από το καθιερωμένο πρόγραμμα. Κάθε ανθρώπινη μονάδα είχε σημαδευτεί με τον αριθμό ο οποίος θα τη συνόδευε για το υπόλοιπο σύντομο κομμάτι της ζωής της.

Ο Ιακώβ, σα να φορούσε παρωπίδες, κοιτούσε ίσα μπροστά, ελάχιστα εκατοστά από τους οφθαλμούς του, το φθαρμένο γιακά από το βρώμικο ύφασμα του μπροστινού του, ανάμνηση σακακιού και στήριζε το αδυνατισμένο του κορμί πάνω στα άλλα σώματα. Η ανάσα στην αρχή άναρχη από το φόβο και δύσκολη λόγω του ισχνού καθαρού αέρα από τη δυσοσμία, ο οποίος δυσάρεστα τρύπωνε στα πνευμόνια, που, όπως τα άλλα εσωτερικά όργανα, παρέμεναν τα μόνα, πάνω στην ύπαρξή του, ισομεγέθη με την πρότερη κατάστασή τους. Η σάρκα του είχε συρρικνωθεί και κουρνιάσει εκεί από όπου φύτρωσε, στα κόκαλα, ενώ κι αυτά, μέρα με την ημέρα, αποδυναμωνόντουσαν από τη φτωχή τροφή. Τα μαλλιά του αραίωσαν γρήγορα, το κούρεμά με την ψιλή αποδείχτηκε αχρείαστο – η τήρηση των κανόνων για ομοιογένεια των κρατουμένων απαίτησε ανούσια να λειτουργήσει η κουρευτική μηχανή – και τα λιγοστά του γένια ασπρίσανε πρόωρα πάνω στο αφυδατωμένο του πρόσωπο.

Λίγες στιγμές μέσα στο βροντερό άκουσμα των αγωνιωδών χνώτων, τα οποία βγαίνανε από τα στόματα λες και κάποιος κακός εφιάλτης τα κυνηγούσε, και το τρένο πήρε να προχωρά πάνω στο σιδερένιο δρόμο τον οποίο χάραξε η πολεμική μηχανή των Γερμανών. Σαν άλλοτε θυμήθηκε όταν έφευγε για το μέτωπο ντυμένος με την καθαρή στρατιωτική ενδυμασία, αγνοώντας τη δυστυχία και την κακοπέραση που τον περίμενε. Ο πόλεμος τότε, τις πρώτες μέρες, έμοιαζε με πανηγύρι, χαρά, ευκαιρία, μια και μοναδική, την οποία κάθε νέος θα είχε, για να υπερασπίσει τα πάτρια εδάφη και την οικογένειά του. Σύντομα, όμως, αυτός ο ενθουσιασμός μετατράπηκε σε τρόμο, πήρε τη μορφή η οποία ξεκάθαρα του ανήκε, αποκάλυψε το θλιβερό του πρόσωπο. O πατριωτισμός έδωσε τη θέση του στο αίσθημα της επιβίωσης, όπου το μόνο το οποίο έχει αξία είναι η παραμονή στη ζωή.

———————————————————————————————————

Δε σκεφτόταν πολύ, ο Ιακώβ. Το τέλος του πίστευε πως το είχε καθορίσει. Ήταν αποφασισμένος ότι αυτό δε θα του το όριζε ο κατακτητής. Μια φορά υποχώρησε και ταπεινώθηκε. Άλλη δεν άντεχε η ψυχοσύνθεσή του. Κάποιες ώρες αναμονής, ίσως και μέρες, χαμένος μέσα στην ανώνυμη μάζα των αιχμαλώτων Εβραίων και θα έπαιρνε στα χέρια του, πάλι, τη ζωή του, έστω πρόσκαιρα.

Σιγά σιγά προχώρησε, χτυπώντας και σπρώχνοντας, προς τη συρόμενη πόρτα του βαγονιού. Η μετακίνηση μέσα σε αυτό το στρίμωγμα ήταν σκέτη τρέλα. Θράσος θα μπορούσε να την αποκαλέσει κάποιος εξωτερικός παρατηρητής, αν δε λάμβανε υπόψη του την ανάγκη εκείνου του ανθρώπου να δραπετεύσει. Για τον Ιακώβ όμως, ήταν επιτακτική ανάγκη. Η ευγένειά του είχε λιποτακτήσει, ενώ τα άγρια ένστικτα είχαν βγει από τη φωλιά τους γραπώνοντας τα ηνία. Με τη βία έφτασε στην πόρτα. Ένα χαμόγελο ελπίδας σχηματίστηκε στα χείλη του. Κράτησε γερά το χερούλι της πόρτας, ενώ οι δυνάμεις του ανασκίρτησαν. Δυο λέξεις αγαπημένες θέλησε να ακούσει για στερνή φορά από τα χείλη της μάνας του. Μια φωνή από κείνη που έμαθε ακόμα έμβρυο να τον νανουρίζει. Ζήλεψε τη γαλήνη. Προσδόκησε το κούρνιασμα στην αγκαλιά της, εκεί κάτω από το λαιμό, στο σημείο όπου αρχίζει ο στέρνος, να βάλει το αυτί του στο στήθος της, να αναπαύσει το κεφάλι του από τις σκέψεις και να ακούσει την ανάσα της να περνά μέσα από τις κυψελίδες των πνευμόνων της και την καρδιά της να πάλλεται, καθώς το αίμα θα την διαπερνά ζεστό, γεμάτο ζωντάνια.

Είναι περίεργο πως όταν ο θάνατος πλησιάζει, το αίσθημα του τρόμου, το οποίο προξενεί, δημιουργεί αδήριτη επιθυμία στο ανθρώπινο σώμα να κουρνιάσει, να τυλιχτεί σαν ένα κουβάρι, να πάρει θέση εμβρυική, ψάχνοντας τη θαλπωρή εκείνη η οποία το πρωτοζέστανε μέσα στα σπλάχνα της μητέρας του.

Σύντομα, ένα ερώτημα σκαρφάλωσε στην επιφάνεια της σκέψης του και φάνηκε να παρακωλύει το έργο της αυτοπεποίθησης του. Πώς θα μπορούσε να αποδράσει; Πώς θα κατάφερνε να ανοίξει την πόρτα, όταν αυτή ήταν κλειδωμένη με λουκέτο από την έξω πλευρά.

Λιγοψύχησε. Ένιωσε μετέωρος. Το πάθος για ζωή, το οποίο τον έκανε να φτάσει ως εδώ, από τη μια άκρη του βαγονιού στην άλλη, γρήγορα μετατράπηκε σε δισταγμό, αβεβαιότητα. Τότε αναρριχήθηκε στο μνημονικό του το θάρρος με το οποίο ξεκίνησε για τον πόλεμο, τα ανδραγαθήματα τα οποία πέτυχε, το μαγικό κλειδί το οποίο είχε βρει για να υπερνικάει τον πόνο, το φόβο και να δρα βγάζοντας τον καλύτερό του εαυτό.

Έσβησε τη σκέψη του, όπως σβήνουν μια φωτιά, και μόνο ο καπνός απόμενε για να θυμίζει την ύπαρξή της. Σύντομα εξαφανίστηκε κι αυτός. Άρχισε να αισθάνεται την ανάσα του ζεστή να διαπερνά τα σωθικά του, ενώ το στομάχι του να ανεβοκατεβαίνει υποτακτικά ακολουθώντας την κίνησή της. Συγκεντρώθηκε στην άπνοια των σκέψεών του, ενώ ένα ρεύμα ξεκίνησε να τον διαπερνά γεμίζοντάς τον ενέργεια.

«Αδέλφια» είπε με χαρακτηριστική στεντόρεια φωνή «ή τώρα ή ποτέ!». Τα σκελετωμένα πρόσωπα γύρισαν και τον κοιτάξανε απλανή. «Ή τώρα ή ποτέ!» φώναξε, ξανά, παθιασμένα και το ανέκφραστο στα προ ολίγου άψυχα βλέμματα πήρε να χάνεται. Με κόπο άναρθρες κουβέντες άρχισαν να βγαίνουν δειλά, οι οποίες στη συνέχεια μετατρέπονταν σε λέξεις διατυπωμένες με έντονη περιέργεια, δηλωτική της άγνοιας, και ξεπηδούσαν καθαρές φτιάχνοντας προτάσεις.

Κοιμόταν. Όρθιος, έτσι όπως στεκόταν στα δυο του πόδια, στηριζόταν πιεστικά στα άλλα κορμιά. Κι όμως ονειρευόταν. Αλλά ναι, αυτό επιζητούσε. Τη λευτεριά. Να αποδράσει, να μπορέσει να ανασάνει ελεύθερα. Να ξαναγυρίσει στο πατρικό του, να δει όλη την οικογένεια μαζεμένη στο τραπέζι να τον περιμένει και η μητέρα να του πει: «Πού ήσουν, Ιακώβ; Σε περιμέναμε, αγόρι μου. Άργησες. Άντε, έλα τώρα να καθίσεις στο τραπέζι». Να προσευχηθούν μαζί, να φάνε το ευλογημένο φαγητό, να μιλήσουνε για τα νέα της μέρας. Απλά, καθημερινά λόγια, έστω μονότονα αλλά υπό τη στέγη της ελευθερίας. Αναρωτιόταν, γιατί ορισμένοι άνθρωποι έχουν την τάση να υποτιμάνε τις αξίες της ζωής, τη χαρά την οποία δίνουν οι συνηθισμένες, επαναλαμβανόμενες πράξεις της ημέρας. Μόνο τώρα, όπου ο θάνατος είναι ορατός, αρχίζει και σκαλίζει τα εσώψυχά του η στεναχώρια γιατί τα χάνει.

Το όνειρο όμως αυτό χάθηκε, έσκασε σα φούσκα, όσο πολυπόθητη και ας ήταν η πραγμάτωσή του. Τώρα, έβλεπε τον εαυτό του να ταξιδεύει με το τρένο προς το χωριό της μητέρας του, στην Πελοπόννησο. Δίπλα καθόταν η αδερφή του, με κοτσιδάκια στα όμορφα καστανιά μαλλιά της, και απέναντι ο πατέρας κοιμόταν ήσυχα. Η μητέρα τού κρατούσε το χέρι μέσα στις στοργικές της παλάμες, γαλήνευε τα όνειρά του. Ο Ιακώβ καθόταν δίπλα στο παράθυρο. Κοιτούσε έξω. Έβλεπε το τοπίο να αλλάζει. Μαγευόταν από την ομορφιά της φύσης. Τη λάτρευε. Για αυτό καρτερούσε πως και πως τα ταξίδια με το τρένο. Ενώ εκείνο κινιόταν, αυτός έτρωγε λαίμαργα τις εικόνες, οι οποίες έφευγαν γρήγορα από το οπτικό του πεδίο. Χανόταν στις παιδικές σκέψεις του. Του άρεσε το κούνημα, εκείνο το οποίο δημιουργούταν από το πέρασμά του τρένου στα σημεία όπου ενώνονται οι ράγες και τον ξετρέλαινε ο ήχος από την επαναλαμβανόμενη τριβή. Εκείνο το σιδερένιο σκουλήκι σφύριζε κάθε τρεις και λίγο, ενώ όλος ο καπνός από το κάρβουνο έφθανε γρήγορα έως τα πίσω βαγόνια. Αέρια, υγρά και στερεά έδειχναν να μένουν πίσω, άφηναν να διαφαίνεται ο αργός ρυθμός της φύσης.

Και να σου ένα τρίτο όνειρο ξεπήδησε, αναδύθηκε μέσα από το καταπιεσμένο του συναίσθημα, ξεπρόβαλλε ορμητικά. Είδε τον εαυτό του να περπατά σε ένα μονοπάτι δίχως τέλος. Το σκοτάδι είχε πέσει, ενώ ο δρόμος φαινόταν αχνά. Τα βήματά του ακούγονταν έντονα, καθώς τα άρβυλά του ξύνανε το χώμα, και μόνον αυτός ο ήχος συνόδευε τη μοναχική του διαδρομή. Ώσπου οι βηματισμοί από δυο γίνανε τέσσερις και μια απροσδιόριστη μορφή αισθάνθηκε να τον παρατηρεί.

«Καλά, τόσο ανόητος είσαι, ώστε θέλησες να δώσεις την ψυχή σου για τις αξίες τις οποίες κανείς σας εντέλει δε σεβάστηκε; Λιποτάκτησε η καρδούλα σου, αμέσως, μόλις είδες τα σκούρα. Και τώρα, πηγαίνεις μόνος στο δρόμο στον οποίο αβέβαιο είναι το μέλλον. Γιατί δεν ήρθες σε μένα; Γιατί δε με αναζήτησες; Φοβήθηκες; Όχι. Μα φυσικά όχι. Ήσουν εγωιστής απλά. Γι’ αυτό πληρώνεις»

«Φύγε από πίσω μου. Μη με ακολουθείς. Δε σε ζήτησα τότε στα δύσκολα. Τότε, ενώ ακόμα ζούσα, είχα πνοή μέσα μου. Τώρα θα σε αναζητήσω; Τώρα, όπου η διαδρομή έφτασε στο τέλος της; Τι να σε κάνω; Στάθηκες ποτέ εκεί που έπρεπε; Προς τι όλο αυτό; Δοκιμάζεις κάτι; Δοκίμασέ το τώρα καλά, όσο είναι στη ζωή, γιατί οι μέρες του είναι λιγοστές. Αν θεωρείς ωστόσο ότι είναι σωστό να δίνεις πνοή σε ένα ον για να του την πάρεις αργότερα τόσο απρόσμενα και γρήγορα, είσαι γελασμένος»

Η μορφή συνέχισε να τον ακολουθεί. Δε γνώριζε όμως ποιος ή τι ήταν; Το καλό; Το κακό; Δεν του συστήθηκε. Ήρθε, για να ερευνήσει. Αλλά εκείνος του μίλαγε σα να απευθυνόταν στον πλάστη, το δημιουργό ετούτου του κόσμου, γι’ αυτό του έβγαινε το παράπονο, η λύπη, γιατί δεν κατάφερε να ζήσει μια ζωή όπως την ονειρεύτηκε.

Ξάφνου τα όνειρα τελειώσανε, καθώς ξύπνησε από το σφύριγμα του τρένου. Στεκόταν ακόμα όρθιος, στριμωγμένος στο σημείο όπου κατέληξε, μόλις οι στρατιώτες τους βάλανε στο βαγόνι. Η ανυπόφορη κακοσμία, πλέον, του ήταν οικεία και την ανεχόταν, ίσως κιόλας να την επιζητούσε, για να επιβεβαιώνει κάθε στιγμή ότι είναι ζωντανός. Οι παραισθήσεις ήταν συχνές από την ασιτία, υπήρχαν μέρες τις οποίες δυσκολευόταν να ξεχωρίζει αν, γεγονότα τα οποία θυμόταν, τα είχε δει σε όνειρο ή τα είχε βιώσει. Κάποιες αισιόδοξες στιγμές είχε την πίστη πως η υπάρχουσα κατάσταση ήταν όνειρο, το οποίο σύντομα θα τελείωνε. Θα ξύπναγε και θα το ξέχναγε σαν έναν κακό εφιάλτη που είδε.

Πόσες μέρες θα μετρούσε ακόμα μέχρι να ανοίξει ετούτη εδώ η πόρτα; Ένιωθε περίεργα. Είχε ξεπεράσει τα όριά του. Η στέρηση τον είχε κάνει να ακούει πιστά το ένστικτό του, να εκτιμά όσα κάθε φορά είχε. Η λογική δεν είχε θέση στο παράλογο. Αργά, ανακάλυπτε δυνάμεις, άγνωστες για αυτόν μέχρι τώρα.

———————————————————————————————————

Τέσσερις μέρες μετά το τρένο έφτασε στον προορισμό του. Θυμάται ότι ήταν ξημερώματα. Το προηγούμενο βράδυ χιόνιζε ανελλιπώς. Κοιμόταν πάλι, όταν το τρένο σταμάτησε να κινείται. Οι άμυνες του οργανισμού του είχαν κατατροπωθεί, συχνά η ενέργειά του έπιανε πάτο. Ξύπνησε από τις φωνές των στρατιωτών. Άκουγε τις διαταγές ενός αξιωματικού, τον  ήχο από τα κοντάκια των όπλων ενώ προσκρούανε με δύναμη στο έδαφος. Θυμάται πως μόλις η πόρτα άνοιξε, ένα δριμύ ψύχος πέρασε μέσα στο βαγόνι. Οι στρατιώτες τούς φωνάζανε αγριεμένοι να κατέβουν και, μόλις τους είδαν διστακτικούς, αρχίσανε να βαράνε. Υποταχθήκανε στις διαταγές και τα χτυπήματα και άρχισαν μαζικά να βγαίνουν από το βαγόνια. Αντίκρισε ένα απέραντο λευκό τοπίο, φυλακισμένο μέσα στα συρματοπλέγματα. Ολιγόροφα κτίρια διακρίνονταν στο βάθος. Κάποιος άλλος αξιωματικός είχε αρχίσει να φωνάζει αριθμούς για να τους κατατάξει σε ομάδες, ώστε να τους οδηγήσουν οι στρατιώτες στα κελιά τους. Σκέφτηκε πως πιθανόν να είναι η τελευταία φορά όπου βλέπει το ξημέρωμα. Προσπάθησε να μαζέψει και να αποθηκεύσει στη μνήμη του όσες περισσότερες εικόνες μπορούσε από τη λευκή φύση. Ήθελε να επαναλαμβάνει στον εαυτό του, μέχρι την ύστατη στιγμή, ότι είναι άνθρωπος. Ήθελε με κάθε τρόπο να πιστοποιεί την ύπαρξή του.

———————————————————————————————————

Μετά την απελευθέρωσή τους από τους Ρώσους, έμαθε πως το τρένο με το οποίο έφτασε στο Άουσβιτς ήταν το τελευταίο. Κατά δαιμονική σύμπτωση και το βαγόνι, στο οποίο είχε στοιβαχτεί, ήταν επίσης το τελευταίο. Τελευταίο τρένο, τελευταίο βαγόνι προς το θάνατο. Πόσες φορές αναρρίγησε στη σκέψη και μόνο ότι αντίκρισε το θάνατο από τόσο κοντά, αλλά πρόλαβε να ξεφύγει από τον ασφυκτικό του κλοιό κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή! Γρήγορα αντιλήφτηκε πως το αίσθημα της αθανασίας δεν ήταν παρά μόνο μια ανόητη πεποίθηση.

Τότε, όπως τώρα, όπου πια ο θάνατος του έχει χτυπήσει την πόρτα για να τον πάρει μαζί του, αλλά αυτή τη φορά δίχως αναβολή, πόσες σκέψεις περάσανε και περνάνε, άλλες ανούσιες και άλλες λογικές, τι να πρωτοδιαλέξει να χαιρετήσει για στερνή φορά, όταν για μια ακόμα φορά δεν έχει την ελάχιστη ελευθερία πριν την τελευταία ανάσα να δει για να αποχαιρετήσει τα αγαπημένα του αντικείμενα, τα αγαπημένα του πρόσωπα.

Τότε, κλεισμένος σε ένα στρατόπεδο, αλυσοδεμένος και περιορισμένος, τώρα, διασωληνομένος σε ένα ψυχρό κρεβάτι στο άχρωμο δωμάτιο ενός λευκού νοσοκομείου. Λευκού, όπως το χιόνι τότε, στην υποδοχή των φυλακών του Άουσβιτς. Λες και το χιόνι, με το λευκό του χρώμα, το οποίο περικλείει μέσα του όλα τα χρώματα, το σύνολο όλων των δυνατών σχηματισμών, υπάρχει εκεί για να τον κατευοδώσει και να του θυμίσει πως ό,τι βλέπει είναι πλήρες, και σαν αναλγητικό να τον ηρεμήσει, θυμίζοντάς του πως παρόλο το μικρόπνοο της ζωής, εκείνη υπήρξε γεμάτη και είχε όλες τις αποχρώσεις.

Γιάννης Καραγεώργος


Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου