ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2023

Η ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ (10η συνέχεια. Η τυχαία συνάντηση )

Δείτε εδώ  τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


Ο Αντώνης κοίταξε το ρολόι του. «Πρέπει να φεύγω», είπε στη Δανάη. «Στις έξι φεύγει το τελευταίο φέρυ για Αίγινα». 

Είχε να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες με τον εργολάβο που είχε αναλάβει το σπίτι σχετικά με κάποιες υπερβάσεις στο αρχικό σχέδιο. Αυτό σήμαινε ότι θα χρειαζόταν νέα διαπραγμάτευση στην αμοιβή του. 

Η Δανάη ήταν πολύ κουρασμένη από τη νυχτερινή βάρδια, και αν και είχε ρεπό αύριο, δεν θέλησε να ακολουθήσει παρ όλες τις παρακλήσεις του. 

Πήρε το βαλιτσάκι με τα απαραίτητα και αφού τη φίλησε για μια ακόμη φορά βγήκε.

Ο δρόμος για Πειραιά ήταν σχεδόν άδειος εξ αιτίας της Αυγουστιάτικης ραστώνης, και έτσι έφτασε στο λιμάνι στο μισό χρόνο από ότι είχε υπολογίσει. 

Το πλοίο πριν λίγο είχε φτάσει και κατέβαιναν οι επιβάτες. Έριξε μιαν αδιάφορη ματιά στο πολύχρωμο πλήθος και το βλέμμα του έπεσε στη μαυροντυμένη γερόντισα με τις πλαστικές τσάντες στα χέρια. Δεν έπαιρνε όρκο λόγω της απόστασης, αλλά του θύμιζε τη γριά από το όνειρό του. «Μάλλον βλέπω παντού φιγούρες απ τον εφιάλτη», σκέφτηκε, προβληματισμένος από την ψυχική του κατάσταση.

Μια βόλτα στην αγορά πριν επιβιβαστεί, την απέρριψε λόγω της αφόρητης ζέστης. Έτσι μπήκε στο ανοιχτό φέρυ (παντόφλες τα έλεγαν κοροϊδευτικά) και αφού πάρκαρε σύμφωνα με τις οδηγίες του ναύτη, ανέβηκε στο σαλόνι του πλοίου.

Κόσμος πολύ δεν υπήρχε και έτσι κάθισε μπροστά από το μικρό μπαρ.

«Που διάολο πάει η Αρχοντούλα;», άκουσε τον μεσήλικα που καθόταν δυο τραπεζάκια πίσω να ρωτάει τη γυναίκα του. «Αυτή πέρα απ την αυλή της δεν έβγαινε!»

«Τίποτα εξετάσεις να πρέπει να κάνει; Που να ξέρω και εγώ;», του απάντησε εκείνη. «Τρελή είναι, ότι θέλει κάνει!».

Ο Αντώνης περίμενε τη συνέχεια της κουβέντας, όμως το ζευγάρι δεν είχε σκοπό να τη συνεχίσει, κι έτσι έμεινε με την απορία αν εννοούσαν τη γριά με τις σακούλες. 

Το ταξίδι της μιάμισης ώρας ήταν ευχάριστο αφού η θάλασσα ήταν λάδι και περίπου οκτώ παρά αποβιβάστηκε. Τράβηξε προς το ξενοδοχείο που συνήθως κατέλυε, αλλά μια έντονη επιθυμία για ένα κρύο ποτό τον ανάγκασε να μείνει για λίγο στην παραλία 

Στο μικρό γραφικό καφενεδάκι αρκετοί ντόπιοι κυρίως απολάμβαναν τον καφέ ή το ουζάκι τους. Τα τραπεζάκια ήταν όλα πιασμένα και γύρισε να φύγει όταν άκουσε τη φωνή του γιατρού να τον φωνάζει.

«Κουμπάρε έλα μαζί μας!».

Έστρεψε το βλέμμα και είδε τον Μάνο με το γιο του στο βάθος κάτω από το μεγάλο πλατάνι. Η παρουσία τους ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να του συμβεί. Μισούσε τη μοναξιά και ο Μάνος ήταν πάντα καλή παρέα. Κάθισε κοντά τους αφού τους χαιρέτησε με θέρμη.

«Πως από τα μέρη μας;», τους ρώτησε αφού πρώτα παράγγειλε τρία ούζα στον καφετζή.

«Διακοπές!», απάντησε εκείνος, ενώ ο γιος του συμπλήρωσε, «Ας τις πούμε κι έτσι!»

Ο Μάνος χαμογέλασε με συγκατάβαση. «Στην ουσία μόλις ξεκινήσαμε!», συμφώνησε. «Η μέρα μας μέχρι τώρα ήταν γεμάτη απρόοπτα».

«Όπως;», ρώτησε με ενδιαφέρον ο Αντώνης.

«Νταντεύαμε μια τρελόγρια!», πρόλαβε να απαντήσει ο μικρός και ο πατέρας του τον επέπληξε.

«Μια δυστυχισμένη γυναίκα!», τον διόρθωσε. 

«Η ιστορία της λες κι είναι βγαλμένη από Αρχαία τραγωδία!»

Ο γιος του και ο Αντώνης τον κοίταξαν με απορία και εκείνος τους εξιστόρησε με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα και τις αναμνήσεις που του έφερε στο νου η συνάντηση μαζί της. Το μόνο που παρέλειψε να αναφέρει ήταν η ύπαρξη της άρρωστης γυναίκας, το είχε υποσχεθεί στον Μπάρμπα Νίκο και δεν σκόπευε να αθετήσει τον όρκο του.

«Δυστυχισμένη γυναίκα!», επανέλαβε κλείνοντας τη διήγηση. «Και με ένα τόσο παράδοξο όνομα για ένα τόσο βασανισμένο πλάσμα. Αρχοντούλα! Το φαντάζεσαι;»

Ο Αντώνης τινάχτηκε έκπληκτος. «Πότε την είδες τελευταία φορά;», τον ρώτησε με αγωνία.

«Περίπου κατά τις 12 το μεσημέρι. Της έκανα την ένεση και μετά από λίγο έφυγα. Γιατί ρωτάς;», απόρησε.

«Γιατί τη γυναίκα που λες, πριν δυο ώρες την είδα στον Πειραιά! Μόλις είχε κατέβει απ το καράβι. Δεν ήξερα ποια είναι αλλά άκουσα ένα ζευγάρι να λέει το όνομα της. Νομίζω δεν θα έχει και πολλές Αρχονούλες η Αίγινα!».

«Δεν είναι δυνατόν!», φώναξε ο γιατρός. «Μόνη της ήταν;».

«Από όσο κατάλαβα μόνη».»

“Δεν είναι δυνατόν», επανέλαβε, «Θα έπρεπε να το έχω μάθει απ τον μπάρμπα Νίκο!». 

 «Ξεχνάς πως λείπουμε απ το ξενοδοχείο κοντά τρεις ώρες», επεσήμανε ο γιος του.»Πως να μας ειδοποιούσε;».


Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου