ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

Ομήρου Οδύσσεια: Ραψωδία Β (140-220)

Ομήρου Οδύσσεια  σε απόδοση του πολύ καλού φίλου Θανάση Στούπη. Μια επική προσπάθεια που αξίζει να αναγνωριστεί!

Εδώ τα προηγούμενα


 «Τη μάνα Αντίνοε που όμορφα  παλιά μ’ έχει ταϊσει,

χωρίς να θέλει, πως μπορώ ποτέ μου να την διώξω;

Ποιος ξέρει, αν ο πατέρας μου πέθανε ή γυρίσει,

κι εμένα βρει κατάστηθα του γδικιωμού το τόξο                           140


αν στον πατέρα της εγώ μονάχος μου την στείλω.

Πρώτον, απ’ τον πατέρα μου, βαριά θα ’ναι η καμπάνα

απ’ τις κατάρες, τις βρισιές, θεό δεν θα ’χω φίλο,

το ανάθεμα θα με χτυπά, αν τριγυρνά η μάνα


κι όλου του κόσμου η ντροπή εμένα θα κατέχει.

Κουβέντα τέτοια δεν θα βγει απ’ το δικό μου στόμα.

Μα αν μια σταλιά φιλότιμο ο νους σας μέσα έχει

ξεκουμπιστείτε, φύγετε, απ’ του σπιτιού το δώμα


μ’ εναλλαγή τα πλούτη σας να τρώτε, στην υγειά σας.

Το βιος μου , τώρα αν θέλετε να φαγωθεί ως τον πάτο,                 150

τζάμπα να ξεκοκαλιστεί μνηστήρες μου- με γειά σας.

Εγώ όμως τους Ολύμπιους θα κατεβάσω κάτω


ας τα πληρώσει όλα αυτά ο νεφεληγερέτης

κι είθε ο χάρος όλους σας, μνηστήρες, να σας πάρει»

Αυτά είπε ο Τηλέμαχος, και του Όλυμπου ο ηγέτης

ξαπέλυσε απ’ το βουνό σταυραετών ζευγάρι


που μες στο ανεμοβουητό αντάμα πεταχτήκαν

και ο καθένας άνοιγε διάπλατα τα φτερά του

από ψηλά, στης σύναξης τη μέση ζυγιστήκαν

κτυπώντας τις φτερούγες τους, προμήνυμα θανάτου,                      160


καθώς κοιτούσανε θολά, τα αιμάτινά τους μάτια,

τα νύχια γδέρναν τους λαιμούς, και τα κεφάλια σκίζαν,

κι ύστερα βγάλανε φτερό, δεξιά απ’ τα παλάτια.

Τα όρνια, αναρρωτήθηκαν, όλοι τι συμβολίζαν,


ποια φέρνουνε μελλούμενα σκεφτόντουσαν με τρόμο.

Τότε ο Αλιθέρσης, μαχητής, που χρόνια είχε ζήσει

κι όλους τους συνομήλικους μες στης ζωής τον δρόμο

τους ήξερε, και γνώριζε σημάδια να εξηγήσει


τους λέει με λόγια γνωστικά, καθώς τον λόγο παίρνει:

«Θιακιώτες συμπολίτες μου, κακό ήταν σημάδι                            170

των όρνιων το φτερούγισμα, και στους μνηστήρες φέρνει

κακά μαντάτα, συμφορές, με φόντο τους τον Άδη


καθώς για την πατρίδα του, λίγος του μένει δρόμος

του Οδυσσέα που έρχεται κι έχει κακό στο νου του,

μαχαίρι φονικό θα βγει, κι άλλους θα πιάσει τρόμος

Θιακιώτες, που ροκάνισαν το βιος του σπιτικού του .


Όμως στο μέλλον η ματιά, ας πέσει επι τέλους,

τέρμα να θέσουνε κι αυτοί, η άνοη φατρία.

Μα για μαντείες δεν μιλώ , με άγνοια του τέλους

που θα’ χουν. Τα ’πα και σ’ αυτόν πριν φύγει για την Τροία         180


τότε που ξεκινήσανε μαζί με τους Αργείτες

και ο Οδυσσέας δίπλα τους, του το ’χα πει με πόνο

πως θα ’βρει άγρια συμφορά από τους πελαγίτες

και θα χαθούν οι σύντροφοι. Στον εικοστό το χρόνο


θα επιστρέψει αγνώριστος. Και να που βγήκε αλήθεια».

Τότε του Πόλυβου ο γιος ο Ευρύμαχος του λέει:

«Ρε γέρο, τα μελλούμενα και τα’ άλλα παραμύθια

στους γιους σου πες τα, μη τυχόν κακός αέρας πνέει,


το μέλλον πιότερο από σε, εγώ το έχω μάθει.

Μες στ’ ουρανού μύρια πουλιά πετούν, στο χαλαζί του,                 190

χωρίς να στέλνουν συμφορές. Μα ο Οδυσσέας ’χάθη

και κάλλιο γέροντα και συ να πέθαινες μαζί του.


Αν έτσι ήταν, θα ’λειπες από αυτόν το χώρο

και ούτε τον Τηλέμαχο θ’ άναβες με αλητείες

που ίσως αργά στο σπίτι σου, σου στείλει κάποιο δώρο.

Μα τώρα από εμένανε άκουσε προφητείες:


Αν όλοι γέρο σαν κι εσέ που λες πως τα γνωρίζεις,

σε νέους λόγια λέγανε, ενώ ήταν οργισμένοι

να τους θυμώσουν πιο πολύ, στα βάθη, τους γκρεμίζεις

χειροτερεύοντας αυτούς. Πως θα ’ταν κερδισμένοι                        200


που τίποτα δεν θα ’βγαζαν; Όμως στην αφεντιά σου

πρόστιμο θά’μπει τσουχτερό, εσένα ν’ αγριέψω

βάρος του να ’ναι η πληρωμή, να λοιώνει η καρδιά σου.

Εγώ όμως τον Τηλέμαχο  θα τονε συμβουλέψω


μπροστά σας. Στον πατέρα της τη μάνα του από τώρα

να στείλει, κι εκεί να ’βαζε στεφάνι, για καλό τους

δεχούμενοι όπως ταίριαζε στην κόρη πλούσια δώρα.

Γιατί από των Αχαιών δεν θα ’βγει απ’ το μυαλό τους


αυτού του γάμου η πεθυμιά, που στα βαθειά τους πάει.

Ποτέ δεν φοβηθήκαμε, όποιος και να ’ναι αγνάντι                          210

ούτε και τον Τηλέμαχο που αυθάδικά μιλάει

κι ούτε στ’ αυτιά θα βάλουμε τα λόγια αυτά του μάντη


κι όσα εσύ ξεστόμισες γέρο, να μας χτυπάνε,

πιο μισητό σε κάνουνε. Ποιος να ’βρει όμως λύση,

έτσι κι αλλιώς απλέρωτο το βιος τους θα το φάνε

όσο τον γάμο της αυτή ξεχνά να τον ορίσει


Τον γάμο, που η προσμονή, μας έχει αποπάρει

και κόρη δεύτερη κανείς, δίπλα του δεν νογάει

γιατί καθείς για ταίρι του, αυτή θέλει να πάρει»

Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος έτσι του απαντάει:                               220

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου