Ομήρου Οδύσσεια σε απόδοση του πολύ καλού φίλου Θανάση Στούπη. Μια επική προσπάθεια που αξίζει να αναγνωριστεί!
«Σαν τον πατέρα στο παιδί , ξένε μου ’χεις μιλήσει
κι ούτε ξεχνώ τα λόγια σου που ακούω τόση ώρα
μη βιάζεσαι όμως ,ποιος μπορεί, έτσι να σε αφήσει
αφού πλυθείς , στο πλοίο σου ν’ ανέβεις δίχως δώρα;
Ας την καρδιά σου σε ήρεμο λιμάνι να πλανιέται
και δώρο, που στο φιάξιμο περίσσια τέχνη ’χύθη
να πάρεις για κειμήλιο, στους φίλους συνηθιέται».
Τότε η Παλλάδα η ’λιόφωτη έτσι του αποκρίθη: 320
«Δεν είναι ώρα που μπορώ και άλλο χασομέρι,
μα για το δώρο που μου λες, στο σπίτι σαν γυρίσω
και τύχει να ’ναι ο δρόμος μου απ’ τα δικά σας μέρη
το παίρνω, μα τρανό κι εγώ δώρο θα σου χαρίσω».
Αυτά είπε η ’λιοστάλαχτη Παλλάδα και εχάθη
και τα ουράνια έσκισε σαν αετού φτερούγα
δύναμη του ’δωσε άφθαστη, πως δεν θα κάνει λάθη,
κι ο κύρης ξαναπρόβαλε μες στης καρδιάς την ρούγα.
Ξάφνιασμα δέχτη που η θεά πέταξε για τα όρη
νοιώθει πως είναι η Αθηνά, που είχε φτερουγίσει 330
και στους μνηστήρες πάει ευθύς το ισόθεο το αγόρι.
Ο θεϊκός τραγουδιστής τραγούδι είχε αρχίσει.
Εκείνοι μες στο γλέντι τους βουβοί είχαν καθίσει
ακούγοντας των Αχαιών τον γυρισμό, με λόγια
όπως η λιόφωτη Αθηνά τον είχε καθορίσει.
Κι ως άκουσε το απέθαντο τραγούδι απ’ τ’ ανώγια
με τις δυό σκλάβες τις πιστές φάνηκε η Πηνελόπη
η μάνα του Τηλέμαχου, θεά τόσων ονείρων,
στάθη στην σκάλα την ψηλή στων πύργων τη μετώπη
όμορφη κι αξεπέραστη, στον κύκλο των μνηστήρων 340
κάτω απ’ την όμορφη σκεπή στον στύλο ακουμπισμένη
το λαμπερό της πρόσωπο κρύβοντας με μαντήλι
με τις πιστές τις δούλες της στα δυό πλευρά ζωσμένη,
του θεϊκού τραγουδιστή, πικρά, του λεν’ τα χείλη:
«Φήμιε με τρόπο θεϊκό τις μαγικές τις πράξεις
που οι θεοί και οι θνητοί τραγούδι έχουν κάνει
τις λες, σαν θες μες στην καρδιά φαρμάκια να μου στάξεις
κι ο ασήκωτος ο πόνος μου νογώ θα με ξεκάνει
αιώνιος ο πόθος μου γι αυτόν που τυραννήθη
κι είναι καμάρι Αργειτών και των Ελλήνων δόξα» 350
Κι ο συνετός Τηλέμαχος έτσι της αποκρίθη:
«Μάνα, τον Φήμιο τον πιστό δεν ξέρω με ποια λόξα
τον κυνηγάς λες κι είναι αυτός που τα δεινά μας φέρνει,
δεν φταίει αυτός ο άμοιρος, ο Δίας έχει μάθει
και με δική του βούληση δεινά σε ανθρώπους στέλνει,
γιατί λοιπόν να ντρέπεται να τραγουδά τα πάθη
των Δαναών τ’ ασήκωτα. Τι κάθε τι το νέο,
τραγούδι θέλει να γινεί,για ν’ ακουστεί απ’ όλους.
Ανέβα πάνω κι άκουσε το άσμα το ωραίο
βάζοντας τις δυό σκλάβες σου στων αργαλειών τους ρόλους» 360
Η Πηνελόπη σάστισε και ξεκινά να φύγει
βάζοντας όμως στην καρδιά τα συνετά τα λόγια.
Καθώς στο ανώγι γύρισε, ο πόνος την τυλίγει,
τον Οδυσσέα κλαίγοντας με μαύρα μοιρολόγια
κι έστειλε ύπνο η θεά, οι πίκρες να κοπάσουν.
Θόρυβος στο ανάκτορο, που μες στον ίσκιο πλέει,
απ’ των μνηστήρων τη βουλή ,μαζί της να πλαγιάσουν.
Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και τους λέει:
Μνηστήρες σεις της ξιπασιάς, μα και της δόλιας μάνας
φάτε, γλεντήστε με πιοτό, όμως μη θορυβείτε 370
τέτοιο τρανό τραγουδιστή, που ’χει φωνή καμπάνας
ισάξια με των θεών, στον κόσμο δεν θα βρείτε.
Θα μαζευτούμε την αυγή σε σύνοδο στην πόλη
να πω, να φύγετε από εδώ, γι αλλού το φαγοπότι,
γνώμη μου θα ’ναι ξάστερη που θα τη μάθετε όλοι
το βιός σας μοιραστείτε το και φάτε το, διότι
εσάς αν φαίνεται καλό, αυτό πως είν’ και δίκιο
χωρίς λεφτά ν’ αφανιστεί το ξένο βιός, χαλάλι,
εγώ το χέρι των θεών θα κράξω το αντρίκιο
κι ο Δίας να πληρώσει αυτό αν του αρέσει χάλι, 380
κι εσείς ας ξεκινήσετε του Χάρου το ταξίδι».
Με τρόμο μαζευτήκανε γι αυτά που είπε εκείνος,
ο θαρρετός Τηλέμαχος, μα ο γόνος του Ευπείδη
δεν βάσταξε το θάρρος του και του ’πε, ο Αντίνος:
«Μπορεί αυτά Τηλέμαχε, που κραίνεις σαν το ποίημα
με καυχησιές, οι ουράνιοι νά ’παν, να πεις δω πέρα,
μα στην Ιθάκη ο θεός, που ολόγυρα έχει κύμα
να μη σε κάνει βασιλιά ,κι ας είναι απ’ τον πατέρα».
Μα συνετά ο Τηλέμαχος έτσι θα του απαντήσει:
«Αντίνοε, για ότι πω μη μου κρατήσεις μένος, 390
ευπρόσδεκτο είναι, αν αυτό ο Δίας μου χαρίσει,
κι όφελος είναι αν το δεχτεί του άνθρωπου το γένος.
Άριστο να ’σαι βασιλιάς, ψηλώνει το σπιτάκι,
κι όποιος σε δρόμους τέτοιους βγει, χίλιες τιμές θα δρέψει
μα υπάρχουνε κι άλλα παιδιά , άρχοντες στην Ιθάκη
μεγάλα είναι ή μικρά, κάποιο θα βασιλέψει,
τώρα που ’χάθη ο κύρης μου, και είναι αποθαμένος.
Σπίτι με σκλάβες θα ’ μαι εγώ να τρώω απ’ τα ελέη
που ο Οδυσσέας άφησε ο χιλιοτιμημένος».
Μα τότε ο Ευρύμαχος γιός του Πολύβου λέει: 400
«Οι γνώμες είναι των θεών, Τηλέμαχε νομίζω
ποιος στην Ιθάκη βασιλιάς , θα γίνει, με καμάρι.
Σπίτι σου εσύ αρχόντεψε, κι απ’ όσα εγώ γνωρίζω
χαμένος θα ’ναι αν βουληθεί άντρας κανείς να πάρει
χωράφια σου με το στανιό, όσο η Ιθάκη υπάρχει.
Μα ο ξένος που ήρθε φίλε μου, να σε ρωτήσω τώρα
ποιος είναι; πούθε κίνησε; Και ποια πατρίδα να ’χει;
πως είναι μέλος της τρανό ,παινεύεται ποια χώρα;
Τρανά μαντάτα έφερε, για επιστροφή του κύρη;
ή μήπως ήρθε για δουλειές καλές εδώ να κάνει; 410
πως γνωριμιά δεν ζήτησε κρατώντας το ποτήρι
γιατί έφυγε; Πάντως τρανός στην όψη του μου ’φάνη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου