Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Δεν πέθανε! Αντίθετα απελευθερώθηκε από τις αναστολές του. Για την ακρίβεια δεν ήταν απελευθέρωση, αλλά υποδούλωση. Υποδούλωση στα κατώτερα ένστικτα. Μόνο που δεν το έβλεπε έτσι. Ή μάλλον το αντιλαμβανόταν τις ώρες της αυτοκριτικής, μέχρι να ξαναμπεί στο μυαλό του η έντονη επιθυμία. Και τότε ξεχυνόταν σε ύποπτα σοκάκια αναζητώντας τον επόμενο εφήμερο εραστή.
Στο τέλος της λειτουργίας, τη στιγμή που έπαιρνε αντίδωρο από το χέρι του ιερέα, έδωσε όρκο στο Θεό πως θα προσπαθήσει να απαλλαγεί από το πάθος του. Έναν από τους πολλούς που είχε δώσει τα τελευταία χρόνια, όμως αυτή τη φορά ήλπιζε πως θα τον κρατούσε! Το χρωστούσε στον εαυτό του, το χρωστούσε στη Φροσούλα, το χρωστούσε στην οικογένεια του.
Η απόφαση αυτή έπρεπε να τελεσφορήσει. Με οποιονδήποτε τρόπο. Ακόμη και με τη βοήθεια ειδικού, αν και μια τέτοια ιδέα τον τρομοκρατούσε. Όμως ήξερε πως χωρίς βοήθεια θα ήταν αδύνατο να τα καταφέρει.Το μόνο του πρόβλημα τα χρήματα που θα χρειαζόντουσαν για μια τέτοια διαδικασία, και δεν υπήρχαν. Να ζητήσει από τον πατέρα δύσκολο. Με ποια αιτιολογία; Πολύ περισσότερο από τον Κωσταντή. Ίσως ο Αργύρης να μπορούσε να βοηθήσει, αλλά ντρεπόταν να του το ζητήσει. Κι αυτός ίσα που τα έφερνε βόλτα με τις υποχρεώσεις του.
Μια δουλειά χρειαζόταν. Μια οποιαδήποτε δουλειά που θα μπορούσε να κάνει στις εξόδους του. Που να βρεθεί όμως τέτοια βολική δουλειά;
Βγαίνοντας από το ναό ένα χέρι ένιωσε να τον πιάνει από τον ώμο. Γύρισε ξαφνιασμένος και αντίκρισε τον άγνωστο καλοντυμένο άντρα που πρώτη φορά έβλεπε.
“Είσαι ο Δήμος, έτσι δεν είναι;”, τον ρώτησε ο άγνωστος, αν και έδειχνε σίγουρος.
“Μάλιστα”, του απάντησε με απορία. “Γνωριζόμαστε από κάπου;”.
“Μάλλον όχι. Τον γιο μου γνωρίζεις καλά. Υπηρετείτε μαζί στο ναυτικό. Ο πατέρας του Πάτροκλου είμαι!”.
Ο Δήμος χαμογέλασε πλατιά και άπλωσε το χέρι.
“Μικρός που είναι ο κόσμος!”, διαπίστωσε ενώ συνέχισε να χαμογελά. “Δεν είστε από το νησί μας απ΄ότι ξέρω”.
“Για τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές ήρθαμε με τη γυναίκα μου. Άλλωστε ερχόμαστε συχνά στον Πύργο. Κάθε χρόνο σχεδόν. Έχω καλούς φίλους και πελάτες στην Τήνο, και έτσι συνδυάζω δουλειά και διασκέδαση”,
Η Φροσούλα αφού χαιρέτησε ευγενικά, έκανε νόημα πως τους περιμένουν.
“Πρέπει να φύγουμε”, απολογήθηκε στον συνομιλητή του. “Χάρηκα που σας γνώρισα, και καλά να περάσετε!”.
“Ξέρεις παιδί μου”, του είπε αυτός βγάζοντας από το σακάκι την κάρτα του. “Το κότερο μου χρειάζεται κάτι μερεμέτια, και έμαθα πως τα καταφέρνεις καλά σε κάτι τέτοια! Πάρε με τηλέφωνο όταν κατέβεις Αθήνα να συνεννοηθούμε.”.
“Δυστυχώς δεν υπάρχει χρόνος.”, του απάντησε με παράπονο. “Δυο τρεις φορές μόνο την βδομάδα έχω έξοδο!”
“Το καλοκαίρι αργεί ακόμα!”, απάντησε χαμογελαστός. “Έχουμε όσο καιρό θέλουμε. Περιμένω τηλέφωνο σου!”, κατέληξε κτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη.
Το ρεβεγιόν στην βίλα του Αλέξη, ήταν από χρόνια καθιερωμένη συνήθεια. Συνεργάτες και φίλοι αποτελούσαν την μόνιμη παρέα του ζευγαριού κάθε παραμονή Χριστουγέννων. Η εξαιρετική φιλοξενία της Βασιλικής, της νεαρής γυναίκας του, και τα υπέροχα εδέσματα που ετοίμαζε ο σεφ με τους βοηθούς του, δεν άφηναν σε κανέναν το περιθώριο να σκεφτεί κάτι άλλο γιαυτή τη νύχτα. Ο Πετρής αν και στην αρχή βρέθηκε έξω από τα νερά του, γρήγορα προσαρμόστηκε στις καινούργιες συνθήκες. Το γοητευτικό του παρουσιαστικό, αλλά και τα καλά λόγια από τους οικοδεσπότες, έσπασαν τον πάγο ανάμεσα σ΄αυτόν και τους καλεσμένους.
Η Βασιλική όλο το βράδυ τον είχε από κοντά. Με την πρόφαση πως δεν γνώριζε τους συνδαιτυμόνες και θα αισθανόταν αμήχανα τον πήρε υπό την προστασία της. Καθόλου ανυστερόβουλα δεν το έκανε! Από την πρώτη στιγμή που τον είδε, κάτι άστραψε στην καρδιά της. Έρωτας; Δεν ήταν σίγουρη, όμως η έλξη της γι΄άυτο το πανέμορφο παλικάρι, μεγάλωνε μέρα με την ημέρα.
“Δεν ακούμπησες τίποτα!”, τον μάλωσε τρυφερά. “Δοκίμασε την γεμιστή γαλοπούλα, είναι υπέροχη, πίστεψε με!”.
“Όλα είναι υπέροχα!”, την διαβεβαίωσε. “Μην ανησυχείτε, θα τα τιμήσω δεόντως!”.
Η Βασιλική έσκυψε στον ώμο του και του ψιθύρισε με νόημα: “Αυτός ο πληθυντικός υψώνει έναν τοίχο ανάμεσα μας! Και εμείς δεν το θέλουμε, έτσι δεν είναι;”.
“Ασφαλώς και όχι!”, της απάντησε κοιτώντας την στα μάτια. “Αυτός ο τοίχος θα με εμπόδιζε να βλέπω τα μάτια σου, να νιώθω τη ζεστασιά του κορμιού σου, να σε αγγίζω!”.
Ήξερε πως με αυτά που της έλεγε ρίσκαρε πολύ. Αν δεν είχε διαβάσει σωστά τα σημάδια, θα έχανε την εύνοια της και θα απομακρυνόταν από τον στόχο του. Οι λίγες στιγμές σιωπής που μεσολάβησαν μέχρι την απάντηση της, αύξησαν την αγωνία του. Εξακολούθησε να έχει τα μάτια καρφωμένα στα δικά της, προσπαθώντας να διαβάσει τις σκέψεις της. Μάταια όμως. Αυτή την ικανότητα δεν την είχε ποτέ. Ίσως επειδή έκρυβε τόσο καλά τα δικά του συναισθήματα, δεν μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει των άλλων. Η δική του δεξιότητα είχε να κάνει με την επιβολή. Με την επέμβαση στην ψυχή τους. Σ΄αυτό ήταν ασυναγώνιστος.
Τελικά η απάντηση της δεν ήταν ακριβώς αυτή που περίμενε. Κάπως αποστασιοποιημένη του φάνηκε, αν και χωρίς να του κλείνει την πόρτα.
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου