ΜΙΑ ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΜΙΑ ΓΡΟΘΙΑ
Όνειρο κι αυτό που είδα, ήρθαν λέει ξαφνικά,
οι τρακόσιοι του Λεωνίδα, και του Γέρου τα παιδιά.
Ήταν όλοι ματωμένοι, και πετούσε η ματιά,
άυπνοι, ξενυχτισμένοι, μα με μια καρδιά φωτιά.
Κι όπως, μού’δειχναν τα χέρια, λαβωμένα απ’ το σπαθί,
να του Διάκου τα ασκέρια, κι ο Αλέξανδρος μαζί.
Πάνω στ’ άτι του το άσπρο, ο Διογένης Ρωμανός,
και το λάβαρο, στο κάστρο, ύψωνε ο Γερμανός.
Δίπλα κι ο Παλαιολόγος, τελευταία λειτουργιά,
τούτος θα’τανε κι ο λόγος, που δακρύζει η Παναγιά.
Του Φιλίππου οι Μακεδόνες, προσκυνούσαν σιωπηλά,
καθώς έφερναν οι αιώνες, σκοτωμένο το Μελά.
Η φωνή του Μακρυγιάννη, άναβε παντού φωτιές,
και μηνύματα απ’ τη Μάνη, φτάνανε στις Πλαταιές.
Οι γυναίκες της Ηπείρου, σέρναν τ’ όνειρο σκυφτές,
κι όλες οι στρατιές του Πύρρου, υποκλίνονταν σ’ αυτές.
Του Πινδάρου οι παιάνες, σπέρναν τρόμο στα θεριά,
και στην Κορυτσά οι καμπάνες, σήμαιναν τη λευτεριά.
Μαραθώνας, Σαλαμίνα, Τεπελένι, οχυρά,
Σπάρτη ,Ρούμελη, Αθήνα, μια ψυχή και μια γροθιά.
(Ρ)
Θεέ μου, το όνειρο ετούτο, να μην τέλειωνε ποτέ,
Ο «Ακάθιστος ο ύμνος», δίπλα στο «Μολών λαβέ».
Κάνε Θεέ μου να γυρίσουν, κείνοι οι Έλληνες στη γη,
Τα σκοτάδια να διαλύσουν, και να κλείσουν την πληγή.
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου