ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2023

Η οχιά (Διήγημα)

 Το ‘χε συνήθειο από μικρή να παίζει ψηλά στην πλαγιά με τις πέτρες, σ’ εκείνον τον χώρο που τον έτρωγε αδηφάγα ο ήλιος, στην πλαγιά του βουνού που δεσπόζει πάνω από τον τόπο της. Στα πόδια της η θάλασσα, οι φωνές των παιδιών αδιάφορες, φιλικές και ξένες. 

Ο τόπος ετούτος, άνωθεν του οικισμού, ημίγυμνος στέκει κι αυτή χαιρόταν να παίζει στο γυμνό του κομμάτι. Δέσποζαν πιο ψηλά της βράχια και άλλα βράχια και στα πόδια της πέτρες που δεμένες σχημάτιζαν ένα τεράστιο πες μαρμάρινο αλώνι. Από κάτω της, στις πατούσες του βουνού, τα πεύκα της κρύβανε τον κόσμο που κινιόταν ή ακινητούσε στην παραλία, τον άλλον της θάλασσας της τον

έκρυβε ο ήλιος που μαστίγωνε τα μάτια της.

Η επισκέπτρια ερχόταν πάντα κατά το μεσημέρι, την ώρα που εκείνη αποφάσιζε να κατεβεί στον οικισμό, ο ήλιος της έτσουζε όλο το σώμα πια, ερχότανε τότε που είχε χάσει την παραμικρή ελπίδα πως θα την έβλεπε. Εμφανιζότανε δίπλα της, εκείνη της άπλωνε τον δείκτη και η επισκέπτρια της τσιμπούσε λίγο το δάκτυλο. Την άκρη του, εκεί που το νύχι τελείωνε. Κουλουριαζόταν μετά ήρεμη, εντρυφούσαν ως και την αναπνοή τους, και σαν δεν είχε κάτι άλλο να κάνουν ξανακρυβόταν η μία στις πέτρες, η άλλη τραβούσε τον δρόμο του γυρισμού. Να ήτανε η ίδια; Δεν μπορούσε να πει.

Καμιά τους δεν μιλούσε και η σκέψη της, την κάθε φορά, έτρεχε στη γιαγιά.

-Για να αντέξεις τον πόνο… της έλεγε, για να μάθεις τον πόνο που περνά δηλητήριο μέσα σου και να μπορεί το σώμα σου το δηλητήριο να το κάνει αίμα. Καλό αίμα.

Και άπλωνε το χέρι η γιαγιά και της έμαθε και το δικό της να απλώνει.

Πέρασαν τα χρόνια μα η συνήθεια δεν πέρασε. Κάθε που στον τόπο της έρχεται, πόσα χρόνια τώρα, ανεβαίνει εδώ. Δεν κοιτά κάτω της τον κόλπο, δεν την ξελογιάζει η θέα, το απέραντο πέρα γαλάζιο, οι βάρκες που σέρνουν οκνηρές μια ακύμαντη ζωή ή ο οικισμός που κοιτώντας τον από ψηλά μοιάζει σαν άκρια από πίνακα θαλασσογραφίας. Αυτή σέρνει τα πόδια της στις πέτρες, κοιτά μέσα τους και περιμένει. Και σαν κουραστεί, κάθεται σε μιαν ηλιοκαμένη κοτρώνα και περιμένει. Ξέρει πως σαν η απελπισία τη γεμίσει, σαν η αναμονή φτάσει στο άκρο της, θα συρθεί δίπλα της η επισκέπτρια εκείνη και θα τη δαγκώσει εκεί, στην άκρια από το δάχτυλο που θα της τείνει. 

Πόσα χρόνια ζουν οι οχιές; Τι σημασία να έχει; Η γνώση περνά από τη μια γενιά στην άλλη.

-Για να αντέξεις τον πόνο, ακούει τη γιαγιά. Αν και οι πόνοι της ζωής και των ανθρώπων που τους προκαλούν αν και άδηλο, πιο φαρμακερό δηλητήριο έχουν. Και θανατηφόρο.

Κάποιες φορές, έρχεται η γιαγιά και κάθεται δίπλα της. Φορά εκείνη τη μαύρη ποδιά που κάλυπτε ένα γκρίζο φόρεμα. Κάθεται κάθε φορά στην ίδια απόσταση, για να μην την τρομάξει αλλά και για να ακούγεται. Ήταν σιγανά τα λόγια της γιαγιάς και τα μιλούσε σαν ησύχαζε εκείνο το αεράκι που σήκωνε το δείλι.

«Γινήκαμε πρόσφυγες. Πήραμε εκείνο το καράβι που ήτανε όλο μαύρο. Μαύρο το σκαρί του, μαύρα τα φουγάρα του, πιο μαύρο το πλήθος που κουβαλούσε. 

Ήμασταν οχτώ. Τέσσερα αδέλφια, οι γονείς και οι δυο μου ανύπαντροι θειοι. Κανείς δεν μιλούσε, πίστευα τότε πως άκουγαν όλοι τη θάλασσα που άκουγα εγώ. Εκείνοι άκουγαν τα ουρλιαχτά και τις φωτιές που γέμισαν τα σπίτια μας. Θα τις άκουγαν για πολύ ακόμα. 

Στο πρώτο λιμάνι μείναμε επτά. Η μεγάλη μου αδελφή χάθηκε, λες και την πήρε κάποιο αέρι και της έκλεισε με έναν μανδύα το σώμα και τις φωνές. Μέρες ψάχναμε. Μέρες και άλλες μέρες. Φωνάζαμε και οι φωνές μας χανότανε στις φωνές και στα ουρλιαχτά των άλλων. Κλαίγαμε και το κλάμα μας δενόταν με τον οδυρμό των άλλων. Από τους υπεύθυνους κανείς δε νοιάστηκε. Μήτε για μας μήτε για όλους τους άλλους. Εκείνο το νησί δεν ήτανε ο προορισμός μας, έτσι μας είπανε. Αν μείνετε εδώ θα έχετε μονάχα τα ρούχα σας, έτσι μας είπαν. Μας φορτώσανε και το μόνο που καταφέραμε ήτανε να αφήσουμε εκεί τον ένα θειο να την ψάχνει κι εμείς κινήσαμε και πάλι.

Στο δεύτερο λιμάνι μείναμε πέντε. Ο μεγάλος μου αδελφός χάθηκε, λες και τον πήρε κάποιος λαβύρινθος και δεν μπορούσε μήτε φωνή να βγάλει. Και το σώμα του άφαντο, άφανος και ο Μινώταυρος. Μέρες ψάχναμε. Και άλλες μέρες. Και το κλάμα μας έφτανε στον ουρανό, μα ήτανε πολλά τα κλάματα και οι οδυρμοί και οι υπεύθυνοι αφήσανε τον ουρανό ανοιχτό να τα παίρνει το σύμπαν. Μονάχα για ετούτο νοιάστηκαν. Να μην ακουγόμαστε. Εκείνο το νησί δεν ήτανε ο προορισμός μας, έτσι μας είπανε. Εδώ θα έχετε μονάχα τα ρούχα σας, μας είπαν. Μας φορτώσανε σε ένα σκαρί και το μόνο που μπορέσαμε, να αφήσουμε εκεί τον άλλο θειο.

Στο τρίτο λιμάνι, στον προορισμό μας, μείναμε τρεις. Οι γονείς και εγώ, το στερνοπούλι τους. Η άλλη μου αδελφή γέμισε με την απουσία της έναν καιρό που μας υποδέχτηκε με καταιγίδες. Οι κεραυνοί κάλυψαν τις φωνές της, η βροχή το διάβα της. Εδώ δεν θα είχαμε μονάχα τα ρούχα μας, αλλά μας δώσανε και μια σκηνή και κάθε μέρα κι ένα πιάτο φαΐ. Για τούτα νοιάστηκαν και για το άλλο, να τους λέμε ευχαριστώ. Χωρίς ευχαριστώ μέλλον δεν υπήρχε.

Στον μήνα μείναμε δύο. Εγώ και ο πατέρας. Η μάνα όλον ετούτον τον καιρό έπαιρνε από το χάραμα τους δρόμους, τριγυρνούσε όλην την πόλη και σαν το πηχτό σκοτάδι της έκλεινε τους δρόμους πήγαινε στη θάλασσα και μοιρολογούσε. 

Ένα θεριό έγινε η μάνα. Θεριά ήμασταν και όλοι μας, λες και μας ξαμόλησε κάποιος και όλοι οι ντόπιοι ζωστήκανε τα όπλα τους μην και στα σπίτια τους πλησιάσουμε. Μην και το χνώτο μας λερώσει τους τοίχους τους.

Και η μάνα έγινε ακόμα πιο θεριό και πιο θεριό ακόμα και πιο ανήμερο θεριό. Άλαλη όλη τη μέρα έψαχνε σε όλα τα στενά και τη νύχτα όλη έσκουζε. Σα να φώναζε της θάλασσας να της μαρτυρήσει. Σα να μοιρολογούσε τον κόσμο όλον που χάθηκε. Ο πατέρας την κοιτούσε και έκλαιγε. Είχε κι εμένα να προστατέψει.

Έναν μήνα άντεξε η μάνα. Μετά την πήρε η θάλασσα. 

-Ησύχασε, είπε ο πατέρας. Αυτός ήξερε. Ένα χαρτί αν είχαμε, ένα χαρτί αν είχαμε στα χέρια μας, έλεγε και ξανάλεγε ο πατέρας, ένα χαρτί με το όνομά μας κανείς δεν θα χανόταν. Ένα χαρτί στα χέρια μας, ένα χαρτί με το όνομά μας…

Κι έκλαιγε ο πατέρας. Με αυτά τα λόγια πήγε. Ένα χαρτί…»

Και ησύχασε η γιαγιά και η σκέψη της εγγονής της γίνηκε ένα σύννεφο βαρύ που πήρε να κινείται αργά και μετά το σύννεφο ξανάγινε σκέψη και ετούτα τα λόγια κάλυψαν τις πέτρες γύρω της:

Και ησύχαζε η γιαγιά κι εγώ σκεφτόμουν και μονολογούσα, περίμενα άλλες ιστορίες από εσένα γιαγιά. Για φίδια και για εχθρούς και για τον αρχηγό που θα ερχόταν να σας σώσει. Περίμενα άλλες ιστορίες γιαγιά, έστω πικρές, αλλά άλλες ιστορίες. Και πικρογελούσα προδομένη. 

Φωνές και γέλια από τη θάλασσα και τρία ιστιοφόρα παλεύουν για την πρωτοκαθεδρία τους στα νερά. Και η πέτρα να καίει. Πάνω της η σάρκα της τυραννιέται μα αντέχει. Αντέχει τον ήλιο γιατί εκείνα τα λόγια την τσουρουφλίζουν. 

-Για να αντέξεις τον πόνο πρέπει να δεχτείς το δηλητήριο του κόσμου, ακούει, είναι η οχιά που δίπλα της στέκει, την κοιτά και χάνεται κι αυτή απλώνει το δάκτυλο… το δάκτυλό της στο κενό.

Άλλες ιστορίες περίμενα από εσένα γιαγιά. Άλλες…

Αλλά κι εγώ τι ιστορίες θα πω στα εγγόνια μου; Για εκείνη την οχιά που με μαθήτευε στον πόνο της ζωής ή για τη γιαγιά που σαν την κυρίευσε η άνοια κάθε που πήγαινα στην κλινική να τη δω κρατούσε με μανία σφιχτά πάνω της την ταυτότητά της;

γράφει ο Θεόδωρος Πάλλας

Πηγή

Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου