«Η νύχτα είναι σιωπηλή. Κάτι το μυστηριακό κρύβει μέσα της! Τα μάρμαρα απέναντι σχεδόν αναπνέουν. Έτοιμος δείχνει ο ευρύστερνος ήρωας να σηκωθεί και να αδράξει το σπαθί του, να το τείνει ενάντια στο δόρυ που του προτάσσει ο αντιμαχόμενος.
Μια ασπίδα θα λάμψει σαν αντικατοπτρίσει το φέγγος του ήλιου πάνω της και θα αναδείξει τους δοξασμένους ανδρείους που παλεύουν στη μάχη για την πολυπόθητη νίκη. Κορμί με κορμί, αντίκρυ ο ένας στον άλλον, θα λογαριάζουν με το βλέμμα το θάρρος, ποια ματιά θα λοξοδρομήσει πρώτη, αδύναμη μπροστά στο βάρος της τόλμης της αντικρινής.
Από πάνω η Αθηνά να επιβλέπει, έτοιμη να γύρει την καλοσύνη της στην πλευρά που συμπονά και από ροπή στην κατάχρηση της εξουσίας να δράξει την ευκαιρία, εκμεταλλευόμενη την αμέλεια του Δία, με μια της κίνηση να δώσει το ποθητό πλεονέκτημα στο παλικάρι που πονά, γιατί ερωτεύθηκε τη θνητή αλλά και τόσο μεγαλόπρεπή του φύση.
Ο Άρης να χαίρεται, στεφανωμένος με το στέμμα του πολέμου, αφήνοντας τους αντιμαχόμενους να βρουν βίαια τη λύση μόνοι τους, ο Ποσειδώνας ανήσυχος και έτοιμος να ενσωματώσει στο σπίτι του, τη θάλασσα, τη ρίγη που διαπερνά το θείο κορμί του από την ένταση που νιώθει, καθώς παρακολουθεί τον πόλεμο μεταξύ των ανθρώπων και ο Ερμής έτοιμος να μεταφέρει το μήνυμα της νίκης για τη μια πλευρά και της ήττας για την άλλη.»
——————————————————————————————————————–
Μπερδεμένος είμαι όπως τις άλλες φορές. Γράφω και ξαναγράφω, σκίζω σελίδες και άλλες τις πετώ, καμιά φορά μαζεύω σε δεύτερη σκέψη τα απομεινάρια τους προσπαθώντας να τα κολλήσω, να βγάλω νόημα συνθέτοντας τα γραφόμενά μου. Η έμπνευση διαρκώς περιφέρεται γύρω μου χωρίς να επιθυμεί να σταθεί έστω για λίγο και να εισχωρήσει στην άνυδρη φαντασία μου. Μέρες παιδεύω τον εαυτό μου να αποτυπώσει μερικές αράδες που να έχουν συνοχή και όμως όλες μου οι προσπάθειες χαραμίζονται και σαν κακό μαντάτο έρχεται να διαλαληθεί από το συνειδητό μου το κακό αποτέλεσμα.
Θα βγω μια βόλτα. Κουράστηκα να επιμένω και να υπομένω τον άνομβρο εαυτό μου. Ωραία μέρα σήμερα. Ήλιος φωτεινός, θερμοκρασία ανεχτή και αδημονία από μέρους μου να καθαρίσω λίγο το μυαλό μου από τις ίδιες και ίδιες, επαναλαμβανόμενες σκέψεις. Δυστυχώς, θα αρχίσω να πιστεύω στην τύχη. Νιώθω άτυχος. Γιατί η ικανότητά μου να διαχειρίζομαι τόσο καλά τόσες πολλές σκέψεις να μη με οδηγεί παράλληλα να παραγάγω νέες; Απορώ. Απορώ με την ατυχία, δυστροπώ με τον εαυτό μου.
Το καπελάκι μου και φεύγω. Ευκαιρία να πάρω εκείνο το δέμα που τόσο αναμένει η συγκάτοικός μου, για την ακρίβεια σπιτωμένη ερωμένη μου. Μια βερμούδα αρμόζει στην περίσταση, μια κοντομάνικη φανέλα, της οποίας έχω αδυναμία στο κόκκινο χρώμα της και τη φαρδιά της διάσταση, και φυσικά τα αγαπημένα μου μοκασίνια για μακρινούς περιπάτους.
Η αναμονή στο ταχυδρομείο φαίνεται πως δε θα είναι μεγάλη. Δέκα αριθμοί προηγούνται και ύστερα έπεται ο δικός μου. Χαζεύω σκοτώνοντας την ώρα μέχρι να έρθει η σειρά μου. Οι περισσότεροι αναμένοντες είναι αλλοδαποί τουρίστες. Φοράνε τα ανοιχτόχρωμα καπέλα τους με τις μακριές ή τις κοντές τους βερμούδες και μπλούζες με τιράντες ή το πολύ κοντομάνικες, στην πλειοψηφία τους πατάνε πάνω σε άνετα σανδάλια, να αναπνέει η βάση του σώματος και να έχει άνεση στη μετακίνηση και είναι αλειμμένοι από μια, ίσως και παραπάνω, γενναία στρώση αντηλιακού.
Την προσοχή μου στο τυχαίο αποσπά η συνομιλία του υπερήλικα πελάτη με την ταμεία. Γλυκές κουβέντες ανταλλάσουν, δηκτικό της μάλλον εδώ και καιρό γνωριμίας τους. Η λειτουργία της κρατικής μηχανής βελτιώνεται. Όσο και να προσάπτω κατηγορίες στο δημόσιο τομέα ή να διατυπώνω φωναχτά τα τρωτά του, τόσο εκτιμώ ατομικά υπαλλήλους του που κάνουν οφθαλμοφανή την δίκαιη ανταμοιβή τους.
Ο κύριος Λευτέρης χαμογελά. Τα χρόνια είναι αρκετά πάνω του και λιγοστά εκείνα που τον περιμένουν. Μια μείξη φθοράς και νιότης με κάνουν να γυρίσω το βλέμμα μου πάνω του και να τον δω με συμπάθεια. Ένα ανοιχτόχρωμο κομψό κουστούμι αγκαλιάζει τον ευγενή ηλικιωμένο. Πιθανόν να είναι ένα από τα λίγα του. Το ατσαλάκωτο του ενδύματος όμως δείχνει έναν άνθρωπο της σύνεσης και της λεπτότητας.
Καθημερινή σήμερα και η επιρροή από το καλό γούστο είναι φανερή στην εμφάνισή του. Κοντό μαλλί στο φυσικό του χρώμα το άσπρο, κατσαρό με κυματισμούς τέτοιους που θυμίζουν ανταριασμένη θάλασσα και ένα ξεχωριστά καλοπροαίρετο πρόσωπο, ρυτιδιασμένο αλλά φανερά πρόσχαρο. Η καλοσύνη ανταποδίδεται με καλοσύνη, αν και όχι πάντα, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση ισχύει.
Η συναλλαγή πήγε καλά. Ο κύριος Λευτέρης ευχαριστεί, η ταμίας του χαμογελά ευγενικά και τον χαιρετά με χαρά, γιατί είναι και αυτή άνθρωπος και ανασταίνεται η ψυχούλα της, όταν συναντά χαρούμενους πελάτες και όχι ξινισμένους και μίζερους. Φεύγει ο κύριος Λευτέρης ικανοποιημένος, όπου για μια ακόμα μέρα ήρθε σε επαφή με ανθρώπους, αντάλλαξε μερικές κουβέντες καλοσυνάτες, έκανε τη δουλειά του και η διάθεση του ανέβηκε με τη βοήθεια καιρού και ανθρώπου. Χαιρετά ο συμπαθέστατος κύριος και τη διπλανή ταμία, χαιρετά και την προϊσταμένη που κάθεται πάνω από την τρίτη ταμία, όπου την επιτηρεί σε μια δουλειά που προφανώς της ανέθεσε να κάνει και φεύγει αφήνοντας τη θετική του αύρα μέσα στο κατάστημα να μας αναζωογονεί.
«Κύριε Λευτέρη, μισό λεπτό» απρόσμενα τρέχω προς το μέρος του και του λέω πιάνοντάς τον από το μπράτσο. Εκείνος δείχνει να ξαφνιάζεται στιγμιαία. Θα αναρωτιέται από πού γνωρίζω το όνομά του. Μετά, όμως, από την πρώτη του εμφανή αντίδραση στο απρόοπτο μου χαμογελά και στέκεται έξω από την είσοδο που τον σταμάτησα. Του ανταποδίδω το χαμόγελο και του γνέφω θέλοντας να του δείξω πως τον ευχαριστώ για την κατανόηση της απρόσμενης κίνησης από έναν άγνωρο.
Παίρνω πάλι τη θέση μου, όρθιος, μπροστά από τον εσωτερικό πίσω τοίχο του καταστήματος, απέναντι από τα ταμία, και περιμένω να έρθει η σειρά μου. Ευτυχώς, η εξυπηρέτησή μου δεν αργεί. Τυχαίνει να πάω στην ίδια ταμία στην οποία πριν λίγο ήταν ο κύριος Λευτέρης, την κοιτώ διερευνητικά, εκείνη μου χαμογελά ανθρώπινα, ξέρω να ξεχωρίζω το επαγγελματικό από το αυθόρμητο, το πηγαίο, και μου ζητά την ταυτότητά μου, αφού ήδη της έχω εξηγήσει τι ακριβώς επιθυμώ. Μου λέει πολύ φυσικά, σα να με ήξερε και εμένα καιρό, αν το επώνυμό μου έχει κάποια σχέση με το νονό της, το γερο-στρατηγό Καραγεώργο. Της αποκρίνομαι πως όχι, παρότι, της εξηγώ, θα χαιρόμουν αρκετά για αυτή την τυχαία και απρόσμενη σύμπτωση, και η κουβέντα μας τελειώνει απότομα εκεί.
Το μυαλό μου είναι στον κύριο Λευτέρη που με περιμένει απ’ έξω. Κοιτώ να δω αν είναι ακόμα εκεί και δεν έφυγε και ευτυχώς η ευχάριστη παρουσία του βρίσκεται εκεί όπου την άφησα. Παίρνω το δέμα το οποίο περίμενα, ευχαριστώ την ταμία και φεύγω με διφορούμενα συναισθήματα. Από τη μια πλευρά με ένα κενό, γιατί πίστευα πως με κάποιο τρόπο έπρεπε να συνεχίσω το μικρό διάλογό μου με την ταμία, να ανταποδώσω την ευγενική της προθυμία να ανταλλάξει δυο λόγια μαζί μου, έστω και άνευ ουσιαστικής σημασίας, και από την άλλη με ανυπομονησία να πω αυτά που ήθελα στον κύριο Λευτέρη και με το άγχος να μην τον καθυστέρησα αρκετά στο καθιερωμένο του, ίσως, πρόγραμμα.
Οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας είναι συχνά προσκολλημένοι σε ένα πρόγραμμα πειθαρχημένο, το οποίο τις περισσότερες φορές δεν έχει σημαντική αξία, αλλά φαίνεται πως τους βοηθά στα στερνά τους να δίνουν ένα ξεχωριστό νόημα στη ζωή τους. Αυτοπειθαρχία ίσον αυτοέλεγχος και κατά συνέπεια ίσως και προετοιμασία που ενδείκνυται για την επερχόμενη έλευση του μαυροφορεμένου κλειδοκράτορα του άλλου κόσμου.
«Κύριε Λευτέρη, με συγχωρείτε. Δεν πιστεύω να σας καθυστέρησα από κάποια επείγουσα υποχρέωση που πιθανόν είχατε;»
«Όχι, αγόρι μου. Εγώ; Τι υποχρεώσεις να έχω εγώ τώρα πια;»
«Λάθος λέξη χρησιμοποίησα. Και πάλι με συγχωρείτε. Εννοούσα κάποια δουλειά που θα μπορούσατε να έχετε;»
«Όχι, αγόρι μου. Για μένα τελειώσανε πλέον οι δουλειές. Ό,τι κάνω πλέον το κάνω με μεράκι. Ήρθε η ώρα να πράξω αυτό που τόσο εθελοτυφληκά απέφευγα τόσα χρόνια. Για μένα οι μέρες μου πλέον είναι μια χαρμόσυνη εξαγγελία. Κάθε μέρα που ξημερώνει για μένα είναι γιορτή. Φροντίζω να βλέπω τις, όπως και εσύ λες, υποχρεώσεις σαν ένα ευχάριστο γεγονός. Αλλά σε τι θα μπορούσα να σου φανώ χρήσιμος;»
«Ξέρετε, δεν είναι κάτι συγκεκριμένο αυτό που σας θέλω. Σας «κατασκόπευσα» στο ταμείο, τις κουβέντες που ανταλλάξατε με την ταμία και με την ευδιαθεσία που χαιρετήσατε όλο το προσωπικό του καταστήματος και μου έκανε εντύπωση πού βρίσκετε όλη αυτή τη διάθεση. Είναι κάτι που ψάχνω εδώ και καιρό να το ανακαλύψω, αλλά μου διαφεύγει. Ας πούμε πως θα ήθελα τη συμβουλή σας. Θα μου ήταν πολύτιμη.»
Ο κύριος Λευτέρης μου χαμογέλασε στοργικά σα να είχε απέναντι το εγγόνι του. Έλαμπε ολόκληρος. Το πρόσωπό του παρότι είχε πάρει αυτό το ωχρό χρώμα των γηρατειών, της αλλοίωσης της σάρκας, εξέπεμπε, αντίθετα, μια εκθαμβωτική ζωτικότητα. Ένιωσα τη γαλήνη του να με θωπεύει σαν ένα πέπλο δροσιάς και πριν ακόμα ανοίξει το στόμα του, για να μοιραστεί μαζί μου τις εμπειρίες του, ήδη είχε ξεκινήσει να μου μιλά. Λόγια που δε λέγονται, αλλά διαβάζονται. Και ύστερα άρχισε να προφέρει τις πρώτες του λέξεις.
«Το μυστικό, αγόρι μου…;»
«Γιάννης, κύριε Λευτέρη. Γιάννης.»
«…βρίσκεται στη στιγμή. Αν καταφέρεις και αποκόψεις από το μυαλό σου το αύριο, τις σκέψεις σου για το χρόνο που έρχεται, τότε θα αρχίσεις να βιώνεις μια πραγματικότητα πολύ διαφορετική από αυτήν που ξέρεις μέχρι σήμερα.
»Εγώ, λόγω γηρατειών, αυτό μπορώ και το πετυχαίνω πιο εύκολα από έναν νέο σαν και εσένα, γιατί για μένα εκ των πραγμάτων δεν υπάρχει αύριο. Δεν υπάρχει κάτι για το οποίο μπορώ να ελπίζω. Οι στόχοι μου επιτεύχθηκαν και όσοι δεν υλοποιήθηκαν, τους άφησα να τους πάρει μαζί του η λήθη του χρόνου. Τα όνειρά μου, άλλα πραγματοποιήθηκαν και άλλα όχι και μένουν ευχάριστα στη γερασμένη μου μνήμη, απλά για να με κάνουν να αγαλλιάζω στη σκέψη της πιθανής τους επίτευξης. Σαν ένα όμορφο παραμύθι, όπως λέμε. Το γήρας θυμίζει την παιδική ηλικία και όσο ανεβαίνεις σε ηλικία τα σκαλοπάτια τόσο έχεις ανάγκη από ακίνδυνα παραμύθια.
»Η υγεία μου εδώ και καιρό κάμπτεται και σίγουρα δεν υπάρχει η οδός για την καλυτέρευση. Απογόνους, δόξα το θεό έκανα. Είμαι ευχαριστημένος με τα παιδιά μου, με τα εγγόνια μου και ακόμα και αν το σκεφτείς κυνικά, απλά, ολοκλήρωσα το υπέρτατο χρέος μου ως οργανισμός, ως άνθρωπος, εκείνο της διαιώνισης του είδους, τη μοναδική δυνατότητα που μου έδωσε η φύση να δημιουργήσω ζωή εκ του μηδενός. Να γευτώ το ένα και μοναδικό θαύμα που υπάρχει σε αυτή τη ζωή.
»Επομένως, Γιάννη μου, πλέον, δεν κοιτάω το αύριο. Βιώνω την κάθε μέρα σα να είναι όντως η τελευταία, σαν αύριο να μην είναι γραπτό μου να ανοίξω τα βλέφαρά μου. Και από τότε που συμπεριφέρομαι κατά αυτόν τον τρόπο, όπως είδες κι εσύ με τα ίδια σου τα μάτια σήμερα, ζω πιο όμορφα. Είμαι ευτυχισμένος και κάνω και τους γύρω μου ευτυχείς. Είναι σπουδαίο πράγμα να προσφέρεις θετική ενέργεια. Κυρίαρχα, γιατρεύεις το δικό σου εαυτό… απλώνεις όμως και το αγκίστρι για να τσιμπήσουν και οι τολμηροί.»
«Αν είσαι νέος όμως; Πώς το καταφέρνεις αυτό;»
«Δυστυχώς, αν κρίνω από τον εαυτό μου δεν είναι εύκολο αυτό για τα νιάτα. Σίγουρα είναι επιτεύξιμο αλλά η διαδρομή προς αυτήν την κατάκτηση είναι δύσκολη. Πρέπει κάθε μέρα να προσπαθείς να αποβάλεις κάθε σκέψη για το αύριο. Ζήσε το τώρα, Γιάννη. Δε θα ξανάρθει.
»Δυστυχώς, εγώ το βίωσα αυτό πολύ άσχημα όταν έχασα τη γυναίκα μου. Χρόνια και χρόνια σκεφτόμουν πράγματα για το μέλλον. Τι θα κάνουμε αύριο, τι θα πράξουμε μεθαύριο. Και ξαφνικά, όταν η γυναίκα μου έφυγε από τη ζωή, συνειδητοποίησα πως μέχρι τότε έχανα το τώρα. Πόσο πιο ουσιαστικός θα μπορούσα να είμαι απέναντι στη γυναίκα μου, στα παιδιά μου;
»Δε σου λέω να πάψεις να ονειρεύεσαι ή να σταματήσεις να κάνεις σχέδια για το μέλλον. Αυτά χρειάζονται, είναι αναγκαία, είναι ζωτικής σημασίας. Αλλά μόνο ως φάρος, ως ορίζοντας. Όχι ως ζωή. Γιατί ζωή είναι το τώρα, το σήμερα, η στιγμή τώρα που μιλάμε. Ένα δευτερόλεπτο πριν που σου μιλούσα είναι παρελθόν. Πάει, πέρασε. Κράτα τα καλά, ρούφα σαν μέλισσα, αλλά άσε το στραγγιστήρι σου να χωρέσει και άλλα.
»Δε σου προτείνω να γίνεις αδιάφορος για τα επερχόμενα, αλλά συνετός.
»Γιάννη, πρέπει να ζεις στο έπακρον τη ζωή σου και τα συμβαίνοντά της. Ακόμα και τον πόνο. Αλλιώς δεν έχει νόημα το πέρασμά μας από ετούτον τον κόσμο.»
Μιλούσε τόσο ήρεμα και φυσικά σε αντίθεση με την εικόνα ενός ανθρώπου, την οποία περίμενα να αντικρίσω, όπου θα βρισκόταν σε έκσταση με όλα αυτά τα τόσο σημαντικά πράγματα που εκστόμιζε. Η αρμονία είχε τυλιχτεί σε κάθε ίνα του, σαν πλεκτό με κόμπους σφιχτοδεμένους και ακέραιους.
Για αυτό, λοιπόν, τέτοια χαρωπή εμφάνιση; Για αυτό η απρόσμενη έλξη μου προς έναν άγνωστο ηλικιωμένο άνθρωπο; Για αυτό όλα αυτά;
«Τι σε προβληματίζει, όμως, πέρα από αυτό, αγόρι μου;» μου είπε καθώς με είδε προβληματισμένο να μη μιλώ.
«Δεν υπάρχει πέρα από αυτό τίποτα, κύριε Λευτέρη. Αυτό είναι όλο και πιστεύω πως αρκεί. Από εκεί πηγάζουν όλα τα δεινά μου» του είπα κλείνοντας χαμογελαστά αλλά στοχαστικά. «Σε ευχαριστώ πολύ, κύριε Λευτέρη! Θα χαρώ να σε ξανανταμώσω κάποια μέρα εδώ.»
Με κοίταξε με διαγεγραμμένο το χαμόγελο στα χείλη του αλλά με μια ερώτηση να πλανάται στο βλέμμα του, προβληματισμένος και εκείνος, ίσως, γιατί δεν μπορούσε, πραγματικά, να κατανοήσει το πόσο δύσκολο είναι για κάποιον άλλον να κατορθώσει αυτό που με τόσο άνεση είχε καταφέρει αυτός. Ίσως, τελικά, όταν κοιτάς από μια κορυφή, και το κάνεις εδώ και καιρό τώρα, είναι δύσκολο να διακρίνεις χαμηλά.
«Κάθε μέρα εδώ θα με βρίσκεις, Γιάννη μου. Όταν δεν καταφέρνω να ζήσω όπως θέλω τη στιγμή, επαναλαμβάνω τη σκηνή. Πού ξέρεις; Κάποια στιγμή μπορεί να μου κάτσει…»
Αυτό το τελευταίο είναι αλήθεια πως δεν το κατάλαβα αλλά το άφησα να φύγει όπως ήρθε. Έδωσα το χέρι μου στη ζεστή και σφιχτή παλάμη του κύριου Λευτέρη, όπως αποδείχτηκε, και τον χαιρέτησα με ένα νεύμα.
————————————————————————————————————–
«Η μέρα έχει μια ιδιαίτερη μαγεία, το φως. Και να σου τώρα εμφανίζεται ο Φειδιππίδης να φέρει το μήνυμα της νίκης από τη μάχη του Μαραθώνα. Τρέχει βιαστικός, αν και καταβεβλημένος, να αναγγείλει τη νίκη των Ελλήνων, να την ανακοινώσει σήμερα, όχι αύριο. Πλησιάζει. Φαίνεται από μακριά που καταφθάνει.
Στα τείχη των Αθηνών περιμένουν τον αγγελιοφόρο και εκείνος υπηρετώντας πιστά το καθήκον του, υπερβαίνοντας τις δυνάμεις της θνητής του φύσης, δρασκελίζει τα τελευταία μέτρα της επίπονης διαδρομής του. Το κορμί του σείεται, στεγνό από ιδρώτα, αφυδατωμένο από τον ασταμάτητο αγώνα του, για να φτάσει στη γραμμή του τερματισμού, η ανάσα του βαριά, αγκομαχά ομοιάζοντας με άλογο και ο διασκελισμός του απέλπιδος παλεύει να κρατηθεί σε μια συγκεκριμένη συχνότητα, τόση, όση είναι επαρκής για το νήμα.
Πλησιάζοντας, οι τελευταίες αντιδράσεις του κορμιού του γίνονται αντιληπτές από τους σκοπούς. Τρομάζουν στην όψη αυτού του γενναίου στρατιώτη αλλά εκείνος γνωρίζει πως το μήνυμα είναι καλό και ζει τις τελευταίες του στιγμές με ζέση, συγκίνηση και τιμή, γιατί θα επιτελέσει τον τελευταίο του ιερό σκοπό. Βιώνει τη στιγμή, νιώθει αθάνατος ήδη, κρατιέται ακόμα στη ζωή από την ιερή του αποστολή να μιλήσει για το σήμερα, να μεταφέρει το μήνυμα πως σήμερα η Ελλάδα είναι ελεύθερη. Να διαλαλήσει την ελευθερία, την ανάγκη του ανθρώπου να κουρνιάζει στην κάθε στιγμή, ελεύθερος και σε απτό χρόνο, να νιώσει το θείο δώρο της ύπαρξής του.
Τα τείχη ανοίγουν. «Νενικήκαμεν» προφταίνει να εκπνεύσει με τις ύστατες δυνάμεις του και ο σπουδαίος αγγελιοφόρος πεθαίνει, ζώντας στο έπακρον ακόμα και το τελευταίο αυτό κομμάτι της ζωής.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου