ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2023

Ο καθρέφτης και η γιαγιά (Διήγημα)

Ο καθρέφτης στεκόταν εκεί, αντίκρυ του, και τον κοιτούσε. Τίποτα δεν μπορούσε να κρύψει από αυτόν, ακόμα και αν απόστρεφε το βλέμμα του. Κάθε μέρα έδινε τη μάχη του με το αδύναμο εγώ του και όταν το είδωλό του εμφανιζόταν στο μεγάλο επιτραπέζιο καθρέφτη, πρόδιδε την αλήθεια.

Δεν ήξερε τι να κάνει. Εδώ και μέρες σκεφτόταν να απαλλαγεί από αυτόν, αλλά, αν η γιαγιά αντιλαμβανόταν την απουσία του, δεν είχε προγραμματίσει τι θα της έλεγε. Αυτή η αντίκα ήταν δώρο της γιαγιάς στα τεσσαρακοστά του γενέθλια. Λες και επίτηδες του τον έκανε δώρο, για να του

υπενθυμίζει την ταπεινή του προσωπικότητα. Αυτός ο διάολος, όπως συνήθιζε να την αποκαλεί, δεν ψόφαγε με τίποτα.

Δεν περάσανε πολλά χρόνια από τότε που του τον φέρανε σπίτι και τον τοποθετήσανε εκεί που ο ίδιος, δίχως σκέψη, τους είπε. Από πίσω ακριβώς, στην πλάτη του, είχε ένα σημείωμα, με το γραφικό χαρακτήρα της γιαγιάς, που έλεγε: «Σου εύχομαι να τα εκατοστίσεις, αν και η μακροζωία στην οικογένειά μας είναι δεδομένη. Επέλεξα αυτό το δώρο για τα τεσσαρακοστά σου γενέθλια, για να βλέπεις την εικόνα σου και να αναρωτιέσαι, κάθε φορά που θα κοιτιέσαι, πόσο καθαρό είναι το μέτωπό σου, αγαπητέ εγγονέ». Η αντιπάθειά της προς το πρόσωπό του ήταν εμφανής και η ίδια η γριά δεν έκανε καμιά προσπάθεια να το κρύψει, και προχώραγε, μάλιστα, ακόμα πιο πέρα, στην ξεδιάντροπη ειρωνεία της.

Αγανακτούσε, τότε, τόσο πολύ, που άρχιζε εκείνο το καταραμένο τρέμουλο στο πάνω χείλος του, το οποίο δεν έλεγε να σταματήσει, έστω και έπειτα από αρκετά λεπτά ηρεμίας. Οι πρώτες σταγόνες ιδρώτα έκαναν την εμφάνισή τους στο μέτωπό του, μικρές μικρές, που λίγο μετά ενωνόντουσαν και σχημάτιζαν ρυάκια που διέσχιζαν όλο το πρόσωπό του, τα οποία κατέληγαν και εξαφανίζονταν πάνω στο γιακά των πουκαμίσων του που συνήθιζε να φορά. Το μουστάκι του τρεμόπαιζε κι αυτό, ακολουθώντας πιστά το ρυθμό του πάνω χείλους, και κάποιες ρυτίδες έκφρασης τώρα έκαναν την εμφάνισή τους πιο αισθητή, καθώς γυάλιζαν έντονα με τον ιδρώτα που τις διαπερνούσε. Μόνο ύστερα από δυο γουλιές ουίσκι, ξαναέβρισκε ο μυς τη σταθερή του θέση κάτω από τη μύτη και ηρεμούσε παράλληλα και εκείνος.

Αυτό το σημάδι ήταν χαρακτηριστικό της εκτόνωσης του μίσους που συντηρούσε μέσα του και δείλιαζε να το εξωτερικεύσει. Σαν ιππέας, το πάνω χείλος του έπαιρνε τα ηνία από το διστακτικό μυαλό του και παραπονιόταν με τον τρόπο του.


Υπάρχουν τμήματα και τμήματα σε έναν άνθρωπο. Κάποια από αυτά λειτουργούν όπως πρέπει και κάποια άλλα υπολειτουργούν ή δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Εκείνο όμως που είναι ζωτικής σημασίας για την τελική δράση του ανθρώπινου όντος είναι το μυαλό. Όποια απόφαση παρθεί από αυτό, τα άλλα τμήματα ακολουθούν, έστω και απρόθυμα.

Η γιαγιά τού είχε κάνει το βίο αβίωτο και σε αυτόν αλλά και σε ολόκληρη την οικογένεια. Είχε ήδη ξεκάνει τον πατέρα του και τη μητέρα του. Τον πρώτο με καρδιακό έμφραγμα. Μια κι έξω, να μην ταλαιπωρείται άλλο ο άνθρωπος, και τη δεύτερη με εγκεφαλικό. Η μητέρα του το μόνο που πρόλαβε να ψελλίσει, καθώς έπεφτε στα χέρια του, σαν σε κατάσταση επιληπτικής κρίσης, ήταν να προσέχει τη γιαγιά. Τόση ήταν η επιρροή της γιαγιάς στη ζωή όλων τους, που τους καθόριζε μέχρι και το τέλος.

Και τώρα, λες και η γιαγιά το έκανε επίτηδες, του είχε δωρίσει αυτόν εδώ τον καθρέφτη να τον έχει όλη τη μέρα μπροστά του και να τρομάζει να τον κοιτάξει μήπως και αντικρίσει κάτι άσχημο. Ήταν εξόφθαλμο πως η γιαγιά τού είχε κάνει πλύση εγκεφάλου και, με το πέρασμα του χρόνου, γιγαντωνόντουσαν αντί να εκτονώνονται τα απωθημένα του. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό του γινόταν μεγαλύτερη, δεν μπορούσε να ελέγξει τις σκέψεις του και όπως ήταν επόμενο, οι σκέψεις αυτές κατάκλυζαν το μυαλό του με ανούσια πράγματα, δίχως ίχνος πραγματικού πάνω τους. Κάθε μέρα που περνούσε, η αδυναμία του να πάρει μια απόφαση μεγάλωνε, ώσπου είχε φτάσει στο σημείο για το παραμικρό να ρωτάει τη γιαγιά.

Άλλον δεν είχε στον κόσμο. Από φίλους είχε ξεμείνει, τον διώξανε αφού πλέον δεν είχε να τους δανείζει, και γυναίκα αν πάταγε σε τούτο το σπίτι, σίγουρα θα βαράγανε οι καμπάνες, για να προαναγγείλουν το χαρμόσυνο γεγονός. Τελικά, είχε καταντήσει αυτό που με τόση προσπάθεια μαχόταν να αποφύγει, δηλαδή να γίνει υποχείριο της γιαγιάς.

Παραδόξως, κάποιες στιγμές, έβρισκε το θάρρος και λειτουργούσε ως ένας άνθρωπος που έχει τον πλήρη έλεγχο των πράξεών του. Τότε, η αυτοπεποίθησή του ανέβαινε, άρχιζε να σκέφτεται, να προγραμματίζει μια ζωή χωρίς την οικονομική και συναισθηματική επιρροή της γιαγιάς, και το μέλλον τού φάνταζε ευοίωνο. Μια καινούργια ζωή ξεδιπλωνόταν μπροστά του, μια ζωή μακριά από ελέγχους και εξαρτήσεις, όπου μόνος του θα καθόριζε τις δραστηριότητές του, χωρίς να επηρεάζουν εξωγενείς παράγοντες τα θέλω του. Ένιωθε ωραία εκείνες τις στιγμές, γέμιζε χαρά και ίσως ήταν από τις ελάχιστες περιπτώσεις που μπορούσε κάποιος να τον δει να χαμογελάει. Η αναλαμπή, όμως αυτή, δεν κράταγε πολύ, γρήγορα έσβηνε, όσο γρήγορα είχε εμφανιστεί και ξαναγύρναγε στην πρότερη ζωή του, όπως ένα φυλακισμένο ζώο που ποτέ του δεν έμαθε να ζει ελεύθερο και ενώ ήθελε τόσο πολύ την ελευθερία, άλλο τόσο το φόβιζε. Η ζεστασιά και η προστασία που ένιωθε κοντά στη γιαγιά δε συγκρινόταν με τίποτα άλλο σε ένταση, παρά μόνο με την πλήρη υποταγή του σε αυτήν.

Σήμερα, αισθανόταν πως ήταν μια μέρα τέτοια. Μια από αυτές τις μέρες που ένιωθε τόση σιγουριά και δύναμη μέσα του, η οποία τον έκανε να φαντάζεται μια ζωή ελεύθερος από τα δεσμά της γιαγιάς που μισούσε τόσο. Έκοβε βόλτες πέρα δώθε και, κάθε τρεις και λίγο, σταματούσε και κοιτούσε τον καθρέφτη. Προσπαθούσε να δει το είδωλό του, να ανταμωθεί με αυτό, πρόσωπο με πρόσωπο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν τα είχε καταφέρει. Τολμούσε να ρίξει το βλέμμα του πάνω στον καθρέφτη, μόνο, όταν η γωνία της ματιάς του ήταν τέτοια που είδωλο δε θα αντίκριζε.


Από τη μέρα που εγκαταστάθηκε αυτός ο μισητός εχθρός μέσα στο γραφείο του, η επίδραση της γιαγιάς πάνω του έγινε καθολική. Λες και κουβαλούσε μάγια που η γιαγιά είχε εγχύσει σαν υγρό μέσα του. Μια παράξενη έλξη του ασκούσε εκείνο το αντικείμενο, που ο μόνος λόγος ύπαρξής του ήταν για να αποτυπώνει την όψη των προσώπων. Αυτός ο μαγνητισμός ήταν δυνατός και τις φορές που είχε το κουράγιο να δει το είδωλό του, συνειδητοποιούσε την αιτία αυτής της ακαταλαβίστικης έλξης. Η ωραιοπάθειά του είχε καταντήσει ασθένεια. Η γριά ήξερε πώς να τον χειριστεί. Ίσως η απουσία φίλων, ίσως η μηδαμινή επαφή με άλλους ανθρώπους, ίσως η ανάγκη να κάνει ένα φίλο, να έχει έναν αδερφό, που τόσο ποθούσε και του τον στέρησαν οι γονείς του καθαρά από την αμέλειά τους, τον έκανε να ερωτευτεί τον εαυτό του. Ήταν ο σύντροφος που αναζητούσε, ο άνθρωπος που με ένα βλέμμα του θα καταλάβαινε τι ένιωθε και τι με τόσο πόνο βίωνε. Και αυτό το είχε καταλάβει η γιαγιά. Το γνώριζε και για αυτό το λόγο, για να καταφέρει να τον ελέγχει απόλυτα, κάθε μέρα έπαιζε με το μυαλό του. Εκεί που η ασθένειά του πήγαινε να καταλάβει το όλον του, η γιαγιά φρόντιζε να του υπενθυμίζει την απόλυτη εξάρτησή του από αυτήν. Και η γιαγιά είχε πετύχει, ακόμα περισσότερο, το σκοπό της, που δεν ήταν άλλος, από την απόλυτη εξουσία πάνω του, όταν αυτή η κόντρα μεταξύ λατρείας του εαυτού του και ταυτόχρονα απόρριψης του χαρακτήρα του, της προσωπικότητάς του, οδηγούσε στην απέχθειά του, εντέλει, απέναντι στον εαυτό του. Κατέληγε να κάνει βόλτες γύρω από εκείνον τον καθρέφτη και να μην μπορεί να ενδώσει στην ωραιοπάθειά του. Βασανιστήριο οικτρό. Ένα αργός, μα απόλυτα δραστικός χειρισμός. Αυτή η γιαγιά ήταν σατανική και όσο το συνειδητοποιούσε, τόσο το κουράγιο του, για να αντιδράσει, συρρικνωνόταν.

Σήμερα, όμως, οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Η πλάστιγγα έγερνε προς τη θετική του πλευρά, εκείνη τη δυνατή που, κάποτε κάποτε, αισθανόταν πως έχει. Σε κάθε πέρα δώθε δίπλα από τον καθρέφτη, η σκέψη του να κοιτάξει ευθεία πάνω σε αυτόν γινόταν ολοένα και πιο απτή. Μέσα του άρχιζε να νιώθει εκείνη τη γλυκιά αίσθηση που φέρνει η νίκη έναντι της ήττας. Τα πόδια του πατούσαν γερά στο έδαφος, τον κορμό του τον ένιωθε δυνατό και μια καθαρή δύναμη μεγάλωνε στα πάνω άκρα του. Όλο του το σώμα βρισκόταν σε υπερδιέγερση, τα βήματά του γίνανε πιο γρήγορα και πιο κοφτά, οι μεταβολές που έκανε ήταν πιο σύντομες και η προσμονή του, να πάρει τον έλεγχο από τη γιαγιά, έφτασε στο αποκορύφωμά της.

Δρασκέλισε με βήματα, ιδιαίτερα ταχιά, μερικές βόλτες, ακόμα, πλάι στον καθρέφτη και με μια σβελτάδα, που ούτε ο ίδιος την είχε φανταστεί, γύρισε το κεφάλι του στον καθρέφτη και κοίταξε το είδωλό του. Τώρα, ήταν σίγουρος. Όλα πάνω του φαίνονταν φυσιολογικά. Ένας δυναμισμός εκπεμπόταν σε όλο το παρουσιαστικό του. Ένιωθε σιγουριά, ένιωθε κυρίαρχος του εαυτού του, ένιωθε πως τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει, ένιωθε πως κατείχε τη γνώση του σύμπαντος. Είδε τον εαυτό του από πάνω μέχρι κάτω. Κοίταξε εξονυχιστικά αυτό που αντίκριζε στον καθρέφτη και, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, ανέβασε το βλέμμα του στα μάτια του. Ναι, τα είχε καταφέρει! Αισθανόταν το ισχυρό και διεισδυτικό του βλέμμα να τον διαπερνά. Σύγκορμος, αισθάνθηκε αυτή τη δυναμική που πήγαζε μέσα από το είναι του, τα εσώκλειστα, τα μύχια της ψυχής του. Η γριά ήταν ένα τίποτα μπροστά του. Δεν μπορούσε να τον εξουσιάσει πια, να του ασκήσει οποιοδήποτε έλεγχο. Ήταν σίγουρος για τον εαυτό του, ένιωθε τόσο δυνατός, όσο άλλοτε ποτέ. Η καρδιά του χτυπούσε ζωηρά, οι χτύποι της ήταν ελαφρώς ανεβασμένοι, δηλωτικοί της εξύψωσης, το αίμα του έρεε ζεστό στις φλέβες του. Μια έντονη ζεστασιά διέχεε το κορμί του. Όλες του οι λειτουργίες βρίσκονταν στο καλύτερό τους σημείο. Και ξαφνικά… τον έπιασε εκείνο το συναίσθημα της αδυναμίας που συνήθως τον διακατείχε. Τα μάτια του από δυναμικά άρχισαν να παίρνουν ένα ύφος δουλικό, ταπεινό, ανυπεράσπιστο, φοβισμένο. Με δυσκολία κρατούσε, τώρα πια, το βλέμμα του πάνω τους. Ένα φτερούγισμα αισθάνθηκε στην καρδιά του, σημάδι φόβου. Τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν, όλο του το σώμα κλυδωνιζόταν και εκείνο το αναθεματισμένο τικ, στο πάνω χείλος του, άρχισε να ξαναεμφανίζεται. Στάλες ιδρώτα σχηματίζονταν στο μέτωπό του και, καθώς σμίγανε η μια με την άλλη, κυλάγανε μέχρι το γιακά του πουκαμίσου του και σβήνανε. Όλες οι ανασφάλειες επιστρέψανε ταχύτατα, σα μνήμες που είχαν ξεχαστεί και επανερχόντουσαν, και δυο δάκρυα κάνανε την εμφάνισή τους, που εξελίχθηκαν σε σπαρακτικό κλάμα. Αγκάλιασε το κορμί του, τυλίχτηκε με τα χέρια του, προσπαθούσε να κρύψει πρόσωπο και μέλη από τον κακό και άσπλαχνο εχθρό του, που στεκόταν απέναντί του αμίλητος και αμέτοχος. Με μια βίαιη κίνηση ξέσπασε, τον άρπαξε, τον σήκωσε ψηλά με όλη του τη δύναμη και τον πέταξε κάτω, αρχίζοντας να πηδάει πάνω του και να σπάει κάθε κομμάτι του. Θρύψαλα τον έκανε και εξακολουθούσε να πατάει με δύναμη κάθε ίχνος που θύμιζε τη σύστασή σου, φωνάζοντας: «Όχι άλλο!!!»


Πάνε τέσσερις μέρες που είναι ξάπλα, δίπλα στον πρώην εχθρό του, και προσπαθεί να μαζέψει τα απομεινάρια του. Δεν μπορεί χωρίς αυτόν. Η ζωή του είναι αυτός. Έμαθε να ζει μέσα από είδωλα, μέσα από το είδωλό του. Πάει όμως, πέθανε.

Η γριά πέθανε κι αυτή. Την επόμενη μέρα από την κρίση του, τον πήρανε τηλέφωνο και αφήσανε μήνυμα στον τηλεφωνητή πως πρωί, χαράματα, απεβίωσε. Του είπαν, μάλιστα, πως του άφησε “παρακαταθήκη” εκείνον τον καθρέφτη, πως τα τελευταία λόγια ήταν για αυτόν.

Και πώς θα ζήσει τώρα που η γιαγιά πέθανε; Πώς θα μάθει να κουμαντάρει τα θέλω του και να αποφασίζει για τον εαυτό του; Πώς θα βιώνει τις καταστάσεις δίχως δεκανίκι; Κεφάλι δε σήκωσε, από τη μέρα που έσπασε τον καθρέφτη, και η γιαγιά απεβίωσε. Σχεδόν τέσσερις μέρες χωρίς φαγητό, τέσσερις μέρες χωρίς νερό. Τι την ήθελε τέτοια ζωή; Μπορούσε να πάρει στις πλάτες του μια ζωή; Τη δική του ζωή;

Λυπόταν τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό που τόσο μισούσε και αηδίαζε μαζί του έφυγε. Εξαφανίστηκε δια μαγείας με το που έσπασε αυτόν εδώ τον καθρέφτη. Και με τίποτα δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω. Ας το σκεφτόταν καλύτερα πριν βιαιοπραγήσει πάνω του.

Πήρε ένα κομμάτι από τον καθρέφτη και με αυτό έκοψε τις φλέβες του στον αριστερό του καρπό. Κοίταγε το ταβάνι, καθώς είχε ξαπλώσει ανάσκελα, και σιγά σιγά άρχισε να εξασθενεί κι αυτό. Έσβηνε, όπως έσβησαν όλα τα πράγματα στη ζωή του. Χανότανε και μια αγαλλίαση ένιωθε. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Το τικ είχε σταματήσει, το μουστάκι του στεκόταν ακίνητο και αξιοπρεπές στο πάνω μέρος του χείλους του και μια σιγανή, αλλά μακρόσυρτη εκπνοή, ακουγόταν, καθώς η ψυχή του αποχωρούσε.

Γιάννης Καραγεώργος


Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου