Ομήρου Οδύσσεια σε απόδοση του πολύ καλού φίλου Θανάση Στούπη. Μια επική προσπάθεια που αξίζει να αναγνωριστεί!
«Μνηστήρες σεις, κι Ευρύμαχε, που φήμες σας ορίζουν
ξόρκισα αυτά που γίνανε, και λέξη δεν μ’ ανάβει.
Γιατί τα ξέρουν οι θεοί, κι οι Αχαιοί γνωρίζουν.
Βοηθείστε με λοιπόν κι εσείς, ν’ αρματωθεί καράβι
με είκοσι ναύτες σύντροφους, να πάω και να γυρίσω
στην Σπάρτη την περήφανη, στις αμμουδιές στην Πύλο
μήπως και μάθω ο κύρης μου , αν θα γυρίσει πίσω,
αν απ’ τον Δία κίνησε φήμη ή κι από φίλο
που πρώτη αυτή, την είδηση, στον κόσμο την απλώνει.
Κι αν μάθω πως η επιστροφή, κοντά είναι, δεν θ’ αργήσει, 230
θα καρτερέψω μια χρονιά κι ας με χτυπούν οι πόνοι.
Μα αν μάθω ότι πέθανε και πίσω δεν γυρίσει
Μνημούρι στην Ιθάκη μου θ’ ανέβω να του κτίσω
τις νεκρικές που αρμόζουνε θυσίες να του κάνω
σε άρχοντα να ’ναι ταιριαστές, και θα παρακινήσω
τη μάνα μου να πει το ναι, στο δεύτερο τον γάμο».
Ο Μέντορας σηκώθηκε, αφού είχε τελειώσει,
που ο Οδυσσέας άφησε σαν φίλο μπιστικό του
όταν στην Τροία έφυγε, κι όλα του τα ’χε δώσει
γνώμη να έχει για το βιος και για το σπιτικό του 240
και με μεστά τα λόγια του αρχίζει να μιλάει
«Θιακιώτες συμπολίτες μου, να τι μου λέει η γνώση:
Ποτέ στον κόσμο βασιλιάς καλά μη κυβερνάει
με δίκιο και με σύνεση και με αγάπη τόση,
κι όλων τον πόνο ν’ αγροικά, παρά σκληράδα να ’χει,
κακός να είναι, δύστροπος, να φέρεται σαν τέρας.
Ο Οδυσσέας πέστε μου σε ποια μυαλά υπάρχει
που κυβερνούσε όλους μας σαν να ’τανε πατέρας
μα ούτε οι μνηστήρες προξενούν σε μένα απορία
που με αμυαλιά κι αστοχασιά το βιος του έχουν κλέψει 250
κι ούτε περνά απ’ το μυαλό πως θα ’ρθει η τιμωρία
γιατί κακώς νομίζουνε πως δεν θα επιστρέψει
Μα εγώ δεν τα ’χω με αυτούς, γι άλλους λυπάται η σκέψη
που ενώ οι μνηστήρες οι άφρονες το έχουν παρακάνει
αδυνατεί ένας λαός αυτούς να συμμαζέψει».
Και του Ευήνορα ο γιος, ο Λιόκριτος , του κάνει:
«Μέντορα που ξεκούτιανες, κι έχεις κακή τη γλώσσα
τα λόγια αυτά είναι στερνά, απόφασης μεγάλης
για να κερδίζεις φαγητό. Μπορείς να κάνεις τόσα;
ώστε με άντρες τόσους μας μονάχος να τα βάλεις. 260
Κι ο Οδυσσέας να ’φτανε σε Ιθάκη κι είχε τόλμη
με τους μνηστήρες ν’ άρχιζε την μάχη του στο γλέντι
λίγος θα ήταν, μα κι αυτή θα λαχταρούσε ακόμη
τις χάρες που περίμενε απ’ το γλυκό λεβέντη,
φριχτό θα ’ταν το τέλος του στο ίδιο του το σπίτι
με τόσους μας αν τα ’βαζε. Άνοα τα ’χεις θέσει.
Μα ας μαζευτεί ο καθένας μας στην πατρική του κοίτη
και το ταξίδι ο Μέντορας δίπλα στον Αλιθέρση
να του ετοιμάσουν, φίλοι του, παλιά απ’ τον πατέρα.
Μα απ’ την Ιθάκη εγώ νογώ δεν το κουνά κανένας, 270
έτσι κι αυτός θα καρτερεί τις φήμες εδώ πέρα».
Είπε κι ευθύς στα σπίτια τους γυρνούσε ένας –ένας,
καθώς με αυτά η σύναξη, τέλειωσε αγάλι-αγάλι.
Τότε οι μνηστήρες τράβηξαν ξανά για το παλάτι,
και ροβολά ο Τηλέμαχος στο μακρινό ακρογιάλι
να δροσιστεί και στη θεά να ψιθυρίσει κάτι.
«Θεά μου, που ανθρωπόμορφη, στο σπίτι μου σε είδα
και μου είπες στο βαθύ γιαλό καράβι ν’ αρματώσω
να μάθω για τον κύρη μου αν φτάσει στην πατρίδα,
οι Αχαιοί εμπόδια μου βάζουν κάθε τόσο 280
κι οι υπερόπτες πιο πολύ, μνηστήρες μ’ εμποδίζουν».
Αυτά είπε , και η Αθηνά κοντά του πάλι σμίγει,
σώμα, φωνή, και όλα της, τον Μέντορα θυμίζουν
και με φωνή τονε καλεί ο δισταγμός να φύγει:
«Φόβο δεν έχεις στην καρδιά Τηλέμαχε έχεις τόλμη
ίδια με αυτήν του κύρη σου, που στο αίμα σου ’χει στάξει
γιατί ήταν άξιος μαχητής και άξιος στην γνώμη
και το ταξίδι με σκοπό, θα κάνεις που ’χεις τάξει.
Της Πηνελόπης αν εσύ, και του Οδυσσέα, ο γιός τους
δεν είσαι, όσα στοχάζεσαι δεν θα ’ρθουν με σοφία 290
γιατί ελάχιστα παιδιά μοιάζουνε στο γονιό τους,
χειρότερα τα πιο πολλά, καλά, η μειοψηφία.
Μα αν τον φόβο αγνοείς κι είσαι αποφασισμένος,
κι η γνώση με του κύρη σου, μες στο μυαλό σου μοιάζει
ελπίδες έχεις στις δουλειές να είσαι κερδισμένος
κι αυτά που οι μνηστήρες λεν, ξέχνα τα μη σε νοιάζει,
που να ’βρουν νου να στοχαστούν, που να ’βρουνε το δίκιο,
δεν βλέπουνε τον θάνατο στου χάρου το καρτέρι
που θα τον σπείρει αμείλικτα χέρι βαρύ κι αντρίκιο,
μα εσένα το ταξίδι σου ο χρόνος θα το φέρει 300
γιατί μ’ εμένα σύμμαχο, και φίλο του πατέρα
θα βοηθηθείς ν’ αρματωθεί γοργόπλοο καράβι
θα μ’ έχεις πάντα δίπλα σου. Μα πριν τελειώσει η μέρα
με τους μνηστήρες κάθισε, κει που το γλέντι ανάβει
κι ετοιμασίες άρχισε με προσταγή δική σου,
άλευρα μέσα στα σακιά που ’ναι η ζωή του ανθρώπου ,
στις στάμνες πρόσταξε κρασί να βάλουν οι δικοί σου,
κι εγώ συντρόφους θα σου βρω, εθελοντές του τόπου.
Το θαλασσόκλειστο νησί, το έχουν κατακλύσει
καράβια νέα και παλιά. Για να γινεί ταξίδι, 310
θα επιλεγεί, θ’ αρματωθεί, κάποιο να ξεκινήσει»
αυτά με θεολάλητη μιλιά του είπε, κι ήδη
ο συνετός Τηλέμαχος κινά για το παλάτι
με την καρδιά ανάστατη ,που οι σκέψεις τον ζαλίζουν,
για ν’ αντικρύσει τους κακούς μνηστήρες, που γεμάτοι
αίματα, γίδια σφάζουνε και χοίρους καψαλίζουν.
Τον πλησιάζει ο Αντίνοος με γέλιο και με χάρη
και σφίγγοντας το χέρι του, να του μιλά αρχίζει:
«Περήφανε Τηλέμαχε άξιο παλικάρι
κακό, από λόγια που ακούς, στο νου μη φτερουγίζει 320
κάτσε και τρώγε ήσυχα τους άξιους σου κόπους
κι οι Αχαιοί θα δώσουνε ευθύς ότι ζητήσεις
καράβι τούτοι θα σου βρουν με άξιους λαμνοκόπους
στην Πύλο, για τον κύρη σου, να βγεις και να ρωτήσεις»:.........
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου