Ξημέρωσε.
Μόλις άνοιξε τα βλέφαρά του, συνειδητοποίησε πως εκείνη είχε φύγει. «Ωραία νύχτα η χθεσινή» σκέφτηκε και μύρισε το μαξιλάρι που μέχρι πριν λίγο στήριζε το κεφάλι της. Το έφερε στη μύτη του και πήρε μια βαθιά εισπνοή, για να ρουφήξει το αισθησιακό άρωμά της που είχε αποτυπωθεί πάνω του.
Σηκώθηκε και άνοιξε τις κουρτίνες και καθώς είδε την ηλικιωμένη γυναίκα από το απέναντι μπαλκόνι, αντιλήφτηκε τη γύμνια του και έτρεξε να κρυφτεί πίσω από την κουρτίνα. Η αφηρημάδα του ώρες-ώρες δεν είχε όρια. Άρπαξε με
μια σβέλτη κίνηση το σώβρακό του που κείτονταν κάτω στο πάτωμα και σχεδόν τρέχοντας βγήκε από το δωμάτιο κατευθυνόμενος προς την τουαλέτα.Το πρωινό ξέπλυμα με νερό και σαπούνι στο πρόσωπό του τον έκανε να αισθάνεται ευεξία. Δυο ποτήρια νερό ύστερα, για να πάρουν μπρος τα εσωτερικά όργανα και οι πρώτες νιφάδες βρώμης πέφτανε, ήδη, στην κούπα με το βρασμένο γάλα.
Σκέφτηκε τις υποχρεώσεις της ημέρας και ξαφνικά θυμήθηκε πως σήμερα ήταν Σάββατο και δε δούλευε. Περίεργη απόφαση τότε, πήρε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Τι ήταν αυτό που θόλωσε τόσο πολύ το μνημονικό του και τον έκανε να βγει έξω από το ρυθμό του, αναρωτιόταν καθώς μασούλαγε τα δημητριακά του. «Τόσο το καλύτερο» σκέφτηκε. «Θα πάρω την πρωινή μου εφημερίδα, θα της κάνω μια γρήγορη ανάγνωση με τον καφέ μου και άντε να κάνω και μερικά τσιγάρα στριφτά από εκείνο τον αγρινιώτικο καπνό που μου έφερε ο Γιώργος, και θα βγω έξω να κάνω έναν περίπατο να ανακάμψει η μνήμη μου» είπε στον εαυτό του και συνέχισε να τρώει.
Δώδεκα παρά ήταν στη στάση του μετρό. Να περπατήσει ήθελε και όχι να μετακινηθεί με κάποιο μέσο μαζικής μεταφοράς. Η συνήθεια χρόνων όμως, να παίρνει κάθε πρωί το μετρό για να πάει στη δουλειά του, τον παρέσυρε λανθασμένα. Έκανε μεταβολή και άρχισε να περπατάει με ένα ρυθμό που περισσότερο θύμιζε μπουσούλημα παρά βάδισμα. Η σκέψη του ήταν κάπου αλλού σήμερα. Ήταν βέβαιο πως δε λειτουργούσε φυσιολογικά.
Πέρασαν χρόνια από τότε που νέο παιδί είχε χάσει την αγνότητά του. Σαν και τώρα θυμόταν που είχε διαβεί διστακτικά το κατώφλι της παλιάς καλοσχεδιασμένης πόρτας με την κόκκινη λάμπα και τα ρουθούνια του είχαν γεμίσει από αρώματα μυρωδικών που διαχέονταν στο χώρο από την κατσαρόλα που έβραζε. Είχε καθίσει φρόνιμα σε μια παλιά καρέκλα που ήταν καλυμμένη με ένα φθαρμένο και λερωμένο ύφασμα και μέσα στο μέρος της υποδοχής, όπου έβλεπε ισχνά τους υπόλοιπους πελάτες λες και ο χώρος φωτιζόταν με κεριά, μια πολύχρωμη μπάλα γύριζε πάνω από το κεφάλι του και αποτύπωνε στους τοίχους κινούμενους χρωματιστούς κύκλους. Του είχε κάνει εντύπωση εκείνη η μπάλα, με τους ποικιλόχρωμους εξάγωνους καθρέφτες. Κάπου, σε κάποιες ταινίες, νόμιζε πως την είχε δει και τότε του ήρθε σαν αναλαμπή η εικόνα. Ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ’80 σε ντίσκο, στις οποίες οι νέοι τότε εκτόνωναν το αίμα που έβραζε μέσα τους.
Ύστερα από μικρή αναμονή είχε βγει εκείνη η κυρία, κάτι μεταξύ πενήντα και εξήντα χρονών, και είχε ανακοινώσει την κοπέλα που μόλις ξεπρόβαλε από την ανοιχτή πόρτα που συνέδεε το χολ με την κουζίνα. «Τσιμπουκάκι, πισωκολλητό στα γόνατα με ελεύθερα πιασίματα» είχε πει εκείνη η μυστηριώδης πρόωρα γερασμένη γυναίκα και η κοπέλα γυμνόστηθη, φορώντας μόνο την κιλότα της και τα ψιλά της τακούνια, προχώρησε σα να έκανε πασαρέλα μπροστά από τους εν δυνάμει πελάτες-εραστές.
Θυμάται καλά πως είχε αναρριγήσει σύγκορμα και μέσα στα σκέλια του είχε νιώσει ένα πρωτοφανές σε ένταση σκίρτημα. Είχε πληρώσει χωρίς να λογαριάσει τα λεφτά που έδινε, κάτι σε δυόμισι χιλιάρικα δραχμές είχε ακούσει, και μπήκε σαν υπνωτισμένος στο δωμάτιο που τον κατεύθυνε η τσατσά.
Τα λεπτά που περίμενε, ακούγοντας τριξίματα από το ξύλινο πάτωμα που περπατούσε η κοπέλα πηγαίνοντας από δωμάτιο σε δωμάτιο, για να προσφέρει το κορμί της προς χρήση, του φάνηκαν πολλά και ίσα που είχε αρχίσει να βγάζει τα παπούτσια του, όταν εκείνη προέβαλε στο κατώφλι της πόρτας, αφού προηγουμένως είχε ακούσει το πόμολο της να κατεβαίνει και να ανοίγει τρίζοντας.
«Καλησπέρα» του είχε πει και είχε συμπληρώσει χαμογελώντας «ακόμα να ετοιμαστείς;»
«Τώρα αμέσως» της είχε απαντήσει εκείνος και είχε βιαστεί, θυμάται, να ξεντυθεί.
«Πρώτη φορά;» τον είχε ρωτήσει, καθώς είχε πάει και καθίσει στο κρεβάτι πλάι του και είχε αρχίσει να τον χαϊδεύει. «Ναι, πρώτη» είχε απαντήσει χωρίς να διστάσει από ντροπή.
Το θεωρούσε κάτι φυσικό στην ηλικία των δεκαπέντε να είναι η πρώτη φορά που θα πήγαινε με γυναίκα. Αγοραίος έρωτας, ναι. Οι επιλογές δεν ήταν πολλές. Σε κείνη την ηλικία που το επιζητάς διακαώς λίγες είναι οι ευκαιρίες. Η ανάγκη της ικανοποίησης του ενστίκτου αλλά και της συναισθηματικής ολοκλήρωσης από την οπτική γωνία ενός εφήβου κινεί τα νήματα έστω και επί πληρωμή. Τίποτα δε θεωρείται ντροπή σε κείνη την ηλικία, ακόμα και οι πονηρές σκέψεις για συγγενικά πρόσωπα. Η κάλυψη του εφηβικού πόθου για σάρκα είναι κάτι που δεν ορίζεται από τη λογική. Τα συναισθήματα κατευθύνονται από την ευαισθησία του νέου που με το μυαλό του εξιδανικεύει την πράξη και βάζει ψηλά σε θρόνο το θηλυκό που θα του ικανοποιήσει τις ορμές του.
Ξάπλωσαν μαζί στο κρεβάτι και ένας ξεχωριστός κόσμος άνοιξε διάπλατα μπροστά του. Ένα παράθυρο προς τον παράδεισο που τον έκανε τόσο γήινο και απτό, όσο και δυσεύρετο για εκείνη την ηλικία.
Είναι χαρακτηριστικό πόσο άτυχοι είναι ορισμένοι άνθρωποι, όταν ο έρωτας τους έρχεται καθυστερημένα και πια τα αισθήματα του ρομαντισμού έχουν δαμαστεί από τις προσταγές της ζωής για επιβίωση. Όπως δε συμβαδίζει, ποτέ, η πείρα με τα νιάτα, έτσι και ο έρωτας για κάποιους έρχεται ετεροχρονισμένα με τις ορμές τους, σωματικές και ψυχικές.
Είναι αλήθεια πως ποτέ του δεν κατάφερε να ξεφύγει από τον αγοραίο έρωτα. Εκείνο που επιζητούσε, δύσκολα το έβρισκε. Η απόλυτη παράδοση, έστω και αν γινόταν καθαρά επαγγελματικά, ήταν κάτι που τον σαγήνευε. Μια ώρα η χρέωση, μια ώρα θα ικανοποιούσε ό,τι περισσότερο ποθούσε. Και ήταν όντως παράξενο για τις γυναίκες που ξάπλωναν μαζί του να αντικρίζουν έναν άνθρωπο που ήθελε ζεστασιά και πιο πολύ μια αγκαλιά να τον τυλίξει. Ένα σώμα θερμό από το αίμα που κυλά μέσα του και μια εικόνα θελκτική που να μπορεί μόνο και μόνο να την κοιτά. Άκοπα για εκείνες λεφτά, πολύτιμα για εκείνον λεπτά. Το μόνο που τον έριχνε ήταν η μοναξιά του πρωινού. Ένα σώμα, μια ψυχή που το πρωί πάντα απουσίαζε, αφού είχε εκπληρώσει το καθήκον της.
«Δυσεύρετες οι εικόνες σήμερα» σκέφτηκε καθώς κατηφόριζε ένα στενό με δεξιά και αριστερά του μονοκατοικίες που θύμιζαν μια ξεχασμένη δεκαετία. «Δυσεύρετες και οι αισθήσεις. Η απραξία φέρνει μοναξιά και η μοναξιά θλίψη και όσο ο καιρός διαβαίνει τα χρόνια σου, αφήνει σημάδια αισθητά βαθιά που ολοένα και βαθουλώνουν τις ψυχικές σου πληγές».
Σταμάτησε για λίγο και σα να επανήρθε στην πραγματικότητα, έβαλε το χέρι του μέσα από το παλτό του και έβγαλε ένα καρνέ. Κοίταξε για λίγη ώρα κάποιες σημειώσεις που είχε κρατήσει και σκεπτικός προσπάθησε να πάρει μια απόφαση για τη σημερινή νύχτα. Τζένη ή Βάνα; Σήμερα ποθούσε κάτι ανέξοδο συναισθηματισμού και γρήγορα η πλάστιγγα έγειρε προς τη Βάνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου