ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2023

Η νίκη θα είναι παντοτινή (Διήγημα)

 Στην οδό Περικλέους 33 έμενα εκείνη την περίοδο σε ένα μικρό δυάρι στον πρώτο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας. Δεν ήταν πολύ μακριά από το κέντρο της Αθήνας. Ζούσα σε ένα σημείο που στην καθομιλουμένη θα το λέγαμε κέντρο-απόκεντρο. Σε κείνον το μικρό χώρο ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο που εκτόξευσε την καριέρα μου ως συγγραφέα.

Η αλήθεια είναι πως από παιδί που με θυμάμαι είχα γλωσσική ευμάθεια. Τα ελληνικά μου ήταν πολύ δυνατά, οι σπουδές μου στην κλασσική φιλολογία ήταν μια επένδυση που πια απολαμβάνω τους καρπούς της, είχα μάθει πολύ καλά την

αγγλική γλώσσα, τα ισπανικά και τα γαλλικά και η ευφράδειά μου στον προφορικό λόγο διόλου δεν υστερούσε.

Ο παππούς μου, μου έλεγε θυμάμαι, πως άνθρωπος που ξέρει να χειρίζεται τη γλώσσα μια μέρα θα μεγαλουργήσει και δεν έπεσε καθόλου έξω. Η ικανότητα να μεταμορφώνω τις σκέψεις μου επακριβώς σε λέξεις και νοήματα τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο μου έδινε ένα όπλο ευρείας εμβέλειας και εξαιρετικής αποτελεσματικότητας. Το εργαλείο μου το γνώριζα καλά, το χειριζόμουν ξεχωριστά και οι αλχημείες του μυαλού μου έπρατταν τα απαραίτητα για να στρώνεται διαρκώς το έδαφος για γραπτά πολύ μεγάλης αποδοχής.

Ήξερα να χειρίζομαι τους ανθρώπους, γνώριζα να κυβερνώ τις σκέψεις τους. Μίλαγα κατευθείαν στην καρδιά και την ψυχή τους. Αμέσως γινόμουν συμπαθής και κέρδιζα τους συνομιλητές μου ή τους αναγνώστες μου με το δεξιοτεχνικό λόγο μου. Η ζωή ανοιγότανε μπροστά μου στρωμένη από λωρίδες ευτυχίας και επιτυχίας και γεμάτος όρεξη και τόλμη καλλιεργούσα όσο μπορούσα περισσότερο τη γλωσσική μου γνώση. Το επικοινωνιακό μου κομμάτι δούλευε αρμονικά με την τεχνική στη σύνθεση των αράδων και το μόνο που απέμενε ήταν να πραγματοποιήσω το σάλτο προς τη δόξα.

Δε μου πήρε πολύ καιρό να δημιουργήσω το πρωτόλειο για το βιβλίο μου. Ο χρόνος μου φαγώθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά στην ιδέα και ύστερα στο μάζεμα των κειμένων μου και την επιμέλειά τους. Σκέψεις και φανταστικό σενάριο άρχισα να πλέκω για να αποδώσω τα εσώτερα της ψυχής μου εμπλουτισμένα με την πνευματική μου καλλιέργεια.

Μέσα Μαρτίου ήταν όταν έγινε η πρώτη έκδοση του βιβλίου μου. Ο εκδοτικός μου οίκος χρηματοδότησε την έκδοση, όλοι είχαν ενθουσιαστεί με το σαγηνευτικό βιβλίο, όπως το αποκαλούσαν, και αμέσως μετά την πρώτη του διανομή προχώρησε στις πρώτες κινήσεις για την προώθησή του. Μια παρουσίαση ετοιμάστηκε με όλη την ανάλογη προαναγγελία και διαφήμισή της, προσωπικότητες από πληθώρα κλάδων και τομέων της ευρύτερης κοινωνίας κατέφθασε και πλήθος αναγνωστών στριμώχτηκε για να προλάβει να δει το πρόσωπό μου από κοντά.

Αυτή ήταν και η αρχή της εποποιίας μου. Από την επόμενη μέρα όλος ο τύπος έγραφε για τον άνθρωπο που ξέρει να μαγεύει με τις λέξεις και τα άρτια ελληνικά του και να γίνεται το λατρεμένο πρόσωπο εκείνων που τον γνωρίζουν από κοντά. Σκηνές παροξυσμού δημιουργήθηκαν, νέοι και νέες ερχόντουσαν να μου ζητήσουν ένα αυτόγραφο, έστω να με αγγίξουν, σε κάθε άνθρωπο μιλούσα για κάτι ξεχωριστό, απευθυνόμουν σε κάτι ιδιαίτερο στο χαρακτήρα και την προσωπικότητά του.

Είχα σταθεί στις επάλξεις και δεν είχα διστάσει να αρπάξω το σπαθί μου και να ξιφομαχήσω με τη μοίρα μου. Είχα καταφέρει επιτέλους να ανταγωνιστώ το τετελεσμένο και να καθορίσω εγώ το τώρα και το μέλλον μου. Δημιουργούσα και έχτιζα. Μάθαινα και έπλαθα. Δίδασκα και διδασκόμουν και όλα αυτά λάβαιναν χώρα και έπαιρναν υπόσταση μέσα από το δικό μου σώμα και πνεύμα. Τσαλαβουτούσα στη λάσπη και έβαζα στερεά θεμέλια. Ένιωθα άτρωτος κοιτώντας να γιγαντώνεται ο εαυτός μου.

Ω! Τι συναρπαστικά! Ναι, θα σας πω την αλήθεια. Δε θα σας κρύψω σημάδι. Είναι ωραία από εκεί πάνω όταν κοιτάς χαμηλά και βλέπεις από που ξεκίνησες και έφτασες μέχρι αυτή την κορφή, τη μια από τις πολλές, με τα δικά σου εφόδια, όπλα και εργαλεία. Είναι, σας το ξαναλέω, υπέροχα όταν κοιτάς πέρα στις παρυφές σου και νιώθεις καθαρός με γερές βάσεις και ατσαλένια αντοχή. Άτεγκτη η πορεία μου στο δρόμο για την κατάκτηση, ευέλικτος και ελαστικός στη μεθόδευση της ταχύτητας, της περισυλλογής, της γνώσης και της αποκομιδής.

Ένα Σάββατο μεσημέρι στο τέλος Νοεμβρίου μετακόμισα σε μια μονοκατοικία στο Χαλάνδρι. Μαζί με τα αρώματά μου που είχα αφήσει πάνω στα έπιπλά μου από τη συνύπαρξη τόσων χρόνων πήρα και τις αναμνήσεις μου. Εγκαταστάθηκα οριστικά, πίστεψα τότε, στην τελευταία μου κατοικία, σε ένα σπίτι που με εξέφραζε απόλυτα και πληρούσε τις προϋποθέσεις για να απομονώνω το μυαλό μου στο χάρισμα που με έφτασε τόσο ψηλά. Ο χώρος μου, ο δικός μου χώρος, ο χώρος που μου ανήκε κι εγώ μέσα σε αυτόν να αλαφραίνω αδειάζοντας τις πολύτιμες και πολυπόθητες σκέψεις μου πάνω στις λευκές κόλλες γραφής.

Τον πρώτο καιρό η παραγωγικότητά μου είχε μια εξελισσόμενη πορεία την οποία τίποτα δε φαινόταν ικανό να την διακόψει. Συνέχισα να εργάζομαι σκληρά. Το πρόγραμμά μου ήταν βεβαρημένο με τις παρουσιάσεις που έπρεπε να κάνω και τις συνεντεύξεις που είχα προγραμματίσει. Πανεπιστήμια με καλούσαν να δώσω διαλέξεις πάνω στην επιτυχημένη πορεία ενός βιβλίου και τα τεχνάσματα ή τεχνικές που χρησιμοποιούσα για να πείσω με τη γραφή μου το αναγνωστικό κοινό να με ερωτευτεί και οι αρνήσεις μου ήταν λιγοστές.

Είχα αρχίσει να συλλέγω στοιχεία για το νέο μου βιβλίο. Ο εκδοτικός μου οίκος με πίεζε να προχωρήσω γρήγορα στην έκδοση του νέου έργου μου. Το πρώτο best seller αναζητούσε το συνεχιστή του και η μηχανή του οργανισμού μου ήταν αναγκαίο να παραγάγει ότι πιο πολύτιμο ήταν δυνατό να δώσει εκείνη την περίοδο.

Έγραφα, έσκιζα, ξαναέγραφα, συνέλλεγα αλλά κυρίως διόρθωνα. Η τελειομανία μου είχε φτάσει στο έπακρο, η ψυχή μου διψούσε για μεγαλύτερη δόξα, το βιαστικό ερχόταν σε σύγκρουση με το προσεγμένο όμως η γη του πνεύματός μου άρχισε να ελαττώνει σιγά-σιγά την παραγωγή της. Ξαφνικά τα χώματα γίνανε άγονα, όσο και να έσπερνα ή να τροφοδοτούσα με σκέψεις τα χωράφια μου εκείνα δεν μου γυρίζανε πίσω τον κόπο μου.

Ένιωθα μια τεράστια αχαριστία του καλοταϊσμένου μου μυαλού. Τα έβαλα μαζί του. Το απείλησα. Του είπα πως δε γίνεται να μη συνεργάζεται. Τόσα και τόσα χρόνια έφαγα να το θρέφω και να το καλλιεργώ. Όλο μου το είναι είχε δοθεί σε αυτό. Το χρώμα μου είχε γίνει ωχρό, η επιδερμίδα μου έδειχνε ασθενική, ήταν φανερό πως το σώμα μου υστερούσε έντονα έναντι του πνεύματός μου. Και σα να μην έφταναν όλες αυτές οι θυσίες, εκείνο για να επιβιώσει και να πάρει τα ηνία του άρματος της δόξας άρχισε να τρώει το κορμί μου. Ήθελε παντοκρατορία, μια οριστική αμετάκλητη νίκη. Εκείνο, έλεγε, λάτρεψε ο κόσμος και όχι εμένα που ουσιαστικά το στέγαζα μέσα στο σώμα μου, ότι οι δυνατότητές του ήταν προκαθορισμένες και εγώ το μόνο που έκανα ήταν να το καθυστερώ να αποδώσει τα μέγιστα και ουσιαστικά βαρίδιο στεκόμουν στην εξύψωσή του.

Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια μου, η ψυχή μου έψαχνε να βρει διέξοδο, καταπιεζόταν ανάμεσα στην πάλη σώματος και πνεύματος. Εκείνη δεν ήθελε τέτοια. Γαλήνη ήθελε και αρμονία με τους άλλους συνιδιοκτήτες. Τα λόγια ξεπηδούσαν πια ανεξέλεγκτα από το δραστήριο στόμα μου που άρχισε να παραλογίζεται και να μιλάει ασταμάτητα δίχως τη δική μου θέληση και εντολή. Τα χέρια μου ανεβοκατέβαιναν και πήγαιναν από εδώ και από κει. Σαν μαριονέτα κινιόμουν μέσα στο αγαπημένο μου σπίτι που τώρα ένιωθα να μετατρέπεται σε φυλακή. Ασφυκτιούσα! Δεν μπορούσα να ελέγξω τις αντιδράσεις της θάλασσας, της τρικυμίας που συντελούταν μέσα μου. Η μάχη ήταν αμφίρροπη. Το σώμα μου δεν υπάκουε πια, το μυαλό μου ακολουθούσε το δικό του μονόδρομο προς την καταξίωση και η ψυχή μου έσβηνε, δε μπορούσε να πάρει ανάσα…

Τριακοστή έκτη μέρα. Τη μάχη την κέρδισα. Το σώμα δε μπορούσε να μην μου υποταχτεί. Κατάλαβε την απόλυτη εξάρτησή του από τη δική μου λειτουργία. Έδωσα εντολή στους φύλακες να το ντύσουνε στα λευκά και να το συντηρούν με θεραπείες ίσα-ίσα για να είναι ικανό να με υπηρετεί.

Όσο για μένα; Καλύτερα δεν ήμουν ποτέ. Μέσα στο δικό μου χωροχρόνο θα μπορέσω να δημιουργήσω το ξεχωριστό μου αριστούργημα για να θαυμάσουν οι αναγνώστες μόνον εμένα.

Και η ψυχή; Τι να την κάνεις αυτή… Αυτή δε χρειάζεται. Τζάμπα χώρο έπιανε εκεί μέσα.

Γιάννης Καραγεώργος


Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου