Ούτε που του είχε περάσει η ιδέα απ το μυαλό, στα παιδικά του χρόνια, πως θα γινόταν παπάς. Πόσο μάλλον ιερομόναχος. Η φτώχεια της οικογένειας του μόνο μια φιλοδοξία του γεννούσε. Να αποκτήσει πολλά λεφτά, πάρα πολλά, για να πραγματοποιήσει όλα όσα στερήθηκε σαν παιδί.
Έτσι όταν ρώτησε ο δάσκαλος στην πέμπτη δημοτικού τους μαθητές τι θέλουν να γίνουν όταν μεγαλώσουν, εκείνος απάντησε χωρίς δισταγμό: “Πλούσιος!”.
“Αυτό δεν είναι επάγγελμα”, επεσήμανε ο δάσκαλος. “Είναι ιδιότητα”.
Σήκωσε με αδιαφορία τους ώμους. “Εγώ πάντως αυτό θέλω να γίνω!”.
Φανταζόταν τον εαυτό του σε ένα τεράστιο σπίτι με κήπους και πισίνα, με μια πανέμορφη γυναίκα στο πλάι του και δυο εξ ίσου πανέμορφα παιδιά. Αγόρι και κορίτσι ιδανικά.
Όμως όταν ο άνθρωπος κάνει όνειρα, ο Θεός γελάει λένε, Και στην περίπτωση του μικρού Νικόλα αυτό επιβεβαιώθηκε μόλις δυο χρόνια αργότερα. Γυρνώντας οι γονείς του από ένα γαμό με το ΚΤΕΛ, το λεωφορείο συγκρούστηκε μετωπικά με ένα φορτηγό που μπήκε στο αντίθετο ρεύμα, με αποτέλεσμα οκτώ νεκρούς, ανάμεσα τους και ο πατέρας με τη μάνα του.
Από τότε τον περιμάζεψε ο αδελφός του πατέρα του στο δικό του σπιτικό.
“Τι δύο τι τρία παιδιά”, είπε στη γυναίκα του, και εκείνη δεν έφερε αντίρρηση.
Ο θείος ήταν ταμίας στην τράπεζα και ταυτόχρονα πρωτοψάλτης στην ενορία τους. Έτσι κάθε Κυριακή έπαιρνε το Νικόλα μαζί στην εκκλησία. Ντυνόταν παππαδάκι και σιγά σιγά του μπήκε η σκέψη της ιεροσύνης, χωρίς όμως να του φύγει και η επιθυμία να πλουτίσει.
Αυτό που μάλλον δεν θα πραγματοποιούσε ήταν η οικογένεια, καθώς με την προτροπή του Μητροπολίτη, αποφάσισε να γίνει μοναχός.
Με το τέλος των σπουδών του στη Θεολογία, ο δεσπότης τον χειροτόνησε Διάκονο και σε τρεις μήνες ιερέα και του έδωσε το οφίτσιο του Αρχιμανδρίτη.
Μέσα σε λίγα χρόνια απέκτησε πολύ καλή φήμη στην Ιερά σύνοδο και πολλούς υποστηρικτές στο χώρο των Ιεραρχών. Κάποιοι από αυτούς τον πρότειναν ως διάδοχο Μητροπολίτη που κοιμήθηκε πρόσφατα, σε πόλη της Βόρειας Ελλάδας.
Τη νύχτα πριν την ψηφοφορία της συνόδου, προσευχήθηκε να του δείξει ο Θεός το θέλημα του. Μέσα του πάλευαν δυο αντικρουόμενες επιθυμίες. Η προσήλωση στο λειτούργημα του και η δίψα του για χρήμα και έρωτα.
“Δείξε μου το δρόμο!”, φώναξε στο Θεό, και είτε Εκείνος τον άκουσε είτε το σύμπαν συνωμότησε και στην βραδινή κλήρωση του τζόκερ βρέθηκε ο μοναδικός νικητής κερδίζοντας τρία εκατομμύρια!
Αυτό το θεώρησε θεϊκό σημάδι και έτσι την άλλη ημέρα παραιτήθηκε από τα ιερατικά του καθήκοντα, αφήνοντας εμβρόντητους τους συνοδικούς, που θεωρούσαν σίγουρη την εκλογή του.
Από τότε άρχισε τη μεγάλη ζωή που ονειρευόταν. Το μόνο που άλλαξε στα πλάνα του ήταν η δημιουργία οικογένειας. Προτιμούσε τις εφήμερες σχέσεις, με όσες περισσότερες γυναίκες μπορούσε. Δυο χρόνια κράτησε αυτό.
Ένας ξαφνικός πόνος, μια Κυριακή του Μάρτη, στο στήθος σαν μαχαιριά τον έστειλε στα επείγοντα του νοσοκομείου και από εκεί στην εντατική με οξύ έμφραγμα.
Λίγο πριν αφήσει το μάταιο κόσμο άκουσε καθαρά μια φωνή να του λέει: «Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σού, α δε ητοίμασας τίνι έσται;»
Δεν είχε απάντηση να δώσει και δεν έδωσε. Πάντως το όνειρο του πλούτου είχε εκπληρωθεί, έστω και με βαρύ τίμημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου