Σα σκυλί του Νίκου Νικολαΐδη του Κύπριου
Πάνε μερικά χρόνια που κατοίκησα στη Λεμεσό, κι από τις πρώτες μέρες τον είχα παρατηρήσει που στεκόταν πάντα στον πυλώνα του «Ξενοδοχείου της Προκυμαίας», χωρίς να είναι ούτε θυρωρός ούτε λακές, μόλο που φορούσε κανελιά στολή με μπρούτζινα κουμπιά. Σε λίγον καιρό, ένας φίλος – γέννημα και θρέμμα της πόλης – άνοιξε κουβέντα γι’ αυτόν, ενώ καθόμασταν στο καφενείο – λίγα μονάχα βήματα απόσταση από τον πυλώνα όπου στεκόταν:
– Πριν γίνει η Προκυμαία και κτιστεί το Ξενοδοχείο, η Λέσχη κι όλα αυτά τα μαγαζιά, ήταν εδώ εν’ αρχοντικό παλιό. Σπίτι μονώροφο, τριγυρισμένο από κήπο… Αυτός ήταν ο κηπουρός… Έτσι τόνε θυμούμαι πάντα, γέρο… κι έτσι πάντα σκυμμένος, διπλωμένος, με τη μούρη κάτου, να σκαλίζει, να
ψαλιδίζει… Ο κήπος… α! τι κήπος!… ήταν χειμώνα καλοκαίρι γιομάτος άνθη και πρασινάδες… Μικρός, ήρθα πολλές φορές με λογαριασμό να κόψω λουλούδια και να βγάλω και καμιά ρίζα από τις σπάνιες εκείνες πρασινάδες που ήταν όμορφες κι από τα λουλούδια… μα ποτές δεν το κατόρθωσα, γιατ’ ήταν άγρυπνος φύλακας…»Το σπίτι ήταν σχεδόν πάντα κλειστό, γιατί ανήκε σε μιαν αρχοντική οικογένεια που τον πιότερο καιρό τον περνούσε σ’ εξοχές και ταξίδια, μα ο κήπος ήταν πάντα περιποιημένος… Οι δρόμοι κι οι δρομάκηδες, στρωμένοι με κοπανισμένο τούβλο, και τα δέντρα, ραντισμένα με τον ψεκαστήρα, αστράφτανε στον ήλιο…
»Θυμούμαι μιαν κηδεία γέρου κυρίου και μιαν άλλη μικρού αγοριού που βγήκαν απ’ αυτό το σπίτι. – Γίνανε μάλιστα και σχόλια απάνω σ’ αυτές… Για την πρώτη είπαν; «πολύ μεγάλο πένθος για ένα τόσο γέρον άνθρωπο». Και για τη δεύτερη: «πολύ μεγάλη κηδεία, δυσανάλογη με το μπόι του νεκρού». – Ας είναι, ήθελα να πω πως και στις δυο κηδείες τον θυμούμαι που ακολουθούσε από μακριά, πλάι πλάι… σα να φοβότανε μη του πούνε: «πίσω!»
»Ύστερα… σε λίγον καιρό από την κηδεία του μικρού αγοριού, το σπίτι με τον κήπο πουλήθη, κι οι νοικοκυραίοι πήραν ένα κοριτσάκι που είχαν κι έφυγαν για πάντα από το νησί μας… Αυτός ερχότανε και καθόταν εδώ, κατσούφης, κι έκανε μια θλιβερή εντύπωση να τόνε βλέπει κανείς έτσι μονάχο να φυλάει την κλειστή πόρτα.
»Όταν το σπίτι άρχισε να κατεδαφίζεται, τα δέντρα να κόβουνται, τ’ άνθη κι οι πρασινάδες να ξεριζώνουνται… ω! να βλέπατε πώς έκανε!… Με τι μίσος κοιτούσε τους εργάτες που ξερίζωναν και χαλούσαν!… Και κάθε φορά που ένα κάρο γιομισμένο άχρηστο υλικό ξεκινούσε, θαρρούσες πως θα γρύλιζε… Ειπώθη πως του προσφέρθη θέση στο Δημοτικό Κήπο και δεν εδέχθη… όμως, όποιος είχε σπίτι του ένα μικρό κήπο και του φώναζε να του τόνε βολέψει, πήγαινε πρόθυμα… Ωστόσο, ο καθένας, όσες φορές κι αν ήθελε περάσει απ’ εδώ, θα τον έβλεπε να τριγυρίζει στα γιαπιά, να χώνεται ανάμεσα σ’ εργάτες και μαστόρους και να γρούζει – να γρούζει… Οι εργάτες, που δεν τον ξέρανε, λέγανε: «Χασομέρης είναι ή τάχα πλερωτικός για να μας επιβλέπει;»…
»Όταν το κτίσιμο τέλειωσε κι έγινε το Ξενοδοχείο… δεν τον έχανε το μάτι σου ούτε στάλα!… Να! Πώς στέκεται τώρα;… Έτσι στεκόταν κι έδιωχνε τους ζητιάνους και τους χαζευτήδες.
»Η διεύθυνση βρήκε πως, καθώς ήταν κακοντυμένος, έκανε κακή φιγούρα και δόθη εντολή στο θυρωρό να τόνε διώχνει… Έφευγε κοιτώντας λοξά, έκανε ένα γύρο και να τόνε πάλι ανάμεσα στις κολόνες του πυλώνα…
»Γιατί ερχόταν; Τι γύρευε; Τι να ‘χε στο κεφάλι του;… Κι άραγε μπορούσε να κάνει σκέψεις; Θαρρούσε πως η ζωή του ήταν δεμένη μ’ αυτόν τον τόπο ή τον αισθανόταν σα χρέος βαθύ και σκοτεινό; Σαν ένστικτο; Εγώ… κι όχι μονάχα εγώ, μα κι άλλοι – μάλιστα και μερικοί που τους ήξερε για φίλους ή σχετικούς με τα παλιά του αφεντικά – δοκιμάσαμε να τόνε φέρουμε σε κουβέντα… Λόγια πολλά δεν είχε και προπάντων… τίποτα το διαφωτιστικό για την ψυχολογία του…
»Αφού βαρεθήκανε να τόνε διώχνουν από το Ξενοδοχείο, του δώσανε τη στολή, «για ευπρέπεια» τάχα, ενώ πραγματικά ο παμπόνηρος Διευθυντής το ‘κανε για ρεκλάμα… Δεν παράλειψε να βάλει να καρφώσουν και τ’ όνομα του Ξενοδοχείου με μπρούτζινα γράμματα στο στητό γιακά, που του φαντάζει έτσι σαν κολάνος…
»Τ’ όνομά του είναι Φλώρος, μα στο Ξενοδοχείο τον φωνάζανε Φλωρ, και τώρα που με τα χρόνια άρχισε να βαριακούει, το διπλασιάζουνε και τον φωνάζουν; Φλωρ – Φλωρ!
Αυτά διηγήθη ο φίλος. Κατόπιν αρχίσαμε να συζητούμε αν είχε λογικό, αν είχε σκέψη… αν είχε μια κάπως καθαρή ιδέα της ζωής του… μα ύστερα από λίγα λόγια, αντίς να μιλάμε για τον καημένο το Φλωρ… μιλούσαμε για τον κατεργαράκο το Ρικέ του Ανατόλ Φρανς, που με τη σκυλίσια λογική του έλεγε τον αφέντη του Θεό.
Καθώς είπα, πάνε κάμποσα χρόνια που κατοίκησα στη Λεμεσό, και τον Φλωρ τον έβλεπα κάθε μέρα, γιατί το Ξενοδοχείο της Προκυμαίας ήταν το ξενοδοχείο μου και το Καφενείο της, καφενείο μου. Τελευταία είχε γεράσει πολύ – έσκυψε πιο πολύ – κι εκτός από το πλήθος τις τρίχες που είχε σ’ όλο το επάνω μέρος των χεριών του, στα δάκτυλα όλα, ίσαμε τις ρίζες των νυχιών, δεν έβλεπες τρίχα μαύρη. Τα ματόκλαδά του λείπανε ανέκαθεν… Τα κρεμαστά φρύδια, τα κρεμαστά μουστάκια… οι μακριές τρίχες που ξεβγαίνανε από τα ρουθούνια του κι οι άλλες των αυτιών του… άσπρες κι αυτές… Ποτέ μορφή και ζωή δεν έμοιασαν τόσο πολύ.
Τον παρακολουθούσα «με το μάτι και τ’ αυτί» και ρωτούσα προσπαθώντας να μαζέψω πληροφορίες για… τον Φλωρ!… ο Διευθυντής του Ξενοδοχείου, μια μέρα που ‘κανα να τόνε ρωτήσω… το πήρε για κομπλιμέντο! εκολακεύθη, ο άνθρωπος, κι απάντησε με το υποτακτικό ύψος που παίρνουν οι ξενοδόχοι όταν έχουνε να καυχηθούν για κάτι:
– Κάνω ό,τι μπορώ… σε κάθε θέση τοποθετώ τον καταλληλότερο τύπο…
Και, για να με εκπλήξει πιότερο, φώναξε:
– Φλωρ – Φλωρ! κάνονας και τη χειρονομία που καλούνε τα σκυλιά.
Κι ο Φλωρ ξετυλίχθη από τη θέση του και σίμωσε τόσο σκυφτός, και το κεφάλι κάτου, που θα ‘λεγες πως ερχόταν με τα «τέσσερά του»…
– Δεν είναι τέλειος; με ρώτησε… και κατόπιν έκανε: Είναι περισσότερο από μισός αιώνας που τρως ψωμί εδώ, κι είσαι πολύ ευχαριστημένος… δεν είν’ έτσι, Φλωρ!…
Κι ο Φλωρ έβγαλε έναν άναρθρο γρυλισμό και σιγά – σιγά ξανασυμμαζεύθη στη θέση του.
Οι άνθρωποι της Προκυμαίας και της Λέσχης τον «Ξέρανε», τον «Εκτιμούσανε», μ’ άλλο δεν είχανε να πουν παρά μόνο πως ήταν κι εξακολουθούσε να είναι: «Πιστός». Μια νύχτα στη Λέσχη, προκάλεσε πλατιά συζήτηση και για συμπέρασμα ειπώθη πως ο Φλωρ είναι από τη ράτσα των καλών υπηρετών (ειπώθη γαλλικά: «domestiques», κι ήρθε πιο ταιριαστό), που τώρα, δυστυχώς, είναι σπάνιοι… «Τρέφει ευγνωμοσύνη για το ψωμί που ‘φαγε σ’ αυτό τον τόπο και η ψυχή του βρίσκει την ανάπαυσή της σ’ αυτή την ευγνωμοσύνη…»!!
Μια μέρα – καλοκαίρι – το βαπόρι (μαζί με το πλήθος των ξένων που ‘ρχονται να παραθερίσουν στα βουνά του νησιού μας) έφερε και μια σαραντάρα κερά. Βγήκε στο «Ξενοδοχείον της Προκυμαίας».
– Πώς άλλαξε ο τόπος! άρχισε να λέει στο συνοδευτή της… Εδώ κάπου, θαρρώ, βρισκόταν το σπίτι μας…
Ο Φλωρ… α! πώς ξετυλίχθη και σηκώθη από τη θέση του!… Σκίρτησε…, μα ο ξενοδόχος μ’ ένα βλέμμα που σήμαινε «ήσυχα Φλωρ!» τον κάρφωσε στη θέση του. Όμως, όταν η Κερά προχωρούσε στον πυλώνα, έκανε λίγα βήματα να τη σιμώσει..
– Στη θέση σου, Φλωρ, φώναξε τώρα ο ξενοδόχος.
Μα ο Φλωρ πού ν’ ακούσει!… ζύγωσε.
– Περίεργο και τούτο…, είπε η Κερά μαζεύοντας τα φουστάνια της!…
– Τι έπαθες, Φλωρ, σε καλό σου, είπε ο ξενοδόχος.
Κι αφού ξήγησε στην Κερά πως πρώτη φορά κάνει τέτοιο πράμα ο Φλωρ, «ετέθη εις τα διαταγάς της».
Η Κερά ζήτησε ένα καλό δωμάτιο γι’ απόψε μονάχα, γιατί αύριο θ’ ανέβαινε στην εξοχή, και… αν ήταν δυνατό, να της λύσει μια περιέργειά της:
– Εδώ κάπου… βρισκόταν το σπίτι μας…, «τ’ αρχοντικό του Σιρίλη»… είμαι κόρη Σιρίλη.
– Μα… Κυρία μου! βρισκόμαστε σπίτι σας, φώναξε σχεδόν συγκινημένος ο ξενοδόχος… Το μπροστινό μέρος του κήπου κι όλος ο τόπος που κρατούσε το σπίτι κρατάει τώρα το Ξενοδοχείο… Κόρη Σιρίλη, λοιπόν!… χαίρω πολύ!… Τώρα εξηγείται το φέρσιμο του Φλωρ!… Σας γνώρισε… Φλωρ – Φλωρ, έλα, Φλωρ!…
Ο Φλωρ άλλο δεν περίμενε για να μπει και να πλησιάσει. Τα μάτια του, που πάντα ήταν τόσο θολά, τώρα πετούσαν σπίθες…
– Δεν τόνε θυμούμαι…
– Δεν είναι ο κηπουρός σας;
– Τον κήπο, ναι, τον θυμούμαι πολύ καλά…
Κι άρχισε να περιγράφει τον κήπο… «μεγάλο, πάντα γιομισμένο λουλούδια και πρασινάδες, δρόμοι και δρομάκηδες στρωμένοι με τούβλο κοπανισμένο…
-… τον κηπουρό, όχι, δεν τόνε θυμούμαι…
Τον κοίταξε λιγάκι κι είπε:
– Τι περίεργος!…
Και μπήκε στην κάμαρά της.
Σε λίγη ώρα έπαιρνε το τσάι της στη βεράντα. Ο Φλωρ τριγύριζε… Άξαφνα, η Κερά του φώναξε μ’ ένα γνέψιμο:
-… Σε θυμήθηκα… Πώς σε τυραννούσαμε στα παιχνίδια μας!…
Βουρκώσανε τα μάτια της… Δάκρυσε…
– Σε καλό σου, της είπε ο σύντροφός της, τι έπαθες;…
– Θυμήθηκα τον αδελφό μου… Πάνε τριάντα χρόνια που τον χάσαμε…
Σκούπισε τα μάτια της, άνοιξε το τσαντάκι της, έβγαλε ένα πούπουλο και πουδραρίστη… Ξανακοίταξε το Φλωρ και του ‘πε:
– Γέρασες πολύ, καημένε…
Και, γυρίζοντας στο σύντροφό της, είπε:
– Tout – a – fait un chienQ N’est-ce paw; και λύθη στα γέλια.
Την ακόλουθη μέρα η Κερά έφευγε. Ο Φλωρ στη θέση του… ανήσυχος. Η Κερά ούτε τον πρόσεξε… κι όταν το αμάξι ξεκίνησε, έμεινε να το κοιτάζει αποθαρρεμένος. Κατόπιν, τ’ αμάξι χάθη στο μάκρος του δρόμου, κι ο Φλωρ συμμαζεύθη ήσυχα ήσυχα στη γωνιά του.
Μια μέρα δεν ήρθε… και το προσέξαμε. Ούτε την ακόλουθη… κι αναρωτηθήκαμε. Την τρίτη ρωτήσαμε; «Γιατί; μην ήταν άρρωστος;». «Μπορεί… Τα σκυλιά κρύβουνται όταν είναι άρρωστα…».
Σε λίγες μέρες, ήρθε σερνάμενος… Κουλουριάστη στη θέση του, αφήνοντας έναν ήχο σαν παράπονο σκυλιού… Η αναπνοή του μίκραινε ολοένα. Εβγαλε ένα στεναγμό βαθύ και πια… τίποτα…
Βγήκε κι ο ξενοδόχος.
– Φλωρ!… Φλωρ!…, του φώναξε, Φλωρ – Φλωρ, του ξαναφώναξε, αγγίζοντάς τον με τη μύτη του παπουτσιού του.
Μα ο Φλωρ δε σάλεψε…
– Τέλειωσε… Έτσι και το σκυλί πάει και ψοφά στην πόρτα του κυρίου του, είπε.
Κι αμέσως παράγγειλε στους υπηρέτες να τον σηκώσουν γρήγορα γρήγορα…
Θα ‘κανε κακήν εντύπωση στους πελάτες…
Σε λίγο στη Λέσχη μιλούσανε για τον Φλωρ… Επαινέσανε το σκυλίσιο προτέρημά του, κι ένας έριξε δειλά δειλά τη γνώμη πως του χρωστιόταν μια ανταμοιβή.
– Να του γίνει μια επίσημη κηδεία, είπε ένας σοβαρά, κι η γνώμη δε φάνηκε παράξενη… μα… τα έξοδα ποιος θα τα κάνει;…
– Το Δημαρχείο… Γιατί όχι;… Αλλού και τα σκυλιά θάβουνται… τους κρεμούν και μετάλλια για ηρωισμό… κι αυτό όχι για τα σκυλιά, μα για να παραδειγματισθεί ο Λαός… Σήμερα, σ’ αυτές τις πονηρές μέρες που περνούμε… όπου οι υπηρέτες σηκώσανε κεφάλι και είναι αχάριστοι στο ψωμί που τρώνε, θα ήταν μια λαμπρή αντίδραση…
Η κηδεία δεν έγινε, κι έτσι σώθη το οικτρό κουφάρι του Μπαρμπα – Φλώρου από τη «χρησιμοποίηση». Ο Τύπος μονάχα, που ξέρει καλά τη δουλειά του, δημοσίεψε «Σημειώματα», όπου περιγραφόταν μια ζωή αναπαυμένη στην ευγνωμοσύνη, στο καθήκον, στην αφοσίωση… κι ένας μακάριος θάνατος!! Ευχόταν αΐδιον μνήμην και συμβούλευε «πατρικώς» τον Λαόν να τον μιμηθεί…
______
Ο Νίκος Νικολαΐδης γεννήθηκε στη Λευκωσία στα 1884 και πέθανε στο Κάιρο στα 1956. Τριάντα τρία χρόνια έζησε στην Αίγυπτο. Αυτοδίδακτος (δεν τελείωσε ούτε το δημοτικό) ζωγράφος, διακοσμητής, ιδρυτής του ερασιτεχνικού θεάτρου αξιώσεων στο Κάιρο, μεγάλος ταξιδευτής ο Νικολαΐδης, θα σταθεί σταθμός στη λογοτεχνία μας, μέσα σ’ έναν ανελέητο αγώνα βιοπάλης.
Κάθε δημοσίευση του Νικολαΐδη, πριν ακόμα παρουσιαστεί με βιβλίο, θαυμάζεται, σχολιάζεται, ξαφνιάζει καταξιωμένους λογοτέχνες και κριτικούς. Το ελπιδοφόρο μήνυμα είναι ότι η νέα φρουρά μελετητών του θεωρεί «αποκάλυψη» την ανακάλυψη του έργου του. Πέρα από συγγραφέας, ζωγράφος και πολυτάλαντος άνθρωπος, αγωνιζόταν για τα καθημερινά και τα εθνικά και τα παγκόσμια, ύψωνε τη φωνή του για ελευθερία και ειρήνη.
Έργα του: «Το γαλάζιο λουλούδι», «Ανθρώπινες και άνθινες ζωές», «Διηγήματα σειρά Α΄», «Το στραβόξυλο», «Ο σκέλεθρας», «Η καλή συντρόφισσα», «Ο χρυσός μύθος», «Πέρ’ απ’ το καλό και το κακό», «Τα τρία καρφιά», «Το βιβλίο του μοναχού».
Έργα του μεταφράστηκαν στα ιταλικά, γαλλικά, αγγλικά, αραβικά, ρουμάνικα, ρωσικά.
Το διήγημα «Σα σκυλί» περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων «Η καλή συντρόφισσα» που κυκλοφόρησε το 1999 από τις εκδόσεις «Κέδρος» στη σειρά «Νίκου Νικολαΐδη του Κύπριου Άπαντα» και δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη.
–Εικόνα: Ο σκύλος (λεπτομέρεια) του Φρανθίσκο Γκόγια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου