Η μέρα έφευγε γρήγορα, δίνοντας τη θέση της στις σκιές της νύχτας, καθώς το καραβάνι, που είχε βρει, στο πρώτο φως της αυγής, φιλόξενη στέγη στις σκηνές των Βεδουΐνων, ετοιμαζόταν να πάρει ξανά τον δρόμο του. Ο νεότερος από τους επικεφαλής, ο Βαλτάσαρ ο Αιθίοπας, επιστατούσε και έδινε τις τελευταίες οδηγίες.
Ο γεροντότερος, ο Κασπάρ ο Ινδός, αποχαιρετούσε τον Ομάρ μπιν Αλή, τον αρχηγό του καταυλισμού, μετρώντας του το ποσόν που είχαν συμφωνήσει για την διαμονή και το φαγητό τους. Τον πλήρωσε σε νόμισμα του Παρθικού Βασιλείου των Αρσακιδών, που διαφέντευε τον τόπο από την Περσία μέχρι
εκεί. Λίγο πιο πέρα άρχιζε η επικράτεια των Ναμπάτου, των Ναβαταίων, με κύρια πόλη την Ράκμου, αυτή που οι Έλληνες ονόμαζαν Πέτρα.Στην αμοιβή πρόσθεσε κάτι ακόμη, για την πληρωμή των Βεδουΐνων που θα έπαιρναν μαζί τους, για να τους περάσουν από μονοπάτια της ερήμου, που γνώριζαν, ώστε να φτάσουν ασφαλείς στην πορεία που τους οδηγούσε το λαμπερό αστέρι. Αυτό που τους ταξίδευε τις νύχτες δυτικά, ώστε να συναντήσουν τον νεογέννητο βασιλιά, αυτόν που αναφέρανε οι μυστικές γραφές τους.
Μαζί τους, στο μακρύ ταξίδι στο άγνωστο, με τρίτο συνοδοιπόρο τον μεσόκοπο Μελχιόρ, τον Άραβα, κουβαλούσαν δώρα ακριβά. Ο Κασπάρ, έφερνε χρυσό από τον τόπο του, πέρα από τα Τάξιλα, ο Βαλτάσαρ, μύρο από το παλαιό Βασίλειο του Σαβά και λιβάνι από την Αραβική χερσόνησο, ο Μελχιόρ. Ήσαν Μάγοι, σοφοί της Ανατολής που ασχολούνταν με τις φυσικές επιστήμες, είχαν γνώσεις αστρονομίας και ιατρικής, αλλά και γνώσεις απόκρυφες (μαντική, ερμηνεία φυσικών φαινομένων, ονειροκριτική).
Η κουστωδία των υπηρετών – φρουρών, που τους ακολουθούσε, ήταν μεγάλη, μια που οι δρόμοι της Ανατολής έκρυβαν κινδύνους σοβαρούς, με μεγαλύτερο την παρουσία Αράβων ληστών, που παραφύλαγαν στα στενά περάσματα, να βρουν οδοιπόρους απρόσεχτους και απροστάτευτους.
Γρήγορα είχε σκοτεινιάσει για τα καλά, άλλωστε στο μεσοχείμωνο που ταξίδευαν, οι νύχτες τραβούσαν σε μάκρος. Τυλίχτηκαν καλά για να αντέξουν το κρύο της εποχής, που σαν σκοτείνιαζε εκεί στην έρημο γινόταν αφόρητο και πήραν το δρόμο που χάραζε γι’ αυτούς το αστέρι, που καταύγαζε τον σκοτεινό ουρανό. Μπροστά τους, απλωτά σε ακροβολισμό, προχωρούσαν οι τρεις Βεδουΐνοι οδηγοί, με μάτια κι αυτιά σε επιφυλακή. Οι νύχτες στην έρημο, που είναι γενικά ήσυχές, μπορεί να προδώσουν κάποια απρόσμενη παρουσία, ακόμα και με μια αλλαγή μυρωδιάς στον αέρα ή με ένα ανεπαίσθητο τρίξιμο που θα ακουστεί από το πουθενά.
Ευτυχώς, πέρασαν χωρίς άσχημα συναπαντήματα την διασταύρωση με τον δρόμο Σικ, το πέρασμα για να μπεις στην Πέτρα. Στην επικράτεια των Ναμπάτου, επικρατούσε ησυχία, οι ληστές φαίνεται πως απέφευγαν την Ναβαταίικη ενδοχώρα από όταν ο ντόπιος ηγεμόνας σταύρωσε κάπου εβδομήντα από δαύτους, για να τους βλέπουν οι υπόλοιποι και να κάθονται καλά. Η Πέτρα, ως εμπορικός σταθμός και οι δρόμοι που περνούσαν απ’ αυτή έπρεπε να είναι ασφαλείς.
Η νύχτα κύλησε χωρίς σημαντικά απρόοπτα, αν εξαιρέσουμε ένα άλογο που στραβοπάτησε με αποτέλεσμα να πέσουν και να σπάσουν τα πήλινα λαγήνια με νερό που κουβαλούσε. Αυτό τους ανάγκασε, σε συνεννόηση με τους Βεδουΐνους, να κάνουν μια μικρή παράκαμψη στην πορεία τους, ώστε το πρωί να κατασκηνώσουν γύρω από ένα πηγάδι με καλό νερό.
Την ώρα που άρχισαν να διαγράφονται αχνά οι κορυφές των γύρω αμμόλοφων, το καραβάνι βρισκόταν ήδη γύρω από το πηγάδι και έβγαζαν από τα βάθη του το πολύτιμο νερό, με το δερμάτινο ασκί, που κρεμόταν από το μακρύ ξύλο και ανεβοκατέβαινε στηριγμένο σε μια διχάλα.
Ήπιαν και πότισαν τα ζωντανά, καμήλες και άλογα. Στην συνέχεια, με γοργές μεθοδικές κινήσεις, οι υπηρέτες άπλωσαν τριγύρω τις τέντες και έβαλαν να βράσουν τσάι. Το ήπιαν χωρίς βιασύνη, ορίστηκαν οι σκοπιές και ακολούθησε ύπνος και ξεκούραση, με διάλειμμα το μεσημέρι για φαγητό. Είχε περισσέψει αρκετό κρέας από την φιλοξενία της προηγουμένης στον καταυλισμό των Βεδουΐνων.
Πέρασαν δυο ήσυχα μερόνυχτα, που την μονοτονία πορείας και ξεκούρασης την έσπασε το δεύτερο απόγευμα η εμφάνιση ενός αλαφιασμένου καμηλιέρη, που τον έφερε η καμήλα του σε κακή κατάσταση, στην άκρη του πρόχειρου καταυλισμού. Ζήτησε λίγο νερό, ψελλίζοντας στα Αραμαϊκά, λίγο πριν ξεψυχήσει:
«Φυλαχτείτε από τους Ιδουμαίους!»
Μόλις ξεκίνησαν εκείνο το βράδυ, κόντυναν τις γραμμές του καραβανιού και οι επικεφαλής έδωσαν εντολή στους υπηρέτες – φρουρούς να βρίσκονται σε επιφυλακή, καβαλικεύοντας με τα όπλα στο χέρι. Ήδη προχωρούσαν βαθιά μέσα στην επικράτεια των Ιδουμαίων, κεντρίζοντας τις καμήλες να προχωρούν πιο γρήγορα. Όσο ταχύτερα άφηναν πίσω τους την Ιδουμαία και έμπαιναν στο Νεγκέβ, στη Νότια Ιουδαία – προς τα εκεί έδειχνε να τους οδηγεί το αστέρι – τόσο το καλύτερο.
Το κακό ξέσπασε ξημερώνοντας. Καθώς οι κουρασμένοι από την εντατική πορεία της νύχτας άνδρες ξεκίνησαν να στήνουν τις σκηνές, πίσω από την συστάδα των βράχων που ορθώνονταν στ’ αριστερά τους, ξεπετάχτηκαν καβαλάρηδες οπλισμένοι με τόξα και ξίφη, που άστραφταν στο φως του ήλιου, καθώς η θωριά του σηκωνόταν εκείνη την ώρα πάνω από τα βράχια, που είχαν αφήσει πίσω τους οι ταξιδιώτες.
Τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί πολύ άσχημα για το καραβάνι. Όμως, η ετοιμότητα των ανδρών του και η μαχητική τους εμπειρία, σε συνδυασμό με το ότι οι επιτιθέμενοι είχαν κόντρα τον ήλιο, που ήταν ακόμη χαμηλά και τους τύφλωνε, βοήθησαν στο να αποκρουσθούν γρήγορα οι επιδρομείς, οι οποίοι μέτρησαν με τα κορμιά τους την άμμο της ερήμου. Δυο – τρεις μονάχα γλίτωσαν καταματωμένοι. Το καραβάνι μέτραγε δύο νεκρούς και επτά τραυματίες. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και δύο από τους Βεδουΐνους οδηγούς.
Μπορεί, τελικά, το μεγάλο κακό να αποφεύχθηκε, όμως οι πέντε από τους πληγωμένους έφεραν τραύματα σοβαρά και η καθυστέρηση, που θα προκαλούσε η κατάστασή τους, κινδύνευε να αποβεί μοιραία για την επίτευξη του σκοπού του ταξιδιού των τριών Μάγων.
Ο Κασπάρ, με την μακριά λευκή γενειάδα και την πείρα των περασμένων εξήντα του χρόνων, στράφηκε προς τους άλλους δύο σοφούς συνοδοιπόρους του:
«Δεν έχω να πω πολλά. Κινήσαμε ο καθένας από τον τόπο του παρακινημένοι από το ουράνιο φως, που μας οδηγεί σε κοινή πορεία, να πάμε τα συμβολικά μας δώρα στον νεογέννητο βασιλιά του κόσμου. Το καθένα απ’ αυτά έχει την αξία του, ουσιαστική και συμβολική. Και φυσικά, όταν ο καθένας από εμάς τα έφερε, δεν καθίσαμε να μετρήσουμε ποσότητες. Το λέω γιατί, ένα από τα δώρα μας, για την ακρίβεια, το δικό σου Βαλτάσαρ, μας είναι απαραίτητο για να θρέψουν και να γιατρευτούν οι πληγές των ανθρώπων μας. Πιστεύω πως δεν θα μειωθεί η αξία του δώρου σου αν ένα μέρος από αυτό χρησιμοποιηθεί για καλό σκοπό.»
Ο Βαλτάσαρ, χωρίς δεύτερη κουβέντα συμφώνησε. Άνοιξαν το δώρο, πήραν όση ποσότητα μύρου θα χρειαζόταν για τους τραυματίες και αφού το ανακάτεψαν με μέλι το άπλωσαν ίαμα στις πληγές. Στη συνέχεια, αφού έθαψαν με όλες τις τιμές τους νεκρούς τους και έριξαν σε ένα λάκκο τους σκοτωμένους ληστές, ακολούθησαν το ημερήσιο πρόγραμμα, με μια μικρή καθυστέρηση. Η νυκτερινή πορεία και η μάχη τούς είχαν εξαντλήσει και ο ύπνος θα ήταν το καλύτερο γιατρικό για τραυματίες και υγιείς…
Το επόμενο πρωινό είδαν να απλώνεται δεξιά τους η Μπαχρ Λουτ, η Αλμυρή θάλασσα. Είχαν φύγει πια πέρα από την επικίνδυνη γη της Ιδουμαίας, μπαίνοντας στην Νότια Ιουδαία. Το αστέρι τούς έδειχνε, πλέον, κατεύθυνση προς Βορρά.
Δυο μέρες μετά, έχοντας κάνει την τελευταία στάση πριν την Ιερουσαλήμ, έσπευσαν να τους προϋπαντήσουν στρατιώτες σταλμένοι από τον βασιλιά της Ιουδαίας Ηρώδη. Είχε ακούσει πως πήγαιναν να προσκυνήσουν κάποιον νεογέννητο βασιλιά και ανησυχούσε για τον θρόνο του. Έτσι έδωσε εντολή να βρουν τους παράξενους ταξιδιώτες από την Ανατολή και να τους φέρουν σ’ αυτόν μήπως και μάθει περισσότερα. Όταν, όμως, τους ρώτησε, τού απάντησαν πως ακόμα δεν έχουν βρει τον βασιλιά. Τότε τους ζήτησε, αφού τον βρουν να τον ειδοποιήσουν, ώστε να πάει και ο ίδιος να τον προσκυνήσει.
Τον Βασιλιά του Κόσμου, τον συνάντησαν, τελικά στην Μπέιτ – Λεχέμ, στο χωριό των κτηνοτρόφων, λίγο έξω από την Ιερουσαλήμ. Σε ένα φτωχικό σπίτι, όπου τον είχε εγκαταστήσει η μάνα του αφού σαράντισε. Δεν τους ταίριαξε για τόπος βασιλικός, μα αυτοί ακολουθούσαν πιστά την παλιά προφητεία του Ζαρατούστρα και ήξεραν πως δεν είχαν λαθέψει. Γονάτισαν, με πρώτο τον γέρο Κασπάρ και πρόσφεραν τα δώρα. Κανείς δεν τα ζύγισε, κανείς δεν τα μέτρησε. Ούτε κανένας μάλωσε τον Βαλτάσαρ, για το μύρο που έλειπε..
γράφει ο Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
(γράφτηκε ξημερώνοντας Χριστούγεννα 2021)
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου