Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα σε ενιαίο κείμενο
Τρομαγμένη προσπάθησα να τρέξω προς το σπίτι τραβώντας μαζί μου και το καρότσι. Όμως ένας άντρας που εμφανίστηκε από το πουθενά, μου άρπαξε το καροτσάκι από τα χέρια και με ένα πανί μου έκλεισε στόμα και μύτη. Μύρισα την ίδια μυρωδιά με αυτήν πριν με πάρει ο ύπνος, και από εκεί και πέρα δεν θυμάμαι κάτι άλλο. Μάλλον τότε με ξύπνησες»
Αυτό ήταν το όνειρο που του περιέγραψε, παραλείποντας να του πει πως η άγνωστη γυναίκα ήταν η μητέρα του!
Ο παπάς την άκουσε σκεφτικός και για λίγο δεν είπε λέξη. Όλα αυτά του έδειχναν πως κάτι περίεργο συνέβαινε στον εσωτερικό της κόσμο. Δεν έμοιαζε με διαβολική επιρροή, αν και αυτό άλλος εμπειρότερος πνευματικός θα έπρεπε να το διαγνώσει.
«Μείνε να κοιμηθείς», της είπε εν τέλει. «Χρειάζεσαι ξεκούραση, δεν πέρασες και λίγα τον τελευταίο καιρό!».
«Θα έρθω μαζί σου!», του απάντησε αποφασιστικά. «Αισθάνομαι ήδη πολύ καλύτερα. Άντε να ξεκινάμε μην αργήσουμε!».
Στη μικρή απόσταση που χώριζε το σπίτι από το ναό, δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Κανείς από τους δυο δεν είχε τη διάθεση να συνεχίσει την επίπονη διαδικασία ψυχανάλυσης. Αν και η Αρχοντούλα θα ήθελε να κάνει μια συζήτηση με τον παπά θεώρησε πως είναι καλύτερα αυτό να γίνει όταν και η ίδια θα ήταν πιο ήρεμη, και ο ιερέας δεν θα είχε μπροστά του μια Θεία Λειτουργία.
Τρεις ώρες αργότερα μετά το πέρας της ακολουθίας έγινε κάτι που συντάραξε όσους ακόμα βρίσκονταν στην εκκλησία. Ένας γέρος, αρκετά πάνω από τα ογδόντα, καλοντυμένος με ένα λινό γκρι κοστούμι, και μπλε πουκάμισο, μπήκε στο ναό και άρχισε να ουρλιάζει βρίζοντας τα θεία. Δυο γεροδεμένοι επίτροποι προσπάθησαν να τον συγκρατήσουν, όμως αυτός με μια υπερφυσική δύναμη, που με τίποτα δε δικαιολογούσε η ηλικία του, τους ξέφυγε και άρχισε να πετάει κάτω τις εικόνες από τα εικονοστάσια, εξακολουθώντας να βρίζει χυδαία..
Στη θέα του παπά Διονύση, που βγήκε από το ιερό να δει τι συμβαίνει, αγρίεψε ακόμα περισσότερο.
«Πόσα παιδάκια έχεις καταστρέψει τραγόπαπα!», του φώναξε πλησιάζοντας τον απειλητικά. «Θέλεις να γίνεις και δεσπότης τρομάρα σου!».
Ο παπάς σαστισμένος οπισθοχώρησε για να αποφύγει την επίθεση, και η Αρχοντούλα έτρεξε κοντά του να τον προστατέψει.
«Και εσύ καριόλα, μη νομίζεις πως θα ξεφύγεις από την κόλαση σου!», την απείλησε. «Θα ψοφήσεις χωρίς ποτέ να μάθεις την αλήθεια! Αν και καλύτερα να μην τη μάθεις ποτέ!».
Επιτέλους με τη συνδρομή τριών περαστικών κατάφεραν οι επίτροποι να τον ακινητοποιήσουν και να τον βγάλουν έξω. Με το που βγήκε από το ναό έδειξε να συνέρχεται και να ηρεμεί. Το καταϊδρωμένο του πρόσωπο μαρτυρούσε την ένταση που προηγήθηκε. Κάθισε ,σχεδόν ξάπλωσε, στο παγκάκι και ζήτησε νερό. Κάποιος έτρεξε να φέρει και αφού το ήπιε μονορούφι, έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του μια φωτογραφία και την έδειξε στους παρευρισκόμενους.
Απεικόνιζε ένα παιδί στην εφηβεία, περίπου δεκαπεντάχρονο. Εντύπωση προκαλούσε η ομορφιά του. Με χαρακτηριστικά τα μεγάλα μάτια και τις γυριστές βλεφαρίδες, καθώς και τα μακριά μαλλιά, θύμιζε πιο πολύ κορίτσι.
«Αυτός είναι ο εγγονός μου», τους αποκάλυψε. «Ή να πω καλύτερα ήταν; Γιατί τώρα πια μας απαρνήθηκε όλους, και γονείς και παππούδες, όλους! Από τότε που έμπλεξε με τον τραγόπαπα το χάσαμε το παιδί! Το έκλεισε σε μοναστήρι, που ποτέ δε μάθαμε ποιο, και το έκανε καλόγερο. Αφού πρώτα έκανε ότι έκανε πάνω του!».
Η ταραχή του έδειχνε να επιστρέφει και οι άντρες ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν ένα καινούργιο του ξέσπασμα. Όμως τελικά δεν χρειάστηκε να επέμβουν. Ο γέρος σηκώθηκε και έκανε να φύγει.
«Το κατέστρεψε το παλληκάρι μας!», είπε γυρίζοντας τα βουρκωμένα του μάτια προς τη εκκλησία. Όμως ήρθε η ώρα να πληρώσει! Αυτός που με οδηγεί, είναι πιο δυνατός απ τις μαγείες του. Κι αυτή θα πληρώσει! Για να μάθει να μη σκαλίζει τις δουλειές του Αφέντη!».
Και με αυτά τα παράξενα λόγια έφυγε χωρίς κανείς να σκεφτεί καν να τον σταματήσει, καθώς ήταν παγωμένοι απ τον φόβο!
«Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος και τι είναι αυτά που λέει», ρώτησε η Αρχοντούλα τον παπά που είχε βγει κι αυτός και στηριζόταν στην κολώνα φανερά σοκαρισμένος.
«Λόγια δαιμόνων, μην τους δίνεις σημασία!».
Δηλαδή, είναι όλα ψέματα;».
Ο παπά Διονύσης ξεροκατάπιε αγχωμένος.
«Υπάρχουν κάποια ψήγματα αλήθειας», αναγκάστηκε να ομολογήσει. «Ο εγγονός του από μικρό παιδί είχε την τάση να μονάσει. Δεν το έσπρωξα εγώ σ΄αυτό το δρόμο. Το βοήθησα απλά να εκπληρώσει τον προορισμό του.».
«Κι αυτά που σε κατηγόρησε ότι του έκανες; Ψέματα κι αυτά;».
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου