ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2023

ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ (93η Το τέλος και η μεταστροφή )

Δείτε εδώ  τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


Το επόμενο πρωί με το που έφυγε η Μαρία, η Βαγγελιώ τηλεφώνησε στον ιερέα, που είχε ειδοποιήσει από βραδύς. Σε λίγη ώρα έφτασε σπίτι και συναντήθηκε με τον Φίλιππο. Άκουσε με προσοχή την εξομολόγηση του, του διάβασε την συγχωρητική ευχή και τον μετάλαβε. Με την εμπειρία τόσων χρόνων στη διακονία των ενοριτών του, διέκρινε το τέλος που πλησίαζε, γι αυτό διάβασε μυστικά και την ευχή προς ετοιμοθάνατο. Εντύπωση μεγάλη του έκανε η γαλήνη στο πρόσωπο του παιδιού. Ούτε σε κατά τεκμήριο αγίους, που έτυχε να συναντήσει, είδε τέτοια ιλαρότητα και εγκαρτέρηση μπροστά στο θάνατο! Τον σταύρωσε με τον ξύλινο σταυρό του που περιείχε λείψανα αγίων και σηκώθηκε. 

 Ο Μικρός Φίλιππος έπιασε το χέρι του και προσπάθησε να το φιλήσει. Με μια απότομη κίνηση ο ιερέας το τράβηξε και έπιασε το δικό του. 

“Το έλασσον ευλογείται υπό του μείζονος”, του είπε με σεβασμό και του φίλησε το χέρι.

Αργά το απόγευμα η Μαρία συνοδευόμενη από τον Ερρίκο, που δεν εννοούσε να την αφήσει μόνη, επέστρεψαν σπίτι. Από τα βλέμματα της Βαγγελιώς και του Αλέξανδρου κατάλαβαν πως αυτό που φοβόντουσαν ήταν ήδη πολύ κοντά. 

 “Έχω ειδοποιήσει για ασθενοφόρο”, ψέλλισε ο Αλέξανδρος. 

 Η Μαρία έτρεξε με αγωνία στο δωμάτιο. Η νοσοκόμα κρατούσε με στοργή το κεφαλάκι του Φίλιππου, σε μια προσπάθεια να τον βοηθήσει να αναπνεύσει. Έπεσε στα γόνατα και τον αγκάλιασε με στοργή. 

 “Μην κλαις μαμά”, της είπε με μισοσβησμένη φωνή.”Δεν υπάρχει κανένας λόγος να λυπάσαι!” Και ξαφνικά γύρισε τα ματάκια του προς την πόρτα και όλο του το πρόσωπο φωτίστηκε. “Ήρθες!”,φώναξε με λατρεία.”Το ήξερα πως θα έρθεις!” 

 Το εκτυφλωτικό φως που άστραψε ανάγκασε τη Μαρία να στρέψει το βλέμμα της. Και τότε τα μάτια της ψυχής της άνοιξαν και αναγνώρισε ποιος ήταν ο λευκοντυμένος άντρας που την επισκεπτόταν στις δυσκολίες της! 

 “Μην μου τον πάρεις!”, Τον ικέτεψε. “Μην μου τον πάρεις!” 

 Της χαμογέλασε γλυκά ,άνοιξε τα χέρια Του μια μεγάλη αγκαλιά, και παίρνοντας μαζί Του την τελευταία ανάσα, μαζί με την ψυχή του Φίλιππου, εξαφανίστηκε. 

H νοσοκόμα δακρυσμένη έκλεισε τα ματάκια του Φίλιππου, και ύστερα έτρεξε προς την Μαρία που έπεσε λιπόθυμη. Ο Ερρίκος την πήρε στην αγκαλιά του και την μετέφερε στο σαλόνι. Από το δωμάτιο ακούγονταν οι σπαρακτικές οιμωγές της Βαγγελιώς και οι λυγμοί του Αλέξανδρου. Η Μαρία έβγαλε μια υστερική κραυγή και σε έξαλλη κατάσταση άρπαξε τη θήκη με το φυλακτό και την τράβηξε με βία. 

 “Καταραμένη μάγισσα! Καταραμένο φυλακτό!”,ούρλιαξε και ανοίγοντας τη θήκη το έβγαλε και το πέταξε στο αναμμένο τζάκι.

Μια απαίσια μυρωδιά απλώθηκε στο χώρο. Τόσο έντονη και ενοχλητική, που ο Ερρίκος άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα αν και έξω έπεφτε χιονόνερο και το κρύο ήταν διαπεραστικό. 

 Το τηλεφώνημα του Μάρκου ήταν ότι πιο αταίριαστο αυτή την ώρα. Την πληροφορούσε πως κάτι υπήρχε και ζητούσε διορία λίγων ημερών. 

 “Δεν υπάρχει λόγος πια!'”,του είπε με σβησμένη φωνή, και του ζήτησε να σταματήσει την αναζήτηση. 

 “Έχεις κάτι να σταματάει τον πόνο;”, ρώτησε με παράπονο τον Ερρίκο. 

 “Μακάρι να είχα καρδιά μου!”, της απάντησε βουρκωμένος. “Μόνον ο χρόνος, αλλά δεν είμαι και τόσο σίγουρος.” Αισθάνθηκε την ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον που θα μπορούσε να απαλύνει την οδύνη της. Και ποιος άλλος θα ήταν καταλληλότερος από την παλιά καλή της φίλη; Η χαρά της ηγουμένης με την κλήση της Μαρίας, μετατράπηκε αυτόματα σε θλίψη στο άκουσμα της τρομερής είδησης. Με δυσκολία κατάφερε να αρθρώσει λίγα λόγια παρηγοριάς και υποσχέθηκε σε λίγες ώρες να βρεθεί κοντά της. 

 Όλα τα διαδικαστικά τα ανέλαβε ο Ερρίκος. Κανείς άλλος δεν ήταν σε θέση. Η ταφόπλακα που σε λίγο θα σκέπαζε το πρόωρα αδικοχαμένο παιδί, είχε ήδη σκεπάσει γονείς και γιαγιά! Ο γιατρός υπέγραψε το πιστοποιητικό θανάτου και οι υπάλληλοι του γραφείου τελετών πήραν το νεκρό παιδί για τις απαραίτητες ετοιμασίες. 

 Μια περίεργη ηρεμία διαγραφόταν στο πρόσωπο της Μαρίας, και όλοι το πρόσεξαν παρ΄όλη την υπερένταση τους. Πέρα από το ξέσπασμα της με το φυλακτό, τίποτα άλλο δεν έδειχνε τον ανυπόφορο πόνο που ήταν φυσικό να αισθάνεται. Το χαμόγελο στα χειλάκια του γιου της, που τόσο έμοιαζε με εκείνο του λευκοντυμένου άντρα, και διατηρήθηκε ακόμη και μετά τον θάνατο του, την είχαν πείσει πως ταξίδεψε σε πολύ καλύτερο κόσμο. Και ήταν εκείνη που έδινε κουράγιο στην καταρρακωμένη Βαγγελιώ και τον Αλέξανδρο, που μόλις και μετά βίας στέκονταν μετά από αρκετά χάπια βαλεριάνας. Ο Ερρίκος την πλησίασε με ένα ποτήρι ουίσκι. 

 “Θα σου κάνει καλό.”, την προέτρεψε. 

 Το ήπιε με μικρές γουλιές και ύστερα σηκώθηκε και ανέβηκε στο δωμάτιο της. Έψαξε την κοσμηματοθήκη για τον Σταυρό της. Κανονικά κάπου εκεί θα έπρεπε να ήταν, όμως δεν τον βρήκε. Άδειασε όλη σχεδόν την ντουλάπα και τελικά Τον ανακάλυψε μέσα σε ένα φάκελο με παλιές φορολογικές δηλώσεις. Της ήταν αδύνατον να θυμηθεί πως Τον καταχώνιασε εκεί, αλλά της αρκούσε που Τον κρατούσε πάλι στα χέρια της! Τον κοίταξε σαν να Τον έβλεπε για πρώτη φορά. Συναισθήματα ξεχασμένα από χρόνια, ξύπνησαν με το άγγιγμα Του! 

 “Πάντα ήσουν εκεί και με περίμενες!” , μονολόγησε φιλώντας τον γλυκά. “Και εγώ η ανόητη..”


Δείτε επίσης: Απίθανα δώρα σε φανταστικές τιμές μόνο στο Temu!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου