Η σημερινή μέρα ήταν πολύ πληκτική. Τρεις μέρες είχε να βγει απ’ την γκαρσονιέρα στην οποία έμενε και η ψυχολογία του είχε πέσει όπως και οι αντοχές του οργανισμού του.
Μη μπορώντας να νικήσει εύκολα από μόνος του την ίωση που είχε κολλήσει, έλαβε την συνδρομή μιας καλής δόσης αντιβιοτικού. Η μάχη μαινόταν μέσα του, οι απώλειες ήταν αρκετές και σήμερα δεν είχε διάθεση για τίποτα. Απ’ το πρωί φαινόταν πως ετούτη η μέρα θα πάει χαμένη.
Εχθές, παρ’ ότι ο πυρετός δεν τον άφησε να δραστηριοποιηθεί όπως θα ήθελε, είχε καταφέρει να διαβάσει δύο νουβέλες. Εποικοδομητική μέρα είχε σκεφτεί. Ένα συναίσθημα
ξετρύπωσε από μέσα του, από καιρό χαμένο. Εκείνη η ζεστασιά του χώρου του, το χουζούρι που έκανε μέσα στο πάπλωμα, ήταν στιγμές υπέροχες, σαν να κούρνιαζε μέσα στη στοργική αγκαλιά της μητέρας.Η ώρα είχε πάει τρεις. Έπρεπε να πάει. Άλλωστε δεν άντεχε άλλο μέσα στην κλεισούρα. Το πιάσιμο απ’ την ακινησία έκανε επιτακτική την ανάγκη του να πάει. Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, ντύθηκε βαριά και πήρε τους δρόμους να ξεμπουκώσει κάπως το μυαλό του. Είχε βαρυχειμωνιά. Η θερμοκρασία εδώ και δύο μήνες δεν είχε ξεπεράσει τους δέκα βαθμούς. Απ’ τη στιγμή που το κρύο πάγωσε τα μάγουλά του και εισέπνευσε αέρα καθαρό, αμόλυντο, αναζωπυρώθηκε η ζωντάνια του. Παρ’ ότι ο πυρετός δεν έλεγε να κατέβει απ’ το τριάντα οκτώ το ψυχρό οξυγόνο εισχώρησε στα πνευμόνια του ευεργετικά.
Μετά από δέκα λεπτά αργόσυρτου περιπάτου μπήκε στην Μάρκου Μουσούρου. Εκεί που όλα τελειώνουν, σκέφτηκε καθώς πέρναγε απ’ την μια πλευρά του πρώτου νεκροταφείου. Πέρασε μπροστά απ’ τα ανθοπωλεία και συνέχισε προς το γήπεδο της ομάδας μπάσκετ του Παγκρατίου. Στάθηκε για μια στιγμή εκεί όπως πολλές φορές είχε κάνει στο παρελθόν και αναρωτήθηκε γιατί ποτέ του δεν το είχε επισκεφτεί. Δεν πρόλαβε όμως να κάνει αυτή τη σκέψη και χαμογέλασε σκεπτόμενος πως απ’ όταν θυμάται τον εαυτό του ποτέ δεν του άρεσαν τα ομαδικά αθλήματα. Ήταν λογικό επομένως να μην έχει παρακολουθήσει ούτε για μια φορά στη ζωή του αγώνα της ομάδας του Παγκρατίου.
Η παγωνιά ήταν μεγάλη και παρ’ ότι Σάββατο απόγευμα, περπάταγε σε ερημικούς δρόμους. Ο ήχος των βημάτων του ακουγόταν τραχύς πάνω στο άτεγκτο πλακάκι. Σε μια στιγμή φύσηξε ένα δυνατός, ξαφνικός άνεμος κι ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του. Ο πυρετός βρήκε σύμμαχο τον βοριά. Ανέβασε τον γιακά απ’ το παλτό του κι έσφιξε καλά το κασκόλ γύρω απ’ το λαιμό σε σημείο πιεστικό. Τα γάντια που φορούσε δεν χόρταιναν τα κρύα χέρια του και αναγκάστηκε να τα τρυπώσει μέσα στις τσέπες του παντελονιού του.
Πήγαινε κάπου συγκεκριμένα. Άλλωστε ποτέ δεν του άρεσε να ξεκινάει για το άγνωστο. Η κατάληξη πάντα τον απασχολούσε. Σημασία για κείνον δεν είχε μόνο η βόλτα. Λίγο πιο κάτω τα μάτια του αντίκρισαν εκείνο το καφενείο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που περνούσε από εκεί κι έλεγε στον εαυτό του πως σ’ αυτό το μαγαζί θέλει να κάτσει μια μέρα. Του άρεσε πολύ το μέρος που βρισκόταν καθώς κι ο τρόπος που είχε φτιαχτεί. Ήταν καφενείο. Από εκείνα τα αρχοντικά που τα παλιότερα χρόνια αποτελούσαν το χώρο συνάντησης της γειτονιάς. Σαν εκείνα που το λουκουμάκι ήταν απαραίτητος συνοδός για να γλυκάνει την πικράδα στο στόμα που άφηνε ο καφές.
Κάθισε στο πρώτο τραπέζι που συνάντησε καθώς μπήκε μέσα. Ο χώρος ήταν ζεστός. Ένα ραδιόφωνο παλιό έπαιζε μουσική. Ο ήχος του, του θύμισε τα νεανικά του χρόνια. Τότε που στο χωριό καθόταν μαζί με τα αδέρφια του και άκουγε το θέατρο της Δευτέρας. Μαγικές νύχτες! Τα φώτα στο φτωχικό τους κλείνανε και συγκεντρώνανε όλη τους τη προσοχή στην ακοή τους. Οι εικόνες άρχιζαν να ξεπηδούν σιγά σιγά και όνειρα γεννιόντουσαν απ’ την φαντασία που δούλευε. Ωραία χρόνια, σκέφτηκε.
Παράγγειλε έναν ελληνικό καφέ κι αφέθηκε να παρατηρεί τον χώρο. Το φθαρμένο χρώμα στους τοίχους που ήταν συνδεδεμένο με το παρελθόν, ο χαμηλός φωτισμός, οι παλιές φωτογραφίες μέσα στις κορνίζες και οι αντίκες, πλαισίωναν το καφενείο και δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα αισθαντική. Το μυαλό του άθελα τον γύρισε νοσταλγικά πίσω στο χρόνο. Μια γλυκόπικρη γεύση πέρασε μέσα στο στόμα του και την κατάπιε θέλοντας να την αποφύγει. Η οσμή χαρούμενων στιγμών που έφυγαν και δεν θα ξαναγυρίσουν τον έκανε να μελαγχολήσει. Είναι περίεργο πως σε κάτι τέτοια μαγαζιά η χαρά φέρνει ταυτόχρονα και τη λύπη. Ίσως είναι όλες αυτές οι εικόνες που ξυπνάνε ενώ τόσα χρόνια αναπαύονταν στο βάθος της σκέψης.
«Είναι δύσκολο στις μέρες μας να είσαι ομοφυλόφιλος» του είχε πει ο φίλος του και καταλάβαινε καλά τι εννοούσε με αυτή τη φράση. Από μια μακρόχρονη περίοδο όπου η διαφορετικότητα ήταν κατακριτέα και στιγμάτιζε, σήμερα η κοινωνία είχε περάσει στην άλλη άκρη.
Ό, τι πιο τραβηγμένο κι ενάντια σε κάθε λογική προβάλλονταν σαν θέσφατο. Οι άνθρωποι της δικής του ιδιοσυγκρασίας ποτέ δεν θα κατόρθωναν να βρουν τη δικαίωσή τους.
Απ’ τα παιδικά του χρόνια μέχρι τώρα ήταν ένας απομονωμένος άνθρωπος. Μικρό τον κορόιδευαν για την ξεχωριστή του θηλυπρεπή φύση και σαν ενήλικο το γκέτο των «διαφορετικών» προτιμήσεων τον θεωρούσε απαρχαιωμένο. Ποτέ του δεν κατάφερε να νιώσει την αποδοχή. Η αξιοπρέπειά του στεκόταν εμπόδιο στην απορρόφησή του απ’ την κοινωνία. Προκαλούσε αισθήματα φθόνου η δύναμή του να συγκρατεί το πάθος του με αντρίκια συμπεριφορά. Παν’ απ’ όλα ήταν άντρας. Δεν μπορούσε να απαρνηθεί την αντρική του φύση. Τα χαρακτηριστικά του φώναζαν για την αρρενωπότητα του. Γι’ αυτό κι ο χαρακτήρας του ήταν σταράτος, αντρίκιος. Η ψυχή όμως και το συναίσθημα του ένοιωθαν έλξη για τους ομόφυλους του. Όσο και να προσπάθησε μικρός, να ξεφύγει απ’ τη μοίρα του για να γλιτώσει το προσβλητικό βλέμμα των συνανθρώπων του, δεν τα κατάφερε. Θυμάται τότε, μόνο και μόνο από περιέργεια είχε συνευρεθεί με την πρώτη του γυναίκα. Δεν ήταν αγοραίος έρωτας. Ήταν ερωτεύσιμος άντρας. Η γυναίκα του δόθηκε εξ ολοκλήρου αλλά τίποτα δεν ξύπνησε μέσα του για να δώσει πάθος στις αισθήσεις του. Η μια προσπάθεια έφερε την επόμενη και τελικά αποδέχτηκε το πεπρωμένο του. Άθελά του ζούσε μια ζωή ξεχωριστή, μοναχική απ’ τους υπολοίπους. Με τα χρόνια το αρσενικό στοιχείο επικράτησε στην εμφάνισή του κι έκρυψε καλά την ιδιαίτερη φύση του.
Κάποια στιγμή μια μητέρα με τον μικρό της γιο πέρασε έξω απ’ το καφενείο. Το βλέμμα του τραβηγμένο απ’ την αθωότητα του παιδιού επικεντρώθηκε στο προσωπάκι του. Εκείνο γύρισε το κεφαλάκι του προς το μέρος του και τον κοίταξε. Η εικόνα των παιδικών του χρόνων παρουσιάστηκε μπροστά του. Η μητέρα τον έβγαζε βόλτα μικρό. Να εισπνεύσει καθαρό αέρα όπως συνήθιζε να του λέει. Το παιδί έμεινε για λίγο ακίνητο και ύστερα από κάποια δευτερόλεπτα η μητέρα του το τράβηξε να προχωρήσουν. Εκείνο γύρισε προς το μέρος της και με ένα παράπονο της έδειξε μέσα στο καφενείο, στοχεύοντάς τον με το χεράκι του. Εκείνη δεν έδειξε να καταλαβαίνει και συνέχισε την πορεία της.
Είναι σημαντικό να ακούς τα παιδιά. Κάπως έτσι του το είχε πει ο παππούς του. Που να ήξερε ότι κάποια στιγμή θα ένιωθε πως μόνο με τα παιδιά μπορεί να επικοινωνήσει. Μόνο εκείνα μπορούσαν να καταλάβουν την εύθραυστη ψυχή του. Το ένστικτο και η διαίσθηση λειτουργούσαν δραστικά για τις κλίμακες που δεν πιάνονται με τα μάτια ή τη λογική.
Ένα κομμάτι άρχισε να παίζει απ’ το παλιό ραδιόφωνο και ταξίδεψε μαζί του. Κάτι τον έτρωγε μέσα του όλες αυτές τις μέρες και τώρα που ήταν άρρωστος είχε ευαισθητοποιηθεί περισσότερο. Ήξερε τι ήταν. Δεν προσπάθησε να το αποδιώξει.
Έκανε έναν μορφασμό κακοδιαθεσίας και άλλαξε στάση για να βολέψει καλύτερα το εμπύρετο σώμα του. Μια φορά δεν μπορούσε να βγει μια μοναχική βόλτα και να μην έρθουν στο μυαλό του αρνητικές μνήμες; σκέφτηκε. Η ζωή κυλά. Δεν μπορεί να μένει προσκολλημένος στα παλιά. Ότι έγινε έγινε και τίποτα δεν μπορεί να κάνει για να αλλάξει το παρελθόν.
Κοίταξε το ρολόι του και είδε πως η ώρα είχε περάσει. Πλήρωσε και τυλίγοντας, καλά γύρω του, παλτό και κασκόλ ξαναβγήκε έξω στο δρόμο. Ανάσανε βαθειά, βγάζοντας τον αέρα αργά απ’ τη μύτη του και ξεκίνησε για το σπίτι του.
Στη διαδρομή της επιστροφής θυμήθηκε πως θα πέρναγε η φίλη του η Σόνια να τον δει. Η ώρα είχε περάσει κι έτσι τάχυνε το βήμα του. Πάντα είχε άγχος τα ραντεβού ακόμα κι όταν ο τόπος συνάντησης ήταν το διαμέρισμά του. Εκεί ίσως και περισσότερο. Η καθαριότητα του χώρου σήμαινε πολλά για την αισθητική του κι η φιλοξενία του έπρεπε να είναι πάντοτε εφάμιλλη του ευγενή του χαρακτήρα. Δύσκολα συγχωρούσε στον εαυτό του σφάλματα. Η εσωτερική του γαλήνη κι ομορφιά ήθελε να φαίνεται και προς τα έξω. Το μόνο στοιχείο του χαρακτήρα του που ήθελε να κρύβει ήταν ο μοναχισμός του. Αυτό ήθελε να το κρατάει αποκλειστικά δικό του μυστικό. Ήταν ιερός νόμος.
Η Σόνια δεν άργησε να έρθει. Μπήκε μέσα φουριόζα όπως συνήθιζε να κάνει κάθε φορά. Πέταξε την τσάντα της στην πρώτη καρέκλα που συνάντησε, έβγαλε το μπουφάν της και θρονιάστηκε έτοιμη να δεχτεί την περιποίηση του φίλου της. Το νερό στον βραστήρα είχε αρχίσει να κοχλάζει και δυο φλιτζάνια βρίσκονταν ήδη στο σαλόνι να περιμένουν την γέμισή τους. Εκείνος της είπε να περιμένει μερικά λεπτά, έβαλε δυο κουταλιές μαύρο τσάι σ’ ένα μεγάλο μπρίκι, έριξε το καυτό νερό μέσα και πήγε να κάνει παρέα στη Σόνια μέχρι τα θρυμματισμένα φύλλα του τσαγιού να βγάλουν τις μυρωδιές τους.
Μια τελευταία λέξη άφησε να αιωρείται στον αέρα και σηκώθηκε βιαστικά να πάει να φτιάξει το τσάι. Ύστερα από λίγο, ερχόταν περπατώντας στις μύτες των ποδιών του, προσέχοντας μην ξεχειλίσει το δυναμωτικό υγρό από κάποιο απ’ τα φλιτζάνια. Κάθισε απέναντι απ’ τη Σόνια και νιώθοντας αμήχανος, σαν εκείνη να περίμενε μια εξομολόγηση ν’ ακούσει απ’ το στόμα του, ξεκίνησε να μιλά.
-Είναι αλήθεια πως θέλω εδώ και μέρες να σου μιλήσω Σόνια, αλλά δεν βρίσκω τον τρόπο.
-Ορίστε! Είμαι εδώ, όλη, δική σου και για όση ώρα θελήσεις. Δεν έχεις παρά να μιλήσεις χωρίς δισταγμούς.
-Πολύ καλά, είπε και έκανε πάλι εκείνον τον μορφασμό που συνήθιζε όταν έπρεπε να μιλήσει για πράγματα πολύ προσωπικά. Ξέρεις πως ποτέ μου, απ’ όταν ανταμώσανε οι δρόμοι μας, δεν σου απέκρυψα κάτι. Πράγματα που παρέλειψα κατά καιρούς να σου πω ήταν επειδή η σημασία τους ήταν μηδαμινή κι όχι διότι απέφευγα να μάθεις κάτι για τη ζωή μου. Σου έχω μιλήσει αμέτρητες φορές, τόσες που πλέον μπορείς να θεωρείς τον εαυτό σου ψυχολόγο μου. Είναι πολύτιμο προνόμιο να κατέχεις τη γνώση της ψυχής ενός ανθρώπου. Ζηλευτό κι αρκετά υπεύθυνο συνάμα. Αλλά δεν είσαι τυχαίος άνθρωπος για μένα. Πρωταρχικά είσαι μια γυναίκα που εκτιμώ και κατά πολύ μετά, μια ύπαρξη με εκτιμητέα τιμιότητα και ειλικρίνεια. Ο συνδυασμός αυτών των χαρακτηριστικών, μου δημιουργεί την ευχέρεια να συμπορεύομαι μαζί σου ως φίλος, καθώς και να λαμβάνω πολύ σοβαρά υπ’ όψιν μου την κρίση σου. Και επειδή σε τιμώ, θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος μαζί σου.
Έκανε μια παύση κοιτώντας στο κενό και γυρίζοντας προς το μέρος τη Σόνιας τον έπιασε κρύος ιδρώτας. Σαν κάτι να τον καταδίωκε.
-Έχω γιο Σόνια, το είπε μονομιάς.
-Τι έκανε λέει;! πετάχτηκε εκείνη απ’ την πολυθρόνα ξαφνιασμένη.
-Έχω γιο. Σήμερα έκλεισε τα πέντε. Τώρα το μεσημέρι εκεί είχα πάει, να τον συναντήσω.
-Με συγχωρείς για την αντίδρασή μου αλλά αλήθεια αυτό δεν μπορούσα να το φανταστώ με τίποτα. Νόμιζα πως ήξερα τα πάντα για σένα. Αλλά τελικά… είπε εκείνη χαμογελώντας του ύστερα απ’ το πρώτο σοκ. Καλά, που εκεί είχες πάει; Εννοείς σπίτι του;
-Όχι. Θα σου εξηγήσω. Απλά πρέπει να κάνεις λίγη υπομονή για να στα πω απ’ την αρχή.
Η Σόνια άναψε τσιγάρο και πήρε στάση ανθρώπου δηλωτική του μεγάλου ενδιαφέροντος. Βουβάθηκε εντελώς και κρεμόταν απ’ τα χείλη του φίλου της να ακούσει μια αλήθεια που ποτέ δεν έμαθε.
-Όπως σου είπα και πριν, γνωρίζεις τα πάντα για μένα. Και για να είμαι ακριβολόγος, τώρα γνωρίζεις τα πάντα για μένα. Η ύπαρξη ενός παιδιού με έκανε και μένα διστακτικό να στο εξομολογηθώ αλλά είναι τόσο σημαντικό όσο κι ευαίσθητο γεγονός. Πρέπει να ξέρεις πως ο γιος μου δεν με ξέρει. Δεν γνωρίζει καν την ύπαρξή μου? κι ούτε πρόκειται να την μάθει. Με την γυναίκα με την οποία έκανα το παιδί έχουμε συμφωνήσει ότι τίποτα δεν θα μου ζητήσει και τίποτα δεν θα απαιτήσω. Την βοήθησα να φέρει ένα παιδί στον κόσμο κι εκείνη με έβγαλε από μια κακή οικονομική κατάσταση.
-Τι εννοείς την βοήθησες και σε βοήθησε; Εδώ μιλάμε περί ανταλλαγής δηλαδή.
-Ακριβώς γι’ αυτό μιλάμε, την κοίταξε κάπως αναποφάσιστα και συνέχισε, μόνο που τα πράγματα πήραν άλλη τροπή απ’ ότι υπολόγιζα.
-Δηλαδή;
-Αυτό το παιδί Σόνια το αγάπησα. Είναι γιος μου. Το πατρικό ένστικτο μου μίλησε. Είναι κάτι που δεν μπόρεσα να το ελέγξω.
-Και λοιπόν;
-Το λοιπόν είναι πως ενώ η συμφωνία μας ήταν αρχικά άλλη, αργότερα αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα της ζήτησα να βλέπω έστω κάπου κάπου τον γιο μου. Δεν έχω παράπονο. Η Χαρά είναι πολύ εντάξει άνθρωπος. Δέχτηκε. Μόνο που έπρεπε να γίνει έτσι ώστε το παιδί να μην πάρει είδηση τίποτα. Έτσι, τουλάχιστον μέχρι όσο ήταν ενός έτους, πήγαινα απ’ το σπίτι της και τον έβλεπα. Η μητέρα του με προσφωνούσε ως φίλο, για όσα μπορούσε να αντιληφτεί το παιδί. Μετέπειτα ξέκοψα παρά την επιμονή της Χαράς ότι δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Καταλάβαινα. Δεν είμαι χαζός. Και κυρίως καταλάβαινα τον εαυτό μου. Είχα αρχίσει να δένομαι έντονα.
-Και τότε; Τι έγινε;
-Τότε καταλήξαμε στην απόφαση να τον βλέπω φευγαλέα κάθε δεύτερο Σάββατο σε κάποιο σημείο που θα είχαμε προκαθορίσει απ’ το τηλέφωνο. Έτσι και σήμερα είχα πάει σε κείνο το καφενείο που σου λέω εδώ και καιρό ότι θέλω να επισκεφτώ. Μιλήσαμε το πρωί με την Χαρά και την ώρα που ήμουν μέσα περάσανε απ’ έξω. Τον είδα καθαρά. Μου μοιάζει. Αλλά σήμερα συνέβηκε και κάτι άλλο. Πρώτη φορά. Δεν έχει ξαναντιδράσει έτσι.
Πήρε στα χέρια του την κούπα με το τσάι και ρούφηξε μια γουλιά.
-Το παιδί σταμάτησε και γύρισε και με κοίταξε στα μάτια, μέσα απ’ την τζαμαρία. Ξαφνιάστηκα και συγκινήθηκα ταυτόχρονα. Και δεν ήταν μόνο αυτό που μου έκανε εντύπωση. Η Χαρά τον τράβηξε να προχωρήσουν κι εκείνος αντιστάθηκε δείχνοντάς με με το χέρι του. Δεν είναι εκπληκτικό;
-Πραγματικά είναι περίεργο. Σαν μια αόρατη δύναμη να τον τράβαγε στον αληθινό του πατέρα. Και τώρα που λέω αληθινό. Πατέρα έχει;
-Έχει. Ο λόγος που βοήθησα την Χαρά ήταν ότι ο άντρας της είναι στείρος. Κι από μένα δεν είχανε να φοβηθούν τίποτα. Ένας πούστης τι ζημιά μπορεί να κάνει σε ένα ζευγάρι; Τα πράγματα έγιναν εύκολα κι ανώδυνα.
Η Σόνια έφυγε μετά από μια μεγάλου μήκους κουβέντα περί ανέμων και υδάτων κι εκείνος έμεινε πάλι μόνος στο ζεστό του κουβούκλιο. Είχε απομείνει να κάθεται στον καναπέ δίχως να κάνει κάτι. Το τσάι στο φλιτζάνι είχε τελειώσει από ώρα όπως τώρα κι οι σκέψεις του. Άκουγε τον αέρα μόνο που φυσούσε δυνατά έξω και σίγαζε ακόμα περισσότερο τη φλόγα που αργόσβηνε μέσα του. Είχε κουραστεί τα τόσα χρόνια μοναχικής πορείας. Η μοναχικότητα που επιδίωκε από μικρός, πλέον είχε καταντήσει εφιάλτης και διώκτης του. Πάντα κρυβόταν απ’ τους ανθρώπους και τώρα κρυβόταν κι απ’ τον γιο του. Άραγε, είχε αναρωτηθεί κάποτε, έχω κάνει κάτι στη ζωή μου που να μην νιώθει καταδιωκόμενο;
Ρίγος τον έπιασε πάλι σύγκορμα και πήρε την κουβέρτα απ’ το κρεβάτι. Την έριξε πάνω του όπως καθόταν στον καναπέ και κούρνιασε μέσα της. Ο Θεός τον είχε κάνει ευαίσθητο πέρα των ορίων που μπορούν να ελεγχθούν με την λογική. Οι διακυμάνσεις της ψυχολογίας του και το μάκρος των δυνατοτήτων της τον έφερνε πάντα ένα βήμα πιο κοντά στην μελαγχολία. Εκεί, στα σύνορα πάλευε με τον εαυτό του. Και όσο μισητή του ήταν εκείνη η πτωτική συναισθηματικά πορεία, τόσο αναγκαία τη θεωρούσε για τις δημιουργικές του διεξόδους. Η ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία του κραύγαζε και μην μπορώντας να ακουστεί κάτω απ’ το τείχος της αντροσύνης του, ξέδινε πάνω στις χειροποίητες δημιουργίες του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου