Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα σε ενιαίο κείμενο
Ο Αντώνης εξήγησε βιαστικά το λόγο της επίσκεψης του και πήρε τη διαβεβαίωση ότι θα έκαναν εισαγωγή τη μητέρα του στην επόμενη εφημερία.
«Μόνο να μου το ξαναθυμίσεις», του υπενθύμισε. «Με τόσα στο κεφάλι μου υπάρχει φόβος να το ξεχάσω!».
Αποχαιρετίστηκαν με μια θερμή χειραψία και ο Αντώνης πήγε προς το ασανσέρ, ενώ ο Μάνος έφυγε για κάποιο δωμάτιο που η προϊσταμένη τον ειδοποίησε για πρόβλημα με μια ασθενή.
Ξαφνικά ο Αντώνης θυμήθηκε την καρφίτσα που βρήκαν στο σπίτι της Αρχοντούλας. Από τότε την είχε ο ίδιος και αυτό δεν το θεωρούσε σωστό, για ένα αντικείμενο μεγάλης αξίας που δεν του ανήκε. Έκανε να γυρίσει πίσω να το συζητήσει με τον Μάνο, όμως εκείνη τη στιγμή το ασανσέρ σταμάτησε στον όροφο. «Δε βαριέσαι», σκέφτηκε. «Σε δυο τρεις μέρες θα τον ξαναδώ και θα τα πούμε».
Κατέβηκε στο μπαρ και αισθάνθηκε την ανάγκη για ένα κρύο καφέ. Η αίθουσα ήταν γεμάτη και αφού πήρε τον καφέ βγήκε έξω. Δεν είχε προλάβει να πιεί δυο γουλιές όταν μια κοπέλα έπεσε αφηρημένη επάνω του. Ο καφές του έπεσε στο πάτωμα πιτσιλίζοντας το παντελόνι του με καφέ κηλίδες. Ήταν έτοιμος να την κατσαδιάσει, όταν κοιτώντας την είδε την απέραντη θλίψη στα βουρκωμένα μάτια της.
«Συγγνώμη!», ψέλλισε εκείνη με ντροπή. «Σας έκανα χάλια!».
Ο Αντώνης έβρισε μέσα του τον εαυτό του που σκέφτηκε να τη μαλώσει. Η κοπέλα έδειχνε να μην ξέρει που πατά και που βρίσκεται.
«Δεν πειράζει παιδί μου!», την παρηγόρησε. «Έτσι κι αλλιώς θα το πήγαινα καθαριστήριο!».
«Ξέρετε», συνέχισε με σβησμένη φωνή, «Έφεραν τον πατέρα μου το πρωί από την Αίγινα με έμφραγμα και οι γιατροί δεν μου τα λένε και πολύ καλά. Μου τα μασάνε! Γι αυτό είμαι έτσι αναστατωμένη!».
«Είσαι η κόρη του Μπάρμπα Νίκου;», τη ρώτησε ο Αντώνης έκπληκτος.
«Μάλιστα.», του απάντησε εκείνη. «Γνωρίζετε τον πατέρα μου;».
«Είναι μεγάλη ιστορία κοπέλα μου. Ναι τον γνωρίζω και τον συμπαθώ πολύ. Μη φοβάσαι είναι σε πολύ καλά χέρια εδώ!» Σταμάτησε και της έδωσε ένα χαρτομάντιλο να σκουπίσει τα μάτια της. «Λοιπόν», συνέχισε. «Μιας και είσαι κόρη του φίλου μου θα χαρώ να σε φιλοξενήσω μέχρι να γίνει καλά ο μπαμπάς. Άλλωστε το επισκεπτήριο στην εντατική επιτρέπεται μόνο μισή ώρα και δεν υπάρχει λόγος να ξεροσταλιάζεις περιμένοντας άδικα. Ότι συμβεί θα μας ειδοποιήσουν Ο διευθυντής της κλινικής είναι κουμπάρος μου και έχει το τηλέφωνό μου».
«Ειλικρινά δεν έχω λόγια να σας ευχαριστήσω!», του είπε πνίγοντας ένα λυγμό. «Όμως δεν μπορώ να φύγω από εδώ. Πριν καμιά ώρα έγινε ένα περιστατικό που με αναστάτωσε. Ένας μεσήλικας κύριος ήρθε στον προθάλαμο της εντατικής και ρωτούσε περίεργα πράγματα σχετικά με τον πατέρα μου.».
«Όπως;», ρώτησε γεμάτος περιέργεια ο Αντώνης.
«Αν ήρθε μόνος στο νοσοκομείο ή αν τον συνόδευε μια ηλικιωμένη γυναίκα. Εντελώς άσχετη ερώτηση όμως επέμενε στην άρνηση της νοσοκόμας να του απαντήσει, αφού δεν ήταν συγγενής. Φοβάμαι πως σίγουρα δεν είχε έρθει για καλό!».
Ο Αντώνης απέμεινε για λίγο σιωπηλός δουλεύοντας στο μυαλό του την παράξενη πληροφορία. Ποιος και γιατί ενδιαφερόταν στην Αθήνα για έναν αγρότη από την Αίγινα, που ζήτημα αν είχε έρθει δυο τρεις φορές στην πρωτεύουσα; Και γιατί τον συνέδεε με την ηλικιωμένη γυναίκα. Πως γνώριζε την ύπαρξη της;
«Σίγουρα δεν τον έχεις ξαναδεί αυτό τον τύπο;», τη ρώτησε σχεδόν βέβαιος για την απάντηση.
«‘Όχι ποτέ!», τον διαβεβαίωσε. «Άλλωστε έχει τόσο χαρακτηριστική φυσιογνωμία που δύσκολα ξεχνιέται. Το πάνω χείλος του έχει μια ουλή και το δεξί του μάτι μάλλον ψεύτικο. Εμένα πάντως μου ενέπνευσε φόβο!».
Ανάτρεξε στις μνήμες του μήπως θυμηθεί κάποιον να ταιριάζει στην περιγραφή, αλλά δεν βρήκε κανένα. Αν οι φόβοι της μικρής είχαν βάση, τότε κινδύνευε ο Μπάρμπα Νίκος περισσότερο ίσως κι απ το έμφραγμα! Αν όμως δεν ενδιαφερόταν τόσο για το γέρο όσο για την ηλικιωμένη γυναίκα τότε τα πράγματα γίνονταν πιο περίπλοκα. Η Αρχοντούλα θα ήταν αυτή που κινδυνεύει!
«Εσύ έχεις στο μυαλό για ποια γυναίκα ρωτούσε;», απευθύνθηκε στο κορίτσι.
«Η μόνη γυναίκα που είχε κάποια σχέση ο πατέρας μου ήταν η Αρχοντούλα. Μια δυστυχισμένη ύπαρξη που τη φρόντιζε όσο μπορούσε. Αν και έχει κανένα μήνα που έφυγε από την Αίγινα. Γιατί να ρωτάει γι αυτήν ο άγνωστος;».
Έλα ντε!, σκέφτηκε ο Αντώνης χαϊδεύοντας την καρφίτσα που είχε στην τσέπη του. Άραγε μήπως σε αυτή την καρφίτσα κρυβόταν η απάντηση ή έκανε πάλι παράλογους συνειρμούς;
«Να πας επάνω να βρεις τον διευθυντή τον Μάνο Στεργίου. Πες του πως σε στέλνω εγώ και ανέπτυξε του τους φόβους σου. Είμαι σίγουρος πως θα φροντίσει να είναι ασφαλής ο πατέρας σου! Και βέβαια η πρόταση μου για φιλοξενία ισχύει πάντα. Όποτε αισθανθείς την ανάγκη, μη διστάσεις!».
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου