Μόλις είχα ανοίξει τα βλέφαρά μου εκείνο το πρωί και μια εκπληκτική, πρωτόγνωρη γαλήνη διέχεε όλες μου τις αισθήσεις.
Μια βεβαιότητα πληρότητας ενυπήρχε στο είναι μου κι αναζωογονημένος φανερά, έμεινα ακίνητος στην ίδια θέση που ήμουν προτού ξυπνήσω. Τα μάτια μου κοίταγαν το λευκό χρώμα του ταβανιού και τα όνειρα, που είχα δει το βράδυ που πέρασε, άρχισαν να ξετυλίγονται ένα ένα στο μνημονικό μου. Ένας αέρας, ανεξήγητης ευχαρίστησης, πέρασε ανάλαφρα από κάθε ίνα του οριζοντιωμένου μου κορμιού. Σκέφτηκα πως ένας
ανεμπόδιστος ύπνος δεν συγκρίνεται με καμία άλλη κατασταλτική ουσία.Στο σπίτι εκείνη τη μέρα ήμουν μόνος. Η αγαπημένη μου είχε φύγει νωρίς, χωρίς να κάνει αισθητή τη φυγή της. Οι υποχρεώσεις στη δουλειά, την κυνηγούσαν ακόμα και τα Σάββατα. Είναι ωραίο να μένεις μόνος σου κάποιες στιγμές. Έρχεται η ώρα που το επιζητείς. Δεν έχει να κάνει με την δυναμική της αγάπης προς τη σύντροφό σου, αλλά με την πηγαία ανάγκη να μείνεις μόνος με τον εαυτό σου. Να μην ακούς τίποτα. Να περπατάς μέσα στους χώρους του σπιτιού σου, αναζητώντας την μελωδία της αταραξίας. Ο ήχος, μόνο, των βημάτων σου να σε συνοδεύει στις κοντόπνοες μετακινήσεις σου.
Ένα μειδίαμα χαράς φανερώθηκε στα χείλη μου, μια σιγουριά πως είμαι τόσο ζωντανός όσο ποτέ άλλοτε και σηκώθηκα ανάλαφρος απ’ το κρεβάτι. Πήγα ευθύς στην κουζίνα κι έβαλα το χαρμάνι του γαλλικού καφέ να φιλτράρεται. Είσαι άνθρωπος μερακλής, συνήθιζε να λέει για μένα ο παππούς. Είναι αλήθεια πως, σ’ όλη μου τη ζωή, μου άρεσαν τα ωραία πράγματα και κυριότερα το να τα γεύομαι και να τ’ απολαμβάνω. Ένα τσιγάρο στριφτό τόνωσε τις χαλαρές αλλά τόσο καθάριες αισθήσεις μου και συμπλήρωσε την πρωινή μου ιεροτελεστία. Λίγο κέικ, απ’ τα χεράκια της αγαπημένης μου, χόρτασε το άδειο μου στομάχι και πυροδότησε ευχάριστα τον ουρανίσκο μου.
Πήγα στο μικρό μας σαλόνι, που με τόσο κόπο είχαμε μετατρέψει, η Διαμάντω κι εγώ, σε χώρο άλλων εποχών και κάθισα στον λατρεμένο μου ανάκλιντρο. Εκεί ήταν το μέρος συγκέντρωσης και αποτοξίνωσης του εαυτού μου απ’ την πίεση της καθημερινότητας. Σε κείνο το καλλιτέχνημα καθόμουν με τις ώρες και διάβαζα όλους τους σοφούς της λογοτεχνίας. Με το παλιό πορτατίφ, πίσω μου συντροφιά, έγραφα τις αράδες μου, φιλοδοξώντας κάποτε να γίνουν ένα βιβλίο μήπως και πάρω κι εγώ τη θέση μου κάπου μέσα, έστω και χαμηλά, στους φωτεινούς ανθρώπους της τέχνης.
Ένα πρώτο τσιγάρο στο αρχίνημα της μέρας ήταν ευεργετικό. Με ξύπνησε απ’ τον λήθαργο των σκέψεων, με ενεργοποίησε κι άφησε μέσα μου να χυθούν όλοι οι μυρωδάτοι χυμοί του. Καπνός που εισχώρησε σε κάθε κύτταρο των πνευμόνων μου και έδρασε ωφέλιμα στη ψυχοσύνθεσή μου. Ο καφές μου ακόμα ζεστός σιγοκατέβαινε στο φλιτζάνι και συνέδραμε στα διαπεραστικά χάδια του τσιγάρου. Κι όπως καθόμουν έτσι ήρεμος και χάζευα με τον εαυτό μου, ξάφνου είδα φως να έρχεται απ’ το διαμέρισμα του θανόντα γείτονά μου. Στο από κάτω ακριβώς ισόγειο έμενε ο κυρ Αντώνης. Σηκώθηκα νωχελικά απ’ την αγαπημένη μου θέση και πήγα προς την μπαλκονόπορτα. Στήθηκα όρθιος πίσω απ’ το τζάμι κι είδα, για πρώτη φορά μετά από δέκα μήνες, την εξωτερική πόρτα της κουζίνας του ανοιχτή. Κάποιος βρισκόταν μέσα κι απ’ όσο κατάλαβα καθάριζε. Πάει, σκέφτηκα, έφυγε ο κυρ Αντώνης, θα φύγει και η οσμή του τώρα. Μύριζε παντού χλωρίνη κι άλλα καθαριστικά υγρά. Τίποτα πια δεν θα θύμιζε πως κάποτε έζησε εκεί ο κυρ Αντώνης. Μόνο τα αντικείμενά του, αν δεν λεηλατούνταν και δεν αποδιώχνονταν από το μέρος στο οποίο τόσα χρόνια βρίσκανε πνοή.
Το βλέμμα μου όμως στάθηκε σε κείνο το ξύλινο σχηματισμό που, για όσα χρόνια γνώριζα τον κυρ Αντώνη, υπήρχε εκεί και στήριζε της δημιουργίες του. Το ξύλινο, φθαρμένο απ’ την έλλειψη περιποίησης καβαλέτο, στεκόταν ακριβώς έξω απ’ την κουζίνα – κάποιο ανθρώπινο χέρι το είχε παραμερίσει – και ξύπναγε μέσα μου εικόνες. Ένα καβαλέτο γεμάτο ζωή που απέκτησε, ποτίζοντας το σώμα του οι δημιουργίες του κυρ Αντώνη. Ένα καβαλέτο που σε λίγους θα έλεγε και θα σήμαινε κάτι. Το λιγουρεύτηκα, είναι αλήθεια. Αλλά πώς να το αποκτούσα. Τι να έλεγα; Δεν μου πήγαινε να ζητήσω απ’ τους συγγενείς του κυρ Αντώνη ένα κομμάτι του εαυτού του.
Το μεσημέρι μίλησα με τον φίλο μου το Νότη. Είπαμε πολλά. Ανταλλάξαμε σκέψεις και στο τέλος του ανέφερα την προσδοκία μου. «Άντε ντε;! Τι κάθεσαι; Χαϊβάνι είσαι;» μου είχε πει. «Θα πας και θα ρωτήσεις αν το έχουν για πέταμα. Αν ναι, θα τους ζητήσεις ευγενικά να το πάρεις εσύ. Πες την αγάπη που είχες προς το πρόσωπο του κυρ Αντώνη. Πες την αλήθεια. Πως αυτό το ωραίο αντικείμενο σε κείνους μπορεί να μην σημαίνει τίποτα. Αλλά σε σένα, που είχες εκείνη την ιδιαίτερη σχέση με τον άνθρωπό τους, μιλάει. Πως ένα κομμάτι του υπάρχει πάνω σε αυτό τον παλιό καβαλέτο». Έτσι μου είπε. Αλλά δίσταζα. Δεν ήξερα τι να κάνω πραγματικά.
Ξαναγύρισα στην μπαλκονόπορτά μετά τη συνομιλία με τον Νότη και το χάζεψα. Οι άνθρωποι που βρίσκονταν προ ολίγου μέσα στο διαμέρισμα, είχαν φύγει. Ξανασκοτείνιασε εκείνη η γωνιά. Μόλις είδα το καβαλέτο, αισθάνθηκα να ζωντανεύει μπροστά μου η μορφή του κυρ Αντώνη και αφέθηκα στις μνήμες μου…
-Γιαννάκο το μυστικό στη ζωγραφική είναι η σωστή στάση. Η σωστή θέση του πίνακα την ώρα που του δίνεις ζωή. Το κλειδί σ’ όλο αυτό το δημιούργημα είναι το καβαλέτο. Αυτό εδώ το καβαλέτο που βλέπεις είναι ο φίλος μου. Ο σύντροφός μου. Μαζί περνάμε ώρες φτιάχνοντας και πλάθοντας πάνω σε τούτον τον καμβά, έλεγε και παράλληλα άγγιζε με το χέρι του τα σύνεργα για τη ζωγραφική του τέχνη. Εκείνο κρατάει υπομονετικά κι εγώ ζωγραφίζω με στοργή. Εκείνο κι εγώ συνεργαζόμαστε για να δώσουμε σχηματισμό στις σκέψεις μου. Είναι φίλος μου πλέον. Και έχει και όνομα. Τι; Δεν με πιστεύεις; Ο Μίλτος. Ξέρω το όνομα δεν είναι εύηχο για καλλιτέχνη αλλά μου θυμίζει έναν θείο μου, με τον οποίο ήμουν πολύ δεμένος. Καλλιτέχνης κι εκείνος. Γλύπτης. Αλλά τι να το κάνεις; Πέθανε στην ψάθα, έτσι όπως θα φύγω κι εγώ μια μέρα.
Ήταν συνηθισμένοι οι μονόλογοί του όποτε συναντιόμασταν στα πεταχτά, για λίγα λεπτά. Μιλούσε λες και δεν υπήρχε ακροατής απέναντί του. Σαν όσα έλεγε να τα απεύθυνε στον εαυτό του, θέλοντας να επιβεβαιώσει την αλήθεια των λεγομένων του.
-Κάποτε όλα τελειώνουν Γιαννάκο. Στις ανθρώπινες σχέσεις επέρχεται κορεσμός, τα χνώτα μας αρχίζουν να μυρίζουν και οι διαθέσεις μας αλλοιώνονται. Αυτοί όμως εδώ οι φίλοι, τα πινέλα, τα χρώματα, ο καμβάς, το καβαλέτο-ο Μίλτος, θα συμπορεύονται μαζί μου για πάντα. Εκτός κι αν κάποια στιγμή βέβαια ξεμείνω από λεφτά. Αλλά και τότε θα μείνουν εδώ στο πλάι μου. Σιωπηροί συμπαραστάτες στη μοναξιά μου.
Σταμάταγε μόνο κάποιες στιγμές για να ανάψει νέο τσιγάρο, γιατί το προηγούμενο του είχε σβήσει στο χέρι. Ποτέ του δεν κάπνιζε ολόκληρο τσιγάρο. Συνήθως είχε τον καπνό του για συντροφιά. Ένα είδος έμπνευσης αποτελούσε για τον κυρ Αντώνη. Τα χορευτικά τερτίπια του καπνού καθώς ανέβαινε προς τα πάνω, αυτό το άπιαστο, το ελαστικό, το αέριο με τα στερεά σωματίδια άνθρακα, το τόσο όμορφο για τον κυρ Αντώνη, του γέμιζε την φαντασία του με περιεχόμενο και ξεμπλόκαρε την μπουκωμένη του δημιουργική σκέψη. Έπιανε τότε το πινέλο, το βούταγε μέσα στις μίξεις των χρωμάτων που έκανε και το έγλειφε απαλά πάνω στον καμβά που για ώρα είχε τοποθετημένο πάνω στον φίλο του το Μίλτο.
-Αυτό το καβαλέτο ξέρεις τι ζωή έχει; Πάνω του έχουν αποτυπωθεί αμέτρητες εικόνες. Τον Μίλτο τον έχω φίλο από έφηβος. Μου τον είχε πάρει ο θείος μου ο γλύπτης. Να! Έλα να σου δείξω, κι έσκυβε να μου δείξει τα αρχικά που είχε χαράξει ο θείος του. Ι. Κ. Ιωάννης Καρασούλος. Και να φανταστείς πως όταν μου τον αγόρασε είχε δώσει αρκετές δραχμές. Ποιοτικός φίλος ο Μίλτος σου λέω. Γαλαζοαίματος ο άτιμος! Αλλά κοίτα και κορμοστασιά που έχει! Δες ανάστημα, δες κόρδωμα! Και στην δουλειά του πρώτος. Ουδέποτε μου έβγαλε κάποιο κουσούρι. Ακίνητος, σαν τσολιάς που κρατάει με σθένος κι υπερηφάνεια τη θέση του, σιωπηρός κι υπομονετικός. Κι ότι και να του πω, κακία δεν μου κρατάει. Πάντα με καταλαβαίνει ο μπαγάσας. Γελάς ε; Ξέρεις πως το καταλαβαίνω; Απ’ το αποτέλεσμα που διαμορφώνεται πάνω στον καμβά. Πάντα, κατά έναν περίεργο τρόπο, ο πίνακας που ολοκληρώνω έχει μια ζεστασιά μέσα του. Ένα χρώμα, μια αύρα, σαν να έχει πάρει απ’ το κορμί του Μίλτου.
Ήταν απολαυστικός ο κυρ Αντώνης. Αυτές οι ολιγόλεπτες στάσεις μου, μπροστά στην πόρτα του διαμερίσματός του, ήταν δυσεύρετες. Μάθαινα πράγματα που, ούτε στην πιο απόμακρη δημιουργική χαραμάδα της φαντασίας μου, δεν θα έβρισκα. Μιλούσε ο άτιμος σοφά. Μιλούσε κι ήξερε ότι περιέγραφε αντικείμενα σαν να ήταν άνθρωποι. Το έκανε επίτηδες. Μόνο έτσι θα κατάφερνε να φέρει κοντά στο στοιχείο του έναν αδαή και να του εμφυσήσει την αξία της τέχνης του.
-Και τις ώρες που ξαποσταίνω, κυρίως τα πρωινά ίσως και μέχρι τ’ απόγευμα, κάθομαι αντίκρυ του και τον θωρώ και κουβεντιάζω μαζί του. Μοιράζουμε τις μοναξιές μας. Ενώνουμε τις στεναχώριες μας. Τι; Τι στεναχώριες έχω εγώ; Έχω Γιαννάκο, έχω. Όλοι οι άνθρωποι έχουνε κι ας μη τις λένε. Ο Μίλτος κι εγώ, δόξα το θεό, τα βρήκαμε όμως. Σμίγουμε στις λύπες μας αλλά σμίγουμε και στις χαρές μας. Και τότε, όταν ζωγραφίζουμε παρέα, ανταγωνιζόμαστε ποιον θα προτιμήσει ο καμβάς. Κείνον ή εμένα.
Είναι αλήθεια πως πολλές φορές μίλαγε ακαταλαβίστικά, κάπου δραπέτευε απ’ τα γήινα και μπουρδούκλωνε την κλονισμένη μου ήδη σκέψη. Αλλά και πάλι, κατά έναν περίεργο τρόπο, μάγευε τον ακροατή του. Οι λέξεις του, ασυνεχείς κι άγνωστες στο ανθρώπινο λεξικό, φάνταζαν γλώσσα φτιαγμένη, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του κυρ Αντώνη και για μένα ένας κόσμος που κάποιες στιγμές ζήλευα και ήθελα να επισκέπτομαι.
-Που λες Γιαννάκο, κάθομαι στο γραφείο μου και τον κοιτάω από απέναντι. Οι ματιές μας συναντιόνται και τότε συνεργαζόμαστε για την εύρεση της νέας ιδέας. Και να, που ως το βράδυ, η εικόνα του πίνακα που θέλω να ζωγραφίσω έχει ξεπηδήσει και πιάνω δουλειά. Όλη τη μέρα όμως, μέχρι ο ήλιος να χαθεί και στον ουρανό να πάρει τη θέση του το φεγγάρι, κάθομαι και σκέφτομαι. Κάθομαι και μιλάω όπως κάνω μαζί σου τώρα. Λέω στο Μίλτο για τα χρόνια που έφυγαν, για τη ζωή μου και κάνω αυτοκριτική. Είναι ωραία η παρέα μας.
Τον θυμάμαι τον κυρ Αντώνη πάντα μ’ ένα ποτήρι αλκοόλ στο χέρι. Άλλες φορές ήταν ούζο, άλλες ουίσκι, άλλες κρασί. Ο καλός ο μύλος όλα τα άλεθε. Και φυσικά υπήρχαν και στιγμές που ο χαιρετισμός μας σταματούσε σ’ ένα γεια τρεμουλιαστό, σε μια ματιά δακρυσμένη, από καταπιεσμένα συναισθήματα που ορμητικά έβραζαν για να βγουν και μια σφιχτή χειραψία που γένναγε λέξεις, υποκαθιστώντας τη λειτουργία του στόματος.
Θυμάμαι και κάποιες νύχτες που ορμώμενος απ’ την ανάγκη μου να ξεδιψάσω, σηκωνόμουνα απ’ το κρεβάτι να γεμίσω το ποτήρι με νερό και έβλεπα απ’ τις χαραμάδες του παντζουριού στο σαλόνι να μπαίνει ασθενικό φως. Τότε πήγαινα σιγανά για να μην ενοχλήσω τον οίστρο του και τον παρακολουθούσα, μέσα απ’ τις πλαστικές τρύπες, να κάθεται όρθιος στην κουζίνα, αυτός και το καβαλέτο ο Μίλτος, έχοντας ανάμεσά τους τον πίνακα. Όσο ήρεμος ήτανε ο κυρ Αντώνης το πρωί τόσο αεικίνητος ήταν το βράδυ. Ημίγυμνος απ’ την μέση και κάτω, μία προσηλωνόταν, από απόσταση ενός με δύο μέτρων, κοιτώντας το ατελές δημιούργημά του και μία έσκυβε από πάνω του, σαν στοργικός πατέρας, και το φρόντιζε.
-Δυστυχώς Γιαννάκο η έμπνευση δεν έρχεται όποτε την θέλουμε, μου έλεγε. Όσο και να προσπαθεί ο Μίλτος να μου δώσει απ’ το χρώμα του, η φαντασία μου μένει άχρωμη όταν δεν θέλει. Μέρες προσπαθώ να κατεβάσω κάτι απ’ το ρημάδι το μυαλό μου και δεν τα καταφέρνω. Και υπάρχουν ολάκερες μέρες που κάθομαι έγκλειστος μέσα στο διαμέρισμά μου και δουλεύω νυχθημερόν. Δεν είμαι αχάριστος. Όταν είσαι ήρεμος ψυχικά όλα κυλάνε στρωτά. Η έμπνευσή σου χαμογελά και σου κλείνει πονηρά το μάτι, η διαύγειά σου είναι εξαιρετική και με κάθε τι που καταπιάνεσαι αφήνεις το στίγμα σου να παραδειγματίζει θετικά. Αλλά όταν έχω τις μαύρες μου, τότε ξεχνώ και το Μίλτο και τους υπολοίπους της παρέας. Ο μοναδικός μου φίλος εκείνες τις στιγμές είναι το αλκοόλ. Τον Μίλτο τον κρύβω σε μια γωνιά, του φοράω κι ένα παλιοσέντονο από πάνω για να μην βλέπει τα χάλια μου και στεναχωριέται και ξανανταμώνουμε όταν η θετική πλευρά της ζωής με σκουντήσει πάλι.
Εκείνο το καβαλέτο τι τράβαγε εκείνες τις μέρες! Αν είχε ψυχή θα είχε πέσει σε βαθειά μελαγχολία. Ευτυχώς όμως για καλή του τύχη ήταν άψυχο. Όση ζωή υπήρχε μέσα του του την έδινε ο κυρ Αντώνης. Ένα καβαλέτο παλιό, απεριποίητο και φθαρμένο, ένα κομμάτι υπαρκτό απ’ την αύρα του κυρ Αντώνη.
Σαν σύννεφο, που σιγά σιγά εξανεμίστηκε από μπροστά μου, έφυγαν οι σκέψεις κι απόμεινα όρθιος πίσω απ’ την τζαμαρία να κοιτώ το παλιό καβαλέτο. Οι άνθρωποι, που είχαν έρθει για να ξεδιαλύνουν στο διαμέρισμα του κυρ Αντώνη, δεν το σεβάστηκαν. Το είχαν στολίσει, κρεμώντας του ένα λάστιχο νερού μαζί με μια βρόμικη πετσέτα και το είχαν παρατήσει εκεί, απροστάτευτο απ’ τις καιρικές συνθήκες, στην τύχη του.
Μια σκέψη μου πέρασε απ’ το μυαλό βλέποντάς το με την όραση της φαντασίας μου πετσοκομμένο έξω απ’ την πολυκατοικία, δίπλα στον κάδο των σκουπιδιών, έρμαιο στα χέρια του σκουπιδιάρικου και με αναπάντεχη λύσσα όρμισα πάνω του. Ένα σάλτο απ’ το δίμετρο μπαλκόνι μου με έφερε στην αγκαλιά του, τα χνώτα μας σμίξανε, οι μυρωδιές των κορμιών μας ήρθαν κοντά και άρχισα με μανία να πετάω τα άχρηστα αντικείμενα από πάνω του. Δεν ρώτησα κανέναν. Από ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν ποτέ δεν έψαξα να βρω αντίκρισμα. Το αγκάλιασα σαν να έσφιγγα στα χέρια μου τον κυρ Αντώνη, σαν να του έδινα εκείνη την αγκαλιά που πάντα ήθελα να του δώσω και το πέταξα με όσο πιο ομαλό τρόπο μπόρεσα στην κουβέρτα που πρόλαβα να στρώσω, προτού πεταχτώ στον ακάλυπτο να το αρπάξω. Η ευγνωμοσύνη του για τη σωτηρία της ψυχής του φώναζε μέσα στ’ αυτιά μου κι ένα χέρι με γράπωσε, καθώς ετοιμαζόμουνα να ανέβω πάλι στο αμαρτωλό μπαλκόνι. Σαν αστραπή πέρασε μέσα μου η σκέψη «με πιάσανε» και όπως γύρισα θλιμμένα να απολογηθώ για το παράπτωμά μου, αντίκρισα την μορφή του κυρ Αντώνη να στέκει γήινη μπροστά μου.
-Γιαννάκο! Για μια ακόμα φορά με άκουσες. Να τον προσέχεις τον Μίλτο. Να του μιλάς. Του αρέσει να ακούει την ανθρώπινη φωνή. Γίνεται πιο πιστός στο καθήκον. Να του μιλάς. Είναι κομμάτι μου. Μέσα απ’ αυτόν θα ζω κι εγώ τώρα πια. Καιρός να σε ακούσω κι εγώ. Ήρθε η ώρα μου να αναπαυτώ.
Και η ύλη του κυρ Αντώνη ξαφνικά σωριάστηκε στο έδαφος. Μόνο λίγη απ’ την τέφρα του, σαν να αποτεφρώθηκε, έμεινε πάνω στον ώμο μου όπου είχε απλώσει το χέρι και με είχε γραπώσει. Το σοκ ήταν ισχυρό όσο αληθινό, επιμένω να λέω μέχρι και σήμερα, πως ήταν το περιστατικό. Όλη αυτή η σκηνή με απέτρεψε να βιαστώ και κάθισα στον ακάλυπτο χώρο, μπροστά απ’ την κουζίνα του κυρ Αντώνη. Πήγα πίσω στον τοίχο, εκεί όπου είχαν παρατήσει τον Μίλτο, κι ακουμπώντας την πλάτη μου άφησα το σώμα μου να πέσει πάνω στους γλουτούς μου. Κοίταξα απέναντι το κενό τοίχο και συμφιλιώθηκα με την πράξη μου.
Δείτε επίσης: Από την μπελαντόνα ως τον μανδραγόρα: Τα 6 παραισθησιογόνα της ελληνικής φύσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου