Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Φεύγοντας από το εργοστάσιο η πρώτη της σκέψη ήταν να πάει στο νεκροταφείο. Ο τάφος του Φίλιππου δεν είχε ετοιμαστεί ακόμη. Βρήκε έναν παπά, έκανε τρισάγιο. Και ύστερα κάθισε στον διπλανό τάφο και άρχισε νοερή κουβέντα με το γιο της. Τα δάκρυα που κυλούσαν από τα μάτια της, θάμπωσαν τα γυαλιά ηλίου που φορούσε.
Μέσα στην απόλυτη ησυχία του κοιμητηρίου, ο ήχος κλήσης του κινητού, την έκανε να τιναχτεί ξαφνιασμένη. Ήταν από το γραφείο των ντετέκτιβ που την ενημέρωσαν για την έρευνα που τους είχε αναθέσει. Οι γονείς του Αριστείδη, μαζί με την μικρότερη κόρη τους, είχαν σκοτωθεί σε τροχαίο πριν τρία χρόνια σε τροχαίο στην Μαλακάσα. Κανονικά θα έπρεπε να δεχτεί τα νέα με ανακούφιση, όμως δεν έγινε κάτι τέτοιο! Αντίθετα μεγάλωσαν οι ενοχές της, γιατί συνέβαλε και η ίδια στο ξεκλήρισμα μιας ολόκληρης οικογένειας. Με βαριά καρδιά και ακόμη πιο βαρύ βήμα, εξ αιτίας και του προβλήματος στο πόδι, ξεκίνησε για το σπίτι.
Μετά από πολλά χρόνια ένιωσε την ανάγκη να προσευχηθεί. Είχε ξεχάσει σχεδόν πως γίνεται, γι αυτό έκλεισε τα μάτια και άρχισε να λέει ότι της ερχόταν στο μυαλό, σαν να συνομιλούσε με έναν καλό της φίλο. Η ηρεμία που ήρθε στην ψυχή της, απέδειξε πως αυτός ήταν ο σωστός τρόπος να προσεγγίσει το Θείο, μετά από τόσο καιρό άρνησης.
Κατέβηκε πιο ήρεμη στην κουζίνα και έφτιαξε καφέ. Η Βαγγελιώ έλειπε για κάποια αναγκαία ψώνια. Έφτανε η ώρα που θα ερχόταν αντιμέτωπη με τον παπά Λευτέρη κι αυτό την γέμιζε φόβο και αγωνία. Όμως όποιο και να ήταν το αποτέλεσμα, ήταν υποχρεωμένη να το δεχτεί. Η ίδια δεν θα συγχωρούσε ποτέ το φονιά του παιδιού της. Δεν ήταν έτοιμη για τέτοιο μεγαλείο ψυχής! Η ελπίδα της ήταν να είναι ο παπάς καλύτερος χριστιανός από αυτήν. Από τότε που έχασε την παπαδιά του πρόπερσι από καρκίνο, είχε καταπέσει πολύ, όπως την ενημέρωσε η μάνα της. Ούτως ή άλλως όλα θα ξεκαθάριζαν αύριο, που θα κατέβαινε στο χωριό..
Όταν το επόμενο μεσημέρι έφτασε στο νησί η πρώτη της κίνηση ήταν να νοικιάσει ένα αυτοκίνητο. Αν και μετά το ατύχημα φοβόταν αρκετά την οδήγηση, δεν υπήρχε άλλος τρόπος να μετακινείται εκεί.
Η Χώρα είχε αλλάξει πολύ από τότε που την εγκατέλειψε, και όχι προς το καλύτερο! Κτίρια αμφιβόλου αισθητικής, αλλοίωναν το χρώμα της, και δεκάδες μαγαζιά τουριστικού ενδιαφέροντος, της έδιναν μεν έναν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, αλλά από την άλλη δεν ταίριαζαν με την Κυκλαδίτικη απλότητα του τοπίου. Απογοητευμένη από την εικόνα δεν έκατσε ούτε για έναν καφέ.
Ευτυχώς το χωριό της δεν είχε υποστεί αυτή την αλλοτρίωση! Η εξέλιξη βέβαια είχε φτάσει και εδώ, όμως κρατούσε πολλά από την παραδοσιακή του ταυτότητα. Πέρασε μπροστά από το παλιό καφενεδάκι του Λουκά, που είχε κλείσει πια και ένας κόμπος της ανέβηκε στο λαιμό.
Αναπόλησε τα χρόνια της παιδικής της αθωότητας, τότε που τίποτα δεν έδειχνε τον τραγικό δρόμο που θα έπαιρνε η ζωή της. Η νοσταλγία μόλις άνοιξε τη σιδερένια αυλόπορτα, μεταβλήθηκε σε ταραχή, όταν αντίκρισε το σημείο που έπεσε νεκρός ο πατέρας της. Για έναν ανεξήγητο λόγο, προσπέρασε χωρίς να πατήσει τις πλάκες που ακούμπησε το άψυχο κορμί του. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο πατρικό της. Όλα σχεδόν όπως τα είχε αφήσει! Τα ίδια κεντημένα μαξιλάρια στον καναπέ, τα παλιομοδίτικα σεμέν παντού, η καράφα με τα ρακοπότηρα στο σερβάν! Ανέβηκε στο δωμάτιο της για να αλλάξει ρούχα και αφού άνοιξε τα παράθυρα για να αεριστεί, ετοιμάστηκε για την μεγάλη στιγμή. Την συνάντηση με τους δαίμονες του παρελθόντος!
Ο παπά Λευτέρης την δέχτηκε με χαρά, αλλά και μεγάλη έκπληξη. Στην αρχή δεν την αναγνώρισε, άλλωστε είχαν περάσει δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια από την τελευταία φορά που την είδε. Κοριτσάκι έφυγε, εντυπωσιακή γυναίκα επέστρεψε.
“Κάθισε κόρη μου!”, της είπε πρόσχαρα. “Θα πιούμε καφεδάκι, έτσι δεν είναι;”, και χωρίς να περιμένει την απάντηση, έβαλε το μπρίκι στη φωτιά.
“Λοιπόν τι νέα από την Πρωτεύουσα;”, τη ρώτησε, αφού ακούμπησε τους μισοχυμένους καφέδες- μιας και το αρχόμενο Πάρκισον τον δυσκόλευε να κρατήσει τα φλυτζάνια-.στο τραπέζι.
Η Μαρία ήπιε μια γουλιά καφέ και μπήκε στο θέμα χωρίς περιστροφές. Αν το καθυστερούσε και το έφερνε γύρω γύρω, το πιθανότερο ήταν να μετανιώσει και να φύγει τρέχοντας. Τα μάτια του παπά άνοιξαν διάπλατα με τις αποκαλύψεις. Έκλεισε στη χούφτα το κομποσκοίνι του για να πάρει κουράγιο και να κρατήσει όσο ήταν δυνατόν την ψυχραιμία του. Η Μαριγώ, η Μαριγούλα; Το πιο αγαπημένο του παιδί από όλα στο χωριό να του κάνει τέτοιο κακό; Τι της έφταιξαν και τους σκότωσε με τόσο άδικο και βίαιο τρόπο; Σηκώθηκε βαρύς και της έδειξε την πόρτα. Ούτε τα δάκρυα της, ούτε οι η συγγνώμη της μπορούσαν να μαλακώσουν τον πόνο και την οργή που ένιωθε.
“Φύγε!”, της είπε ξερά. “Ο Θεός μπορεί να σε συγχωρήσει, εγώ δυστυχώς δεν μπορώ!”
“Μη με διώχνεις!”, τον ικέτεψε. “Σε παρακαλώ, συγχώρεσε με!”
Αντί άλλης απάντησης ο παπά Λευτέρης άνοιξε την πόρτα και την περίμενε να βγει. Γύρισε και τον κοίταξε με απόγνωση που έγινε οδύνη, καθώς άκουσε να την κλείνει με βία πίσω της. Με αργά βήματα και κουτσαίνοντας πήρε το μονοπάτι για το λατομείο. Εκεί που άρχισαν όλα, εκεί πήρε την απόφαση να κλείσει τον κύκλο! Η ελπίδα πως είχε δικαίωμα στη δεύτερη ευκαιρία, εξανεμίστηκε με τον πιο τραγικό τρόπο. Τώρα η χειρότερη λύση φάνταζε στο ταραγμένο της μυαλό ως η μοναδική. Έφτασε με κόπο επάνω και στάθηκε μπροστά στο πεζούλι από όπου πέταξε στον γκρεμό τον Αριστείδη. Εκεί από το ίδιο σημείο αποφάσισε να γράψει το τέλος της θλιβερής της ύπαρξης. Λίγα δευτερόλεπτα και όλα θα τελείωναν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου