Τα πήρε όλα. Δηλαδή, σχεδόν όλα.
Τουλάχιστον έχω ακόμα κάπου να κάθομαι. Τούτη την πολυθρόνα που δεν τη χώνεψε ποτέ. Θυμάμαι τα μούτρα της όταν την πρωτοείδε. Πιο ξινά κι από το μπαλσάμικο που έπνιγε τα φαγητά της. Ήταν, λέει, μπλε. Πολύ μπλε σε σχέση με το υπόλοιπο σπίτι. Το οποίο μάλλον έφερνε σε μπεζ ή γκρι, χωρίς να παίρνω όρκο μ’ όλα εκείνα τα παλιακά χαζοπράγματα με τα οποία το στόλιζε κάθε τρεις και λίγο. Και κάπως έτσι, έχασα παντελώς το δικαίωμα να αγοράζω οτιδήποτε σχετικό με διακόσμηση. Γιατί το γούστο μου ήταν χάλια, γιατί δεν
ήξερα, γιατί δεν είχα ιδέα, γιατί… Γιατί την πίστευα επί δέκα ολόκληρα χρόνια. Κι εκείνη φρόντισε να μου το ανταποδώσει φεύγοντας μια νύχτα που δεν ήμουν καν εδώ.Έχει περάσει ένας μήνας από τότε. Ένας μήνας που, κανονικά, θα έπρεπε να με είχε διαλύσει. Δεν έγινε όμως. Ούτε για ένα λεπτό, μια στιγμή. Η ζωή μου έχει καταρρεύσει κι εγώ χαζεύω τα συντρίμμια της από απέναντι σαν περίεργος γείτονας του εαυτού μου. Τι μου συμβαίνει; Έχω καταντήσει συναισθηματικά ανάπηρος; Ανίκανος να νιώσω αρκετά; Ίσως όχι. Ένας ψαγμένος φίλος πιστεύει ότι είμαι σε άμυνα. Βυθισμένος σε μια υποσυνείδητη άρνηση να δεχθώ την πραγματικότητα. Μα ακόμα κι έτσι, για ποια πραγματικότητα μιλάμε; Τη δική μου ή τη δικής της; Γιατί στα δικά μου μάτια, είναι ξεκάθαρο πως αυτές οι δύο δεν ταυτίζονται. Ίσως να μην το έκαναν και ποτέ.
Με τρομάζει αυτή η αλήθεια. Αυτή η ψυχική ουδετερότητα που με κατακλύζει. Είμαι ο προδομένος της υπόθεσης και θα έπρεπε να έχω στο τσεπάκι μου όλο το δίκιο του κόσμου. Να μπορώ να στήνω το φταίχτη, εκείνη, στα πέντε μέτρα και να τον λιθοβολώ με τα δάκρυά μου. Όμως δε συμβαίνει. Κι όσο το σκέφτομαι, πληθαίνουν οι ενοχές μου. Μεταμορφώνομαι, αισθάνομαι ο καταλύτης της φυγής της. Η αιτία, το κίνητρο, η αφορμή μιας απελπισμένης απόδρασης την ύστατη ώρα ενός αθέατου δράματος. Κι ύστερα, θυμώνω και νιώθω διπλά μόνος. Όπως κάποια άηχα βράδια που έζησα κοντά της τους τελευταίους μήνες και συνεχίζουν να με στοιχειώνουν.
Δεν την αντέχω τη μοναξιά. Δεν μπορώ ούτε να τη συνηθίσω, αν και οι δυο μας έχουμε παραγνωριστεί κατά καιρούς. Μισώ εκείνον, τον αόρατο ιστό που απλώνει ύπουλα και με εγκλωβίζει. Την ευκολία με την οποία ρουφάει όλη μου την ενέργεια αφήνοντάς με αδύναμο, σχεδόν παραλυμένο. Μισώ την έλλειψη, την απουσία του ανθρώπινου στίγματος στην οθόνη των αισθήσεων. Την παραμόρφωσή του όταν η επικοινωνία γίνεται μονόδρομη, απεγνωσμένη. Κι έτσι, από τότε που με θυμάμαι, κυνηγώ τη χίμαιρα που θα κρατήσει σε απόσταση τον μοναχικό μου εφιάλτη. Πιστός υπηρέτης ενός στερεότυπου που αναγνωρίζεται ως υπαρκτό επειδή απλά κανείς δεν τολμάει να τα βάλει μαζί του. Οπαδός, κάποιου ονείρου.
Όνειρα. Ναι, έχω υποκύψει κι εγώ στη γοητεία τους. Έχω μαγευτεί από την απειροελάχιστη πιθανότητα να βγαίνουν αληθινά. Δίχως πολλή σκέψη, μακριά από τις συμπληγάδες της λογικής. Γαντζωμένος σε μια αρχετυπική αγνότητα, σαν αφέλεια, που με βόλευε. Γιατί όποιος ονειρεύεται, πιστεύει και προσδοκά την κατάκτηση μιας υπέρβασης. Βιώνει την τρυφερή ψευδαίσθηση πως κρατάει τη ζωή του στα χέρια του. Νιώθει λιγότερο ευάλωτος, περισσότερο ασφαλής. Η ασφάλεια ήταν πάντα, και εξακολουθεί να είναι, ο στόχος. Είμαι βέβαιος πως κι εκείνη γι αυτό έφυγε. Αν μπορούσα να την παρασύρω σε μια στιγμή ατόφιας ειλικρίνειας, θα το παραδέχονταν, το δίχως άλλο. Μα τι λέω; Δεν τη θυμάμαι να είχε χαρίσει ποτέ κάτι στη σχέση μας και η ειλικρίνεια έρχεται με κόστος, είναι πανάκριβη. Θα μου πεις, γιατί έμεινες μαζί της τόσα χρόνια. Μα είναι φανερό. Για τη δική μου προσχηματική ασφάλεια. Γιατί δε γινόταν να κάνω αλλιώς.
Δεν ντρέπομαι γι αυτό. Άλλωστε, εκείνο που επιτρέπει σε δύο ανθρώπους να πλησιάζουν μεταξύ τους είναι πάντα ένας μικρός ή μεγάλος συμβιβασμός. Μια σιωπηρή, νοητική διαπραγμάτευση με απώτερο σκοπό να ικανοποιηθούν ή έστω να μη φαίνονται, οι βαθύτερες ανάγκες τους. Η φιλία, ο έρωτας, η αγάπη, δεν είναι παρά αυθαίρετες ετικέτες που έρχονται μετά για να ωραιοποιήσουν μια κατά τα άλλα, συμβατική συνύπαρξη. Οι ξεχωριστοί σταθμοί σε κάποια φωταγωγημένη λεωφόρο συναισθημάτων που καθένας μας τα αντιλαμβάνεται με το δικό του, ιδιαίτερο τρόπο. Και κάπως έτσι, γράφονται οι μικρές, καθημερινές μας ιστορίες. Γεμίζουν οι σελίδες του χρόνου επειδή πρέπει. Γιατί η ζωή, απεχθάνεται τα κενά. Κι εμείς, ανυπεράσπιστες μαριονέτες του πεπρωμένου ή της τύχης, συνεχίζουμε το νομοτελειακό ταξίδι μας σ’ αυτή τη λεωφόρο. Με μάτια σφαλιστά και νου θολωμένο απ’ τις προσωπικές μας ανεπάρκειες. Άλλοτε κερδίζουμε, κάποτε χάνουμε, μα πάντα πληρώνουμε τα λάθη με τον ιδρώτα της ψυχής μας. Όπως εγώ, εδώ, τώρα. Χωμένος σε τούτη την μπλε μπερζέρα που μοιάζει να έχει γίνει ένα με το δέρμα μου.
Μπλε. Της θάλασσας, του ουρανού, της δικής μου ήττας. Μπλε. Ότι απέμεινε από το σχεδόν τίποτα που είχα. Κι όμως, το λάτρευα εκείνο το τίποτα. Ήταν το μοναδικό απάγκιο στη ζοφερή ρουτίνα του ανταριασμένου μου μυαλού. Η ρωγμή στον καθρέπτη που δεν έβρισκα το κουράγιο να κοιτάξω. Μπλε. Το σιχαίνομαι αυτό το χρώμα. Καίγομαι όταν το ακουμπώ. Θέλω να φύγω μακριά του, να ξεφύγω. Αλλά ποιος, που, τι, μπορεί να με σώσει; Δεν ξέρω, ποτέ δεν έμαθα. Συγνώμη. Μη ρωτάς γιατί, για όλα. Χρωστάω, το νιώθω μέσα μου. Ο κόσμος θα ήταν μια στάλα καλύτερος αν είχα προσπαθήσει περισσότερο. Για σένα, για μένα, για εκείνη, για όλους. Γι αυτό σου λέω, μη με λυπάσαι, δεν το αξίζω. Δε μόχθησα αρκετά να πετάξω από επάνω μου τη μικρή γελοιότητα που περιφέρω ως εαυτό. Τη μάσκα του εγωισμού που δεν πέφτει ποτέ από το πρόσωπό μου μην τυχόν και τρέξει λίγο αίμα στο πάτωμα και φανεί πως είμαι φθαρτός. Όχι, δε μόχθησα αρκετά. Κι όταν εκείνη αποφάσισε να φορέσει τη δική της μάσκα, είχαν τελειώσει πια όλα. Και οι αλήθειες, και τα ψέματα.
Οργή, σιωπή, ερημιά. Σκοτάδι, πασπαλισμένο με θλιβερές δικαιολογίες και ηρωικούς αφορισμούς. Και κάθε λίγο, η βάναυση αντανάκλαση του παρελθόντος στο λεπίδι της λήθης. Το σήμερα πεθαίνει, το αύριο χάνεται, το χθες όμως γιατί; Πως; Με ποιο δικαίωμα τόλμησε να το ποδοπατήσει. Νόμιζα πως οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Λάθος. Από αυτά που γουστάρει η ιστορία. Τα μεγαλειώδη, τα θαρρετά. Εκείνα που καταλήγουν να μας ψηλώνουν μερικούς πόντους μέσα στη μικροαστική μας ανιδεότητα. Που μπήγονται βαθιά στα σωθικά μιας απόλυτης, φαινομενικά αθώας αγάπης. Πως γίνεται; Τη μια να αγαπάς και την άλλη να μισείς τον ίδιο άνθρωπο. Τη μια να φιλάς και τη άλλη να πληγώνεις το ίδιο, ιερό κορμί. Χωρίς οίκτο, χωρίς σκοπό. Αργά και μοιραία. Τιμωρός και λυτρωτής. Αναμάρτητος.
Προχώρα, μου λεν. Ξέχνα την, δεν είναι για σένα. Θα βρεις μια άλλη, καλύτερη. Τους ακούω, πασχίζουν να αποδείξουν ότι με νοιάζονται. Γνωστοί, φίλοι, αυτόκλητοι χειροκροτητές της παγερής θλίψης μου. Οι συμβουλές τους μου τρυπάνε το μυαλό. Μπουκάρουν στη νύχτα που με κυκλώνει σπάζοντάς την απόκοσμη σιγή της σε χίλια κομμάτια. Αφήστε με. Δεν είμαι εγώ, δεν ξέρω ποιος είμαι. Μόνο πως πνίγομαι ξέρω, κι ας μη νιώθω. Να, οι στιγμές μου. Γλιστρούν και χάνονται, τις μετράω. Πνοές ζεστές, άρρυθμες, χτυπούν σε κρύο τζάμι. Το θαμπώνουν και δε βλέπω πια. Λυπηθείτε με. Χρειάζομαι αέρα, οξυγόνο. Δύναμη να απλώσω το χέρι και να το καθαρίσω. Κότσια, να στείλω τη ματιά πίσω του, στη φλόγα της ανάγκης μου. Θέλω να τη δω. Να κάνουμε έρωτα για τελευταία φορά. Να αντικρίσω το παραδομένο βλέμμα. Τον αμείλικτο σπασμό του οργασμού καθώς θα τρέχει στη ραχοκοκαλιά της. Σε μια ρωγμή του χρόνου καθάρια και εκστατική. Σ’ έναν δικό μας παράδεισο, λησμονημένο μα ακόμη ζωντανό.
Ας είναι. Οι μέρες φεύγουν, εγώ μένω. Ακίνητος, διάφανος, καρφωμένος σε τούτη τη μπερζέρα. Οι παλάμες μου σφίγγουν τα μπράτσα της. Ο ιδρώτας αυλακώνει το μέτωπο σβήνοντας στα πυρακτωμένα μου μηνίγγια. Κι όμως, αυτό το σώμα έχει πάψει να είναι δικό μου. Δεν το ορίζω και δε με πονά. Μια ελευθερία καμωμένη από σπαράγματα προσκυνημένης μνήμης ήρθε να με σκεπάσει. Να μην ακούω τη φωνή, να μη βλέπω την εικόνα της. Να μην την ψάχνω σαν κρυφή Ιθάκη που γερνάει. Φοβάμαι. Το λαβωμένο χρόνο, την ασυνέχεια του. Τη βαθιά χαρακιά που πάντα θα τον κόβει στα δύο. Το πριν, το ύστερα. Όσα με έχουν φέρει ως εδώ κι άλλα που θα ζητήσουν να με αλλάξουν. Θα ΄θελα να γινόμουν πάλι παιδί. Να επέστρεφα στην καλοσύνη της αθωότητας. Κουλουριασμένος στη σκιά του τοίχου, να πρόσμενα το τέλος της βραδινής καταιγίδας. Κι αυτό, να έρχονταν πάντα. Μ’ έναν τρόπο, σχεδόν μαγικό. Με τη θαυμαστή συνέπεια που αρμόζει μονάχα στο πραγματικά δίκαιο.
Δικαιοσύνη. Όχι τώρα. Ίσως σ’ έναν άλλο κόσμο, μιαν άλλη ζωή. Εκεί που οι λέξεις θα περισσεύουν φυλακισμένες στα διψασμένα χείλη των εραστών του καλοκαιριού. Και που οι άνθρωποι, δε θα χρειάζεται να γλύφουν τις πληγές τους υποδυόμενοι κάτι που δεν υπήρξαν ποτέ. Θέλει όμως τόλμη μια τέτοια, βουβή επανάσταση. Αποκοτιά, να ριχτείς στη φωτιά της. Μα γύρω μου, όλοι μοιάζουν αφόρητα λογικοί. Υπάκουα πιόνια στην ξεφτισμένη σκακιέρα του τετριμμένου. Γι αυτό σου λέω, δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Αν υπήρχε, δε θα βούλιαζα σκυφτός στη μοναξιά μου. Θα ήταν εκείνη κοντά. Θα με καταλάβαινε χωρίς να της εξηγώ. Θα την αγαπούσα χωρίς αυταπάτες. Θα την ανέβαζα πάλι στον ψηλό της θρόνο. Αυτόν που έχω χτίσει με τα ίδια μου τα χέρια ώστε να μην φτάνει να τη βλάψει κανείς. Και που το πλήρωσα, αφού την έκανα να νιώσει μονάκριβη και να με θεωρήσει έναν από τους πολλούς που απλά όφειλαν να υποκλίνονται στη χάρη της.
Ξέρω τι σκέφτεσαι. Πως είμαι ανόητος, φαιδρός. Κολλημένος σε μία ψυχοφθόρα σχέση που, όσο τράβηξε, με έτρωγε ζωντανό. Μπορεί. Δεν έχω πια το κουράγιο να το κρίνω. Ούτε τη ματαιοδοξία να γίνω παράδειγμα σοφίας ή προδιαγεγραμμένης καταστροφής. Μάθε όμως ότι εγώ τη διάλεξα τη μάχη μου. Πάλεψα με μιαν απαράμιλλη γενναιότητα που δε γνώριζα καν ότι είχα. Αισθάνθηκα για λίγο πλήρης, τυχερός. Άξιος να λάβω μέρος στην άτυπη μοιρασιά της ευτυχίας αυτού του κόσμου. Κι αν βρίσκομαι σήμερα εδώ, στην αγκαλιά τούτης της μπερζέρας, είναι επειδή κι αυτό το έχω κερδίσει. Γιατί στο τέλος, πρέπει πάντα να μένει κάτι. Έστω και το πιο ασήμαντο. Η ακόμα, και το πιο πικρό.
γράφει ο Θάνος Λουτριώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου