ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2024

Τα Απομνημονεύματα Ενός Μαφιόζου

 ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Είναι εκπληκτικό να αντικρίζεις ανθρώπους που έχουν κάτι να σου πούνε. Ακούγεται κάπως περίεργο, το ξέρω, αλλά είναι μια πραγματικότητα που ίσως πολύ από εμάς αντιμετωπίζουμε και λίγοι την εκφράζουμε. Ο Σέργιος ήταν ένας τέτοιος τύπος ανθρώπου. Πολλούς μάγεψε και πολλοί τον λατρέψανε. Η πρόωρη όμως φυγή του άφησε αχόρταστους εκείνους που τον ζούσαν.

Ένας αυτοσαρκασμός ισούται με δέκα καλές πράξεις όταν δεν αποτελεί σωσίβιο σωτηρίας απ’ τα συμπλέγματα του εαυτού μας. Η καλή πράξη μπορεί να

πραγματωθεί εξαιρετικά εύκολα μόνο και μόνο προς ικανοποίηση της ανάγκης μας για ευτυχία ενώ ο αυτοσαρκασμός όταν στηρίζεται στην καθαρή αίσθηση του χιούμορ απαιτεί απ’ τον υποκείμενο σ’ αυτόν να έχει ξεπεράσει ήδη αρκετά συμπλέγματα. Η συνείδηση των δυνατοτήτων που έχουμε ως ανθρώπινα όντα είναι το περβάζι που όταν η ματιά μας το διαβεί βλέπουμε πια καθαρά τι είμαστε ικανοί να πράξουμε.

Το γραμμόφωνο ήταν δώρο του αδερφού του και της νύφης του που κατοικούσαν μόνιμα στην Αμερική. Τουλάχιστον έτσι μας είχε πει. Ήταν σφραγισμένο απ’ το βαρύ χέρι του χρόνου και τα χαρακτηριστικά του είχαν αρχίσει να αλλοιώνονται απ’ το πάχος της σκόνης που τόσα χρόνια αναπαύονταν πάνω του. Το πορτατίφ που την ζωή του τη χρωστούσε σ’ ένα παλιό λυχνάρι ήταν δώρο της πρώην γυναίκας του. Ένας στύλος διαπερνούσε τα σωθικά του ξεθωριασμένου μπρούτζινου κορμιού του και απ’ την κορυφή του κρέμονταν σαν στολίδια τα εργαλεία που κάποτε χρησίμευαν για τη χρήση του. Ένα ψαλίδι για το κόψιμο του φυτιλιού, ένα σίδερο λεπτό για τον καθαρισμό του, μια τσιμπίδα για το απομεινάρι του φυτιλιού και το κούμπωμα που χρησίμευε για το σβήσιμο στερώντας το οξυγόνο απ’ τη φωτιά. Αυτά τα δύο, το γραμμόφωνο και το πορτατίφ, ήταν που συνέδεαν με την αύρα τους το σαλόνι με το υπνοδωμάτιο του Σέργιου. Ένα μαγικός αέρας κυκλοφορούσε μέσα στο μικρό του διαμέρισμα και μια φιλήσυχη ατμόσφαιρα διέπνεε το μικρό δυαράκι.

Εκεί σε κείνο το στενόχωρο σαλόνι θυμάμαι τον Σέργιο να κάθεται να γράφει, αντικριστά στο γραμμόφωνο κάτω απ’ το φως του πορτατίφ. Εκεί δίπλα στο γραμμόφωνο πολλές φορές τον έβλεπα επίσης να διαβάζει καθώς έμπαινα στο διαμέρισμά του, με ένα ποτήρι πάντα μισογεμάτο κόκκινο κρασί και με το μπουκάλι μπροστά στα μάτια του πάνω στο τραπέζι να στέκεται όρθιο βγάζοντας απ’ το λαιμό του μυρωδιές απ’ τον μούστο που έγινε κρασί.

Ο Σέργιος ήταν άνθρωπος που κανείς μας δεν ήξερε το παρελθόν του. Τα μόνα στοιχεία που γνωρίζαμε ήταν πως κάποτε είχε παντρευτεί και χώρισε και πως είχε κι έναν αδερφό στην Αμερική. Είχε φροντίσει να αποκρύψει καλά μέσα στη σκοτεινή πλευρά του συνειδητού του οτιδήποτε σχετιζόταν με τον πρότερο βίο του. Σοβαρός με το ιδιαίτερο χιούμορ του να τον ξεχωρίζει, γαλήνιος με τη σιγουριά που εκπέμπει ένας άνθρωπος που έχει κατακτήσει τον εαυτό του και χαμογελαστός. Εκείνο το χαμόγελο είναι που θυμάμαι ακόμα και σήμερα με το πλατύ άνοιγμα των χειλιών του και το περιποιημένο μουστάκι του που άλλαζε σχήμα ακολουθώντας τα στην χαρμόσυνη έκφραση τους. Και τι γλυκό και γεμάτο κατανόηση βλέμμα! Οι στιγμές συνύπαρξης με τον Σέργιο ήταν κάτι παραπάνω από φιλική συνεύρεση. Ήταν μάθηση.

Θα μπορούσα να γράψω πολλές σελίδες για τον χαρακτήρα και το γνήσιο της ανθρωπιάς του Σέργιου αλλά κάτι τέτοιο θα με αποπροσανατόλιζε απ’ το τέλος του που θέλω να σας εξιστορήσω σήμερα με μια όμως σύντομη εισαγωγή που κατέχει περισσότερο θέση στιγμών που έζησα μαζί του παρά περιγραφής ενός συγκεκριμένου γεγονότος. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι με χαρακτηριστικά σαν τον Σέργιο. Ποτέ όμως δεν γνώρισα άνθρωπο που να κατέχει τόση μεγάλη γκάμα αξιοζήλευτων στοιχείων. Και το σημαντικότερο; Η εκμετάλλευσή της δύναμης της γνώσης, της θέλησης και του σκοπού.

Ήτανε άνοιξη, αρχές Μαΐου όταν επισκέφτηκα για πρώτη φορά στη ζωή μου την αρχαία αγορά. Το ξέρω ήμουν απαράδεκτος. Τριάντα δύο χρόνια στην Αθήνα και να μην είχα ποτέ μεριμνήσει για την παίδευσή μου από εκεί όπου στήθηκε ένας πολύ μεγάλος πολιτισμός είναι τραγικό. Ποτέ όμως δεν είναι αργά και η μάθηση βρίσκεται κρυμμένη κάτω πάντα από πολλές πέτρες.

Εκείνη τη μέρα είχα δεχτεί μια κλήση απ’ τον Σέργιο. Πρέπει να ήτανε γύρω στις έντεκα όταν άκουσα την ήρεμη φωνή του απ’ το ακουστικό του κινητού μου.

-Έχεις όρεξη για περίπατο; Κάθομαι σ’ ένα καφενεδάκι στο Μοναστηράκι. Αν θέλεις έλα. Τελειώνω το δεύτερο ποτήρι μπύρα και φεύγω.

Αφού μου εξήγησε που ακριβώς βρισκόταν το σημείο που είχε καθίσει, ντύθηκα βιαστικά και ανέβηκα στη μηχανή μου. Μετά από είκοσι λεπτά βρισκόμουν στο καφενεδάκι. Τον είδα μόνο με ένα κομμάτι φέτα μέσα σε ένα μικρό πιάτο και ένα μπουκάλι μπύρα μισοάδειο. Το ποτήρι του μόλις πρέπει να το είχε γεμίσει γιατί ο αφρός είχε φουσκώσει και ήταν έτοιμος να ξεχειλίσει.

-Καλώς τον, μου είπε μόλις με είδε. Έλα κάτσε. Παρακαλώ, φώναξε στον σερβιτόρο. Θα μου φέρετε ένα ακόμα ποτήρι για το φίλο μου;

-Από τώρα, ρε συ Σέργιε; Ακόμα δεν πήγε δώδεκα το μεσημέρι! Άσε να πιω κανέναν καφέ πρώτα να ανοίξει το μάτι μου.

-Για να γευτείς τις εικόνες που θα σου δείξω δεν θέλεις ετοιμότητα. Χρειάζεσαι μόνο χαλάρωση. Το αλκοόλ να ξέρεις πάντα βοηθάει.

-Και από πού το ξέρεις αυτό, εσύ Σέργιε; Τι έκανες παλιά; Μαγαζί με παραισθησιογόνα είχες; του έκανα πλάκα αλλά όποτε του μιλούσα για τα χρόνια που κανείς μας στην παρέα δεν ήξερε έκοβε απότομα την κουβέντα.

-Ορισμένα πράγματα, φίλε Γιάννη, δεν χρειάζεται να τα μάθεις. Κατά ένα μαγικό τρόπο τα γνωρίζεις ήδη και όταν έρχεσαι σε επαφή με αυτά απλά τα ζεις.

Ήταν δεξιοτέχνης στον χειρισμό των ανθρώπων. Ο ελιγμός για εκείνον ήταν κάτι το εξαιρετικά ευφυές και αποδεκτό απ’ τον χαρακτήρα του ώστε το επιδίωκε σε κάθε απρόσμενη στιγμή δυσκολίας.

Η μέρα που πέρασα την πύλη της αρχαίας αγοράς κάτω απ’ την Ακρόπολη ήταν η πιο παιδευτική μέρα ίσως ολόκληρης της ζωής μου. Όταν συνειδητοποίησα ότι στους δρόμους που περπάταγα είχαν αφήσει το αόρατο αποτύπωμά τους πρόσωπα που έμειναν ανεξίτηλα στην ιστορία με έπιασε δέος. Τα απομεινάρια των κτισμάτων ήταν μοναδικά και ακόμα περισσότερο οι εικόνες που μου γεννιόντουσαν προχωρώντας μέσα στα μονοπάτια.

Ο Σέργιος επιδόθηκε στο να με φωτίσει με τη γνώση του και περπατήσαμε δια μέσου των ερειπίων σαν ένας δάσκαλος με τον μαθητή του. Εκείνο που με θάμπωνε απ’ την πρώτη στιγμή που είχα γνωρίσει το Σέργιο ήταν η έκταση του γνωστικού του πεδίου για την Ελλάδα παρ’ ότι ο ίδιος ήταν ξενόφερτος. Αμερικανός δεύτερης γενιάς ιταλών μεταναστών. Το όνομα Σέργιος το είχε επιλέξει για να ενσωματωθεί καλύτερα στην ελληνική κοινωνία. Το μόνο που μαρτυρούσε πια την ξενική καταγωγή του ήταν η σπαστή προφορά των ελληνικών του κάτι που τον έκανε να δυσφορεί έντονα. Είχε καταφέρει μέσα τουλάχιστον στα πέντε χρόνια που τον γνώριζα να ενσωματωθεί πλήρως στα ελληνικά δρώμενα.

Ο Σέργιος ήτανε συγγραφέας. Ένας καλλιτέχνης όμως ιδιόρρυθμος από εκείνους που θέλουν να μένουν στην αφάνεια. Έγραφε για τον εαυτό του. «Κι αν κάποια στιγμή μετά τον θάνατό μου τα γραπτά μου δημοσιευτούν και θέλξουν τον κόσμο τότε από κάπου εκεί πάνω» έλεγε και έδειχνε το ταβάνι του διαμερίσματός του «ο φιλόδοξος θνητός εαυτός μου θα δίνει μάχη με αυτό που είμαι τώρα δηλαδή τον κυνηγημένο τύπο που ψάχνει να βρει κάπου να κρύψει κάθε ίχνος της ύπαρξής του». Σεμνός και ταπεινός σε τέτοιο βαθμό που με έκανε πραγματικά να αναρωτιέμαι για το ποιος είναι. Μου φάνταζε εκπληκτικό να γνωρίζω έναν άνθρωπο τόσο μεγάλης αξίας και παράλληλα τόσο μετριοπαθή.

-Σέργιε, τα χρόνια πριν έρθεις εδώ με τι ασχολούσουν; Τι σ’ έφερε στην Ελλάδα; τον είχα ρωτήσει εκείνη τη μέρα.

-Αυτό είναι μεγάλη ιστορία, φίλε μου. Είναι κάτι που στην πραγματικότητα θα ήθελα να ξεχάσω, μου είχε απαντήσει με εμφανή τα σημάδια της άρνησης στο πρόσωπό του. Θυμάμαι το πόσο είχε σκυθρωπιάσει και πόσο επίσης γρήγορα η διάθεσή του από καλή έγινε κακή. Τι μπορεί να είχε γίνει που να τον είχε στιγματίσει τόσο αρνητικά;

-Θα ήθελες να ξεχάσεις το παρελθόν σου; Είχα συνεχίσει να τον τσιγκλάω, πιεζόμενος απ’ την ανείπωτη περιέργεια που με έπνιγε.

–Το περισσότερο απ’ αυτό, μου είχε απαντήσει κοφτά.

Ύστερα από εκείνη τη μέρα είχα βαλθεί να πλάθω σενάρια για να καταλάβω έστω στο ελάχιστο κάποιο στοιχείο του χαρακτήρα του που θα πρόδιδε το άγνωστο για εμάς παρελθόν του. Με την υπόλοιπη παρέα το είχαμε κουβεντιάσει και καταλήξαμε στο πουθενά. Ούτε ένα χαρακτηριστικό του δεν προϊδέαζε την πρότερη ζωή του. Ο Σέργιος ήρθε σαν κομήτης που το μόνο που μαρτυρούσε ότι ήταν αλλοεθνής ήταν η σπαστή προφορά του.

Ένα βράδυ στο διαμέρισμά του μου είχε πει κοιτώντας μια μεγάλη κατσαρίδα που περπατούσε στο κούφωμα της πόρτας στο σαλόνι.

-Ούτε κατσαρίδα δεν θέλω να σκοτώσω πια.

Πια; Τι πια είχα αναρωτηθεί;

-Πλέον, το μοναδικό μου όπλο είναι αυτό εδώ το μολύβι και αυτή εδώ η γόμα. Ότι σκέφτομαι, όποια αρνητική ενέργεια διαχέει το σώμα μου την αποτυπώνω, την εκτονώνω σε αυτό εδώ το χαρτί, μου είχε πει σηκώνοντας και δείχνοντάς μου την κόλλα χαρτί πάνω στην οποία έγραφε, και αυτή η γόμα είναι ο φύλακας της παρεκτροπής μου. Μέσα στις λέξεις σημαδεύω και εκτελώ ότι δεν μου αρέσει και έχω το προνόμιο να παίρνω αλλά και να δίνω ζωή.

Ήταν 6 Ιανουαρίου στα Θεοφάνια. Στις εννιά ακριβώς βρισκόμουν με τη γυναίκα μου τη Διαμάντω κάτω απ’ την πολυκατοικία του. Χτύπησα το κουδούνι και ο Σέργιος δεν άργησε να φανεί στην είσοδο.

-Είμαστε έτοιμοι; είχε ρωτήσει γεμάτος χαρά.

Η παρέα μου πάντα τον έλκυε και όταν τύχαινε να έρχεται και η Διαμάντω η ευτυχία του πολλαπλασιαζότανε. Την εκτιμούσε ιδιαίτερα τη γυναίκα μου. Ταίριαζαν τα χνώτα τους. Όταν τους έβλεπα να μιλούνε στο μυαλό μου έφερνα την εικόνα δυο αδερφιών που ανταμώνανε έπειτα από χρόνια και απ’ τις πολλές κουβέντες που είχαν να μοιράσουν γινόντουσαν αστείρευτοι στο λόγο τους.

Εκείνο το βράδυ φορούσε το μαύρο καπέλο που του είχε κάνει δώρο η γυναίκα μου. Με αυτόν τον τρόπο τιμούσε την εγκάρδια προσφορά ενός φίλου. Περπατήσαμε λίγα μέτρα, όσα δηλαδή απείχε το ιταλικό εστιατόριο απ’ το διαμέρισμά του και μπήκαμε στη ζεστασιά της κουζίνας του.

Ο Σέργιος αν θυμάμαι καλά καθόταν στην καρέκλα απέναντι από εμένα. Πλάτη στην κουζίνα, χαμογελούσε διαρκώς με την ανεπανάληπτη έκφρασή του και μιλούσε ακατάπαυστα με την Διαμάντω. Εγώ στεκόμουν αμέτοχος στην ένθερμη κουβέντα τους και απολάμβανα την αγάπη που γεννάει μια βαθειά εκτίμηση. Ο Σέργιος ήταν αδερφός και η αποδοχή του από εμάς αποτελούσε πολύ σημαντικό γεγονός για εκείνον. Η χημεία μας ήταν ξεχωριστή, σπάνια στην συνεύρεση ανθρώπων και οι διαφορετικότητές μας ένωναν τις ψυχές μας και τις γέμιζαν. Εκείνο το βράδυ ήταν όλα τόσο μαγικά σαν να προσπαθούσε μια υπέρτατη δύναμη να μας χορτάσει για όσα θα στερούμασταν για πάντα.

Η πόρτα σε μια στιγμή άνοιξε. Μπήκαν τρεις άντρες με μαύρες καμπαρντίνες και βλοσυρά βλέμματα. Πλησίασαν το τραπέζι μας και μόλις ο Σέργιος γύρισε να τους κοιτάξει, ο ένας τον πυροβόλησε στο κεφάλι σχεδόν εξ επαφής και οι άλλοι δύο τον αποτελειώσανε σκορπίζοντας αρκετές σφαίρες στο υπόλοιπο κορμί του που ήταν ήδη πεσμένο στο δάπεδο μετά το πρώτο χτύπημα.

Την επόμενη μέρα έμαθα ποιος πραγματικά ήταν ο Σέργιος. Μαφιόζος απ’ τους πιο στυγνούς. Είχε φάει κόσμο και κοσμάκι. Κατά έναν περίεργο λόγο κάποια στιγμή αποσύρθηκε και θέλησε να σβήσει κάθε ίχνος απ’ το παρελθόν του. Τόσο σοκαριστκά απρόσμενα και τόσο παράδοξα έμαθα για την κρυφή ζωή του φίλου μου.

Πάνε χρόνια τώρα πια που έφυγε ο Σέργιος. Τα παιδιά μου τώρα έχουν την ηλικία που είχα εκείνη την μέρα που τον σκότωσαν και πλέον έχω συμφιλιωθεί με τα φαντάσματα του παρελθόντος. Για μένα ο Σέργιος θα μείνει πάντα αυτός που γνώρισα τότε. Ξέρω καλά πως τα εγκλήματα που διέπραξε δεν έχουν συγχώρεση. Οι άνθρωποι που σκότωσε δεν γυρίζουν πίσω όπως δεν γυρίζει κι ο ίδιος. Στέκομαι όμως στον Σέργιο που γνώρισα και έζησα εγώ, στον άνθρωπο που με εξέπληττε ευχάριστα κάθε φορά που μου έκανε την τιμή να μου αφιερώσει κάποιες στιγμές απ’ τον εαυτό του και αναπολώ τους όμορφους περιπάτους μας. Πόσα πράγματα έμαθα απ’ αυτόν και πόσο γιγάντωσε μέσα μου ο θαυμασμός μου για εκείνον όταν έμαθα το απερίγραπτο παρελθόν του! Μα πόσο είχε αλλάξει αυτός ο άνθρωπος; Τι άλματα είχανε γίνει μέσα στην ψυχή του ώστε να μπορέσει να προχωρήσει απ’ την απέναντι όχθη τόσο ειλικρινά αληθινός. Ήταν γνήσια η αλλαγή του. Είναι το μόνο σίγουρο πράγμα που μπορώ να πω για εκείνον.

Στα χέρια μου κρατώ το βιβλίο που εξέδωσα συλλέγοντας και επιμελούμενος τα γραπτά του. Τόσο καιρό έγραφε για την ζωή του ως μαφιόζος. Τις φαμίλιες, τους χαρακτήρες, το έγκλημα δίχως όρια, τις δολοφονίες, τις ίντριγκες. Εκεί μέσα στα γραπτά του έθαβε κάθε μέρα τον κακό εαυτό του. Γι’ αυτό έγραφε μόνο για εκείνον. Γι’ αυτό τα ήθελε αδημοσίευτα. Φοβόταν μην τον προδώσει ο ίδιος του ο εαυτός. Τώρα συνειδητοποίησα αυτό που μου είχε πει τότε «Μέσα στις λέξεις σημαδεύω και εκτελώ ότι δεν μου αρέσει και έχω το προνόμιο να παίρνω αλλά και να δίνω ζωή». Αυτός πιστεύω θα ήταν και ο καλύτερος πρόλογος για το βιβλίο του «Τα απομνημονεύματα ενός μαφιόζου».


Υ.Γ. Αφιερωμένο στον ΑΔΕΡΦΟ μου για την ιδέα και για το γεγονός ότι για μια ακόμα φορά με δίδαξε τι σημαίνει ΑΔΕΡΦΟΣ!

Γιάννης Καραγεώργος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου