Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Πήρε την βαλίτσα, όσα λεφτά είχε μαζέψει, και χωρίς να πει κουβέντα ούτε να ρίξει έστω μια ματιά σε κανένα τους, έφυγε μέσα στη νύχτα για το άγνωστο που τον περίμενε.
Κανείς στο χωριό δεν έμαθε ποτέ το λόγο της ξαφνικής φυγής του Πετρή. Ούτε καν ο Νικολής που γύρισε αρχές Οκτώβρη. Αρκέστηκαν στις διαβεβαιώσεις της Υπαπαντής, πως πήγε στην Αθήνα να δουλέψει λίγο καιρό, για να
βγάλει κάποια χρήματα για την θητεία του. Τα παιδιά κράτησαν επτασφράγιστο το μυστικό, αν και οι χωρικοί δύσκολα πείστηκαν με τα λόγια της Υπαπαντής.Η Φροσούλα πικράθηκε πολύ με τις εξελίξεις. Το ενδιαφέρον της για τον Πετρή με τα χρόνια αυξήθηκε, όσο κι αν ο ίδιος αδιαφορούσε για τα αισθήματα της. Βέβαια ακόμη κι αν υπήρχε ανταπόκριση από μέρους του, σίγουρα θα σκόνταφταν στις αντιρρήσεις του Κωσταντή. Αποκλείεται να συναινούσε σε αυτόν τον δεσμό. Όπως όλοι αντιπαθούσε τον Πετρη, κι όχι άδικα ασφαλώς.,
Οι πρώτες μέρες του Πετρή στην Αθήνα ήταν πραγματικά πολύ δύσκολες. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων σε μια τεράστια πόλη, κατέληξε σε ένα παμπάλαιο φτηνό ξενοδοχείο στον Πειραιά. Με λίγα περιστασιακά μεροκάματα σε οικοδομές αλλά και τον γνωστό εύκολο τρόπο κατάφερε όχι μόνο να επιβιώνει μα και να κάνει ένα καλό κομπόδεμα.
Οι παρέες του φυσικά, ότι πιο περιθωριακό υπήρχε στην μεγαλούπολη. Χασικλήδες, ζιγκολό, μικροκλέφτες, γενικά όλοι οι παραβάτες του ποινικού κώδικα. Νταραβέρια με την Ασφάλεια ακόμα ευτυχώς δεν είχε. Η καλή του τύχη σε συνδυασμό με την αυξημένη αίσθηση του κινδύνου, τον προφύλαξε μέχρι τώρα από τις κακοτοπιές. Και έτσι οι λίγοι μήνες μέχρι την στράτευση του, κύλησαν ομαλά χωρίς παρατράγουδα.
Παρουσιάστηκε την προβλεπόμενη ημέρα στο ΚΕΒΟΠ, και όσο κι αν του φάνηκε στην αρχή βασανιστική η διαμονή του εκεί, γρήγορα συνήθισε. Ακόμη και το φαγητό, που για τους περισσότερους ήταν σκέτη αηδία, για τον ίδιο δεν αποτελούσε πρόβλημα Είχε μάθει σε πολύ χειρότερο και σίγουρα λιγότερο στην προηγούμενη ζωή του. Η καλή του συμπεριφορά, πράγμα εξαιρετικά περίεργο για τον χαρακτήρα του, τον έκανε ιδιαίτερα αγαπητό τόσο στους στρατιώτες όσο και στους ανωτέρους του.
Πλησίασαν οι μέρες για την ορκωμοσία και τις μεταθέσεις. Η αγωνία όλων κτυπούσε κόκκινο. Όχι όμως και για τον Πετρή. Γι΄αυτόν από τότε που έφυγε από το νησί, όπου γης και πατρίς! Έτσι η ανακοίνωση πως θα πήγαινε στην Πλάτη του Έβρου, δεν του προξένησε καμία εντύπωση. Ένα μέρος στον χάρτη και τίποτα περισσότερο.
Με τους δικούς του δεν επικοινώνησε καθόλου όλο αυτό το διάστημα. Τον ξέγραψαν, τους ξέγραψε και τέλος! Η ζωή του του ανήκε και είχε σκοπό να την ζήσει, δίχως περιορισμούς και αναστολές.
Το κρύο ήταν τσουχτερό όταν έφτασε.
Χιόνι δυο μέτρα κάλυπτε όλον τον ορίζοντα. Με δυσκολία το REO που θα τους μετέφερε στο στρατόπεδο προχώρησε τα λίγα χιλιόμετρα από τον σταθμό. Ο δόκιμος που είχε υπηρεσία εκείνο το βράδυ βαριόταν αφόρητα τις νέες αφίξεις. Τον έβγαζαν από τη ρουτίνα της καθημερινότητας και αυτό ήταν κάτι που δεν του άρεσε καθόλου.
“'Ολοι κάτω διέταξε”, με το που κατέβηκαν. “Είκοσι κάμψεις και τη γλώσσα στο χιόνι! ”Υπάκουσαν θέλοντας και μη θέλοντας. Καθόλου καλά δεν ξεκινούσε η πρώτη μέρα στον Έβρο! Αλλά και οι επόμενες δεν ήταν καλύτερες. Ατέλειωτα καψόνια, ασκήσεις και κρύο! Αφόρητο κρύο. Οι εκπαιδευτές ο ένας πιο σκληρός από τον άλλο.
Χειρότεροι από όλους οι υπαξιωματικοί που μόνη τους ευχαρίστηση είχαν να βασανίζουν τους νεοφερμένους. Μοναδική εξαίρεση ένας Αθηναίος λοχαγός. Πράος χαρακτήρας με ευγενικά χαρακτηριστικά που έδειχνε παράταιρος μέσα σε εκείνη την παράνοια. Από την αρχή ξεχώρισε τον Πετρή.
Η υποδειγματική καρτερία του στα καψόνια και τους εξευτελισμούς, αλλά και η συνέπεια του στις υποχρεώσεις του, τον έκαναν να τον συμπαθήσει. Αρκετές φορές τον απάλλασσε από τις αγγαρείες και τον έπαιρνε μαζί του στο διοικητήριο. Μιας και γράμματα πολλά δεν ήξερε ο Πετρής, απλά την περισσότερη ώρα καθόταν άπραγος. Λίγες μόνο δουλειές, όπως σκούπισμα, καθάρισμα και αυτά ήταν όλα.
Η διαίσθηση του Πετρή αλλά και η εμπειρία του τον είχαν πείσει πως κάτι περισσότερο ζητούσε απ΄αυτόν ο λοχαγός. Μπορεί να ήταν παντρεμένος και πατέρας ενός νεογέννητου αγοριού, όμως αυτό δεν ήταν πάντα τεκμήριο. Είχε γνωρίσει δεκάδες παντρεμένους που αναζητούσαν παθιασμένα την αντρική συντροφιά. Δίσταζε όμως να κάνει το πρώτο βήμα. Κι αν έστω για μια φορά λάθευε; Τότε θα άνοιγε η κόλαση! Έτσι αποφάσισε να περιμένει.
Και η ευκαιρία πραγματικά δόθηκε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Είχαν υπηρεσία και οι δυο αυτή τη νύχτα μιας και ήταν αδειούχοι τα Χριστούγεννα. Η ατμόσφαιρα στο στρατόπεδο χαλαρή, γιατί και οι γείτονες γιόρταζαν απόψε και έτσι τίποτα αξιοσημείωτο δεν συνέβαινε. Ο λοχαγός φώναξε τον Πετρή στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας
“Δικαιούμαστε ένα ποτήρι κρασί τέτοια νύχτα, δεν νομίζεις;” Και με αυτά τα λόγια άνοιξε μια φιάλη καλό γαλλικό κόκκινο. Είχε φροντίσει να του φέρουν από το μαγειρείο λουκάνικα με αυγά και δυο χοιρινές μπριζόλες.
“Λοιπόν Πετρή”, άρχισε ο λοχαγός ύστερα από μερικά ποτηράκια, “Δεν μου έχεις πει τίποτα για τη ζωή σου, τους γονείς, την οικογένεια σου, το κορίτσι σου!¨. Αυτό το τελευταίο το τόνισε με τέτοιο τρόπο, που ο Πετρής το εξέλαβε σαν υπονοούμενο, χωρίς να έχει άδικο.
“Τίποτα ενδιαφέρον δεν παρουσιάζει η ζωή μου κύριε λοχαγέ! Φτώχεια, φτώχεια και πάλι φτώχεια!”, του απάντησε αποφεύγοντας περισσότερες διευκρινήσεις.
“Θα προτιμούσα να αφήσουμε τις τυπικότητες όταν είμαστε μόνοι μας, θα με λες Δημήτρη απλά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου