Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Με αυτό τον τρόπο θα την απομάκρυνε από κοντά του. Η Μαριγώ σηκώθηκε να τα φέρει και ο Βασίλης βρήκε την ευκαιρία να καθίσει δίπλα του. Τον άρπαξε από το μπράτσο.
“Είσαι στο σπίτι μου, και αυτή είναι η κόρη μου! Κανείς δεν την αγγίζει, ούτε κάνει πονηρές σκέψεις γι΄αυτήν! Κατάλαβες χαμένε”;
Κατακόκκινος από ντροπή κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Σηκώθηκε
βιαστικά κι αφού χαιρέτησε και ευχαρίστησε, έφυγε άρον άρον. Η Βασίλαινα που δεν πολυκατάλαβε τι συμβαίνει παραξενεύτηκε. “Μύγα τον τσίμπησε”; αναρωτήθηκε.“Μάλλον”, της απάντησε μονολεκτικά. Η Μαριγώ αν και δεν άκουσε λέξη από ότι ειπώθηκε, ήταν σίγουρη πως ο Βασίλης τον έδιωξε με τον τρόπο του, και αυτό την γέμισε ικανοποίηση. Μάζεψε τα πιάτα και ξανακάθισε στο τραπέζι.
“Καλό κουμάσι και του λόγου του”, είπε με έντονη φωνή, “Μα να με χουφτώσει μέσα στο σπίτι μου”! “ Μην με φουντώνεις περισσότερο να χαρείς”, την παρακάλεσε. “Ίσα που κρατήθηκα να μην του σπάσω τα μούτρα”!
Μόνο τότε κατάλαβε η Βασίλαινα τι είχε συμβεί. “Σόδομα και Γόμορρα! Ήμαρτον Κύριε”! μονολόγησε. Η Μαριγώ της χαμογέλασε, και έσκυψε στο στήθος του Βασίλη.
“Σε ευχαριστώ”, του είπε γλυκά και εκείνος την φίλησε τρυφερά στο μάγουλο. Όλος ο πόθος ξαναζωντάνεψε μέσα της με το άγγιγμα των χειλιών του, ακόμα πιο δυνατός από πριν!
“Το πρωί θα κατεβάσω τη μάνα στη Χώρα, έχει ραντεβού με τον καρδιολόγο”, είπε ξαφνικά η Βασίλαινα. “Θα τη βγάλετε με κάτι πρόχειρο. Δεν θα προλάβω να μαγειρέψω”!
“Μην ανησυχείς μάνα, θα μαγειρέψω εγώ”, την καθησύχασε η Μαριγώ. Κοίταξε ερωτηματικά τον άντρα της. Ο Βασίλης ανασήκωσε τους ώμους.
”Εντάξει”, είπε, “τα καταφέρνω και μόνος μου μια μέρα. Άντε να πάμε για ύπνο τώρα, πέρασε η ώρα και δεν θα έχουμε ξυπνημό”!”.
Αχάραγα ξύπνησε η Μαριγώ. Δύσκολη η νύχτα που πέρασε, με όνειρα εφιάλτες γεμάτη, που όμως δεν θυμόταν κανέναν. Η Βασίλαινα ετοιμαζόταν να φύγει. Την καλημέρισε και έβαλε το μπρίκι για τον καφέ του πατέρα. Ο καιρός έξω δεν έλεγε να φτιάξει. Ασυνήθιστο κρύο για άνοιξη, και ένας δαιμονισμένος βοριάς σφύριζε απειλητικός. Μπήκε δειλά στην κρεβατοκάμαρα να δει αν είχε ξυπνήσει ο Βασίλης. Είχε σηκωθεί και φορώντας μόνο το σλιπάκι του χτένιζε τα μαλλιά του στον καθρέφτη. Γύρισε ξαφνιασμένος όταν αντιλήφτηκε την παρουσία της. “Καλημέρα”, του είπε δίχως να ξεκολλήσει τα μάτια από το καλοφτιαγμένο του σώμα, που πρώτη φορά έβλεπε σχεδόν γυμνό. Την καλημέρισε κι αυτός, παραξενεμένος ωστόσο από τον τρόπο που τον κοίταζε.” “Δυό λεπτά ντύνομαι και κατεβαίνω”, της είπε τελικά.
Στο τραπέζι έμειναν αμίλητοι. Μια αμηχανία πλανιόταν στον αέρα, από τη μεριά του Βασίλη κυρίως,, που δεν ήταν συνηθισμένος σε τρυφερότητες με την κόρη του. Η ερώτησή της ήταν τόσο απρόσμενη, που έπεσε σαν βόμβα!
“Μ΄αγαπάς” :
Στριφογύρισε στην καρέκλα,του ήταν πολύ δύσκολο να φανερώσει αισθήματα, ακόμα και στην ίδια του την οικογένεια. Και ήταν η πρώτη φορά που του το ζητούσαν τόσο ξεκάθαρα. Ούτε η γυναίκα του είχε τολμήσει ποτέ κάτι τέτοιο.
”Και βέβαια¨, της απάντησε μουδιασμένα, “πως θα μπορούσε να ήταν αλλιώς; Πατέρας σου είμαι”! “Και με βρίσκεις όμορφη”; συνέχισε τις βόμβες η Μαριγώ.
Ο Βασίλης δεν απάντησε αμέσως. Η διαίσθηση του του έλεγε πως τα πράγματα έπαιρναν έναν περίεργο και ίσως επικίνδυνο δρόμο. Τέτοιες κουβέντες ποτέ δεν είχε ανταλλάξει με την μέχρι τώρα συνεσταλμένη κόρη του. Αυτή η θεαματική αλλαγή, τον τρόμαξε.
”Όμορφη είσαι, Πολύ όμορφη! Μα τι σε έπιασε και με ρωτάς πρωί πρωί”;”
“Ήθελα να ξέρω πως με βλέπεις”, του απάντησε ήρεμα. “Πάντα πίστευα πως με αποφεύγεις, μα τώρα πια δεν το πιστεύω! Τώρα ξέρω πως σου αρέσω”!
Αυτό πια ξεπερνούσε τα όρια! Τι σήμαινε αυτό το “σου αρέσω”; Το με αγαπάς θα το καταλάβαινε, αλλά σου αρέσω! Σαν να μιλούσε στο αγόρι της! Φοβήθηκε να απαντήσει και προτίμησε να σηκωθεί να φύγει. Τον πρόλαβε στην πόρτα και τον αγκάλιασε από πίσω.
”Σε είδα πως ζήλεψες χτες βράδυ”! Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του Βασίλη και πριν προλάβει να ελέγξει την οργή του, γύρισε και της άστραψε μια σφαλιάρα τόσο δυνατή, που την πέταξε δυο μέτρα μακριά. Ο πόνος ήταν μεγάλος, όμως δεν συγκρίνονταν με την ταπείνωση που ένοιωσε η Μαριγώ. Όλη η ερωτική διάθεση, έσβησε ξαφνικά και τη θέση της πήρε το μίσος και η ανάγκη για εκδίκηση!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου