ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2023

ΣΑΝ ΨΕΜΑ Η ΑΛΗΘΕΙΑ (ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 9η συνέχεια)

Δείτε εδώ τα προηγούμενα

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


Και οι ευκαιρίες γιαυτό πολλές. Παθητικοί ομοφυλόφιλοι διατεθειμένοι να πληρώσουν για να ικανοποιήσουν το πάθος τους, πάντα υπήρχαν. Ιδίως αυτή την περίοδο που το νησί γέμιζε με τουρίστες ντόπιους και ξένους.

Έβαλε το κολλητό του παντελόνι και μπόλικη κολόνια επώνυμου οίκου που αγόρασε πρόσφατα και βγήκε στο κυνήγι. Τον σταμπάρισε από μακριά! Δεν του ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει τους αναζητητές της εφήμερης περιπέτειας. Στην ηλικία του περίπου, από αυτούς που

δύσκολα καταλαβαίνεις πως δεν είναι αυτό που δείχνουν. Τον πλησίασε δίχως να κρατήσει καν τα προσχήματα.

“Πόσα;”, τον ρώτησε ψυχρά.

Ο ξένος τον κοίταξε ερευνητικά. Δεν του γέμιζε το μάτι, παρόλο που τον έβρισκε αρκετά ελκυστικό.

“Προτιμώ κάποιον λιγότερο κυνικό!", του απάντησε.

“Δεν είσαι σε θέση να διαλέγεις!”, τον σταμάτησε. “Πεθαίνεις να σε πηδήξω, κι αυτό κοστίζει!”.

Ο ξένος υποχώρησε νικημένος από τον πόθο του για τον όμορφο νεαρό. “Δεν είμαι κανένας πλούσιος. Εκατό δραχμές είναι καλά;”.

Ο Πετρής γέλασε προκλητικά. “Με τριακόσιες αρχίζουμε να το συζητάμε”

“Δεν έχω τόσα. Εκατό πενήντα και το ρολόι μου. Θα πιάσει πάνω από εξήντα δραχμές”. Δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί πολύ. Καλά λεφτά για πέντε δέκα λεπτά δουλειάς, που στο κάτω κάτω δεν του ήταν και δυσάρεστη!

“Που θα πάμε”, τον ρώτησε και εκείνος σήκωσε αμήχανα τους ώμους.

“Μένω σε ένα δωμάτιο που μου νοίκιασε μια χήρα. Δεν νομίζω πως είναι καλή ιδέα να πάμε εκεί. Μπαινοβγαίνουν κι αυτή και τα παιδιά της σπίτι”.

Ο Πετρής το σκέφτηκε για λίγο. Το μισοερειπωμένο σπίτι στο έμπα του χωριού του φάνηκε η μόνη λύση. Τόσο το καλύτερο. Στα όρθια και γρήγορα.

“Πάμε”, του είπε επιτακτικά και ο ξένος τον ακολούθησε υπάκουα.

Κανείς τους δεν αντιλήφθηκε τον Δήμο που τους ακολούθησε από απόσταση. Πάντα υποψιαζόταν πως το έκανε αυτό ο Πετρής, αλλά τώρα το έβλεπε με τα μάτια του, Ένας κόμπος του ανέβηκε στο λαιμό. Ήξερε πως ήταν αδύνατο να συνεχιστεί επ΄άπειρον η ολέθρια σχέση τους, όμως όσο το συνειδητοποιούσε τόσο τον πόναγε. Γιατί τους πήρε στο κατόπι δεν ήξερε. Ίσως να ήλπιζε πως κατάλαβε λάθος και τίποτα από αυτά δεν συνέβαινε. Όχι πως το πίστευε κιόλας. ΄Γνώριζε πολύ καλά τον αδελφό του και το που μπορούσε να φτάσει!

Τους είδε να μπαίνουν στα χαλάσματα και δεν είχε πια καμιά αμφιβολία για το τι θα ακολουθούσε. Μια αρρωστημένη επιθυμία να παρακολουθήσει την συνέχεια, τον έστειλε πίσω από το ξεχαρβαλωμένο παράθυρο, από όπου είχε την ευκαιρία να βλέπει χωρίς να τον καταλάβουν.

Και μπορεί αυτοί πραγματικά να μην τον είδαν, τον είδε όμως η Υπαπαντή! Παραξενεμένη η μάνα για το τι κάνει σκαρφαλωμένος στα μπάζα του χαμόσπιτου, πλησίασε να τον ρωτήσει. Το ένστικτό της την προειδοποίησε να το κάνει όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, Τον άγγιξε στον ώμο και τον ξάφνιασε τόσο που έχασε την ισορροπία του και κόντεψε να πέσει. Το ξάφνιασμα όμως της Υπαπαντής ήταν πολύ μεγαλύτερο. 

Η εικόνα που αντίκρισε στο βάθος του δωματίου την έκανε να χάσει το χρώμα της! Όλα θα μπορούσε να τα περιμένει από τον προκομμένο της, αυτό όμως ξεπερνούσε τα όρια. Με μια ψυχραιμία που και η ίδια δεν μπορούσε να πιστέψει, συγκράτησε την κραυγή που ήταν έτοιμη να βγει από το στόμα της και να μαζέψει εκεί όλο το χωριό. Άρπαξε από το μπράτσο τον Δήμο και τον έσπρωξε να φύγουν. 

“Το έχει ξανακάνει;”, τον ρώτησε μόλις απομακρύνθηκαν αρκετά. 

“Δεν ξέρω”, απάντησε μετά από μερικές στιγμές σιωπής. “Τυχαία τους είδα και μου φάνηκε περίεργο που έφυγε μαζί με έναν άγνωστο. Έτσι τους ακολούθησα”. 

“Είσαι σε μια ηλικία που μάλλον θα ξέρεις τι έκαναν. Έγκλημα! Και όπως καταλαβαίνεις πρέπει να το κρατήσουμε μυστικό!”, τον συμβούλεψε. ¨Ο κόσμος εδώ δεν ανέχεται τέτοιες βρωμιές και δεν θα έχουμε που να σταθούμε!”.

Ο Δήμος έσκυψε το κεφάλι. Συλλογίστηκε με τρόμο τι θα συνέβαινε αν μάθαιναν και τα χειρότερα. Το δικό του μυστικό! 

Με το που έφτασαν σπίτι η Υπαπαντή κατέβασε από την ντουλάπα την βαλίτσα και άρχισε να την γεμίζει με τα ρούχα του Πετρή.                                                                                    

“Δεν έχει θέση εδώ το παλιόπαιδο!”, μονολόγησε, “Ας ξεκουμπιστεί και όπως έστρωσε ας κοιμηθεί!” Πονούσε η καρδιά της και μόνο στη σκέψη πως τον έδιωχνε, αλλά η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο και έπρεπε να προστατέψει τα υπόλοιπα παιδιά της. 

Ο Δήμος την κοιτούσε αποσβολωμένος. Αυτή την εξέλιξη δεν την περίμενε με τίποτα. Πίστευε πως με δυο τρία χαστούκια και έναν άγριο καυγά θα τελείωναν όλα. Και τώρα τι; Ο Πετρής θα έφευγε μπορεί και για πάντα και αυτός πως θα ικανοποιούσε το πάθος του; Μπορούσε να κάνει υπομονή αρκετό καιρό, αλλά το “πάντα” δεν θα ήταν δυνατόν να το παλέψει. Προσπάθησε να της αλλάξει γνώμη. 

“Που θα πάει ρε μάνα μόνος; Αλήτης θα καταντήσει!”

.”Γιατί τώρα τι είναι!”, τον αποπήρε εκείνη. “Ένας αλήτης και μισός, που μόνο μ΄αυτόν τον τρόπο υπάρχει ελπίδα να γίνει άνθρωπος!”. 

Ο Δήμος εγκατέλειψε την μάταιη προσπάθεια να την μεταπείσει. Ίσως η Αναστασία να τα κατάφερνε καλύτερα. Όμως τίποτα δεν άλλαξε ούτε με την παρέμβαση της Αναστασίας, ούτε με τα παρακάλια του Αργύρη. Ανένδοτη η Υπαπαντή. Το ίδιο βράδυ που γύρισε ο Πετρής, του έδωσε τη βαλίτσα και με ένα ξερό”φύγε” τον έδιωξε για πάντα από το σπίτι και από τις ζωές τους. Δίχως εξηγήσεις, δίχως σκηνές, μόνο με μια περιφρόνηση που ξεχείλιζε από όλο το είναι της. Μα ούτε κι αυτός ζήτησε να μάθει το λόγο της οργής της. Δεν χρειαζόταν, κατάλαβε αμέσως με το που είδε την απόγνωση στα μάτια του Δήμου.  

Εδώ συνεχίζετε το μυθιστόρημα: Ολα τα θυμάμαι σου λέω!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου