Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Δεν είχε χρόνο αλλά και τη δυνατότητα να επεξεργαστεί τόσα περίεργα γεγονότα μαζεμένα, κι έτσι αρκέστηκε να τα αφήνει να συμβαίνουν, παρακολουθώντας τα απλά σαν θεατής. Όταν την πλησίασε ο Βασίλης, οι αντοχές της έφτασαν στα όρια τους.
“Είσαι καλά”; τη ρώτησε με αγωνία, καθώς την είδε έτσι χλωμή και ταραγμένη. Κατέβασε τα μάτια στη γη για να μην συναντήσει τα δικά του.
“Δεν τις μπορώ τις κηδείες”, κατάφερε να ψελλίσει, και γύρισε το πρόσωπό της για να μην
δει τα δάκρυά της. Την αγκάλιασε τρυφερά και ένοιωσε να ανατριχιάζει σύγκορμη. Ποθούσε να τον αγκαλιάσει και εκείνη, και θα το έκανε με όλες τις συνέπειες,, αν δεν ερχόταν κοντά τους η Βασίλαινα! “Μην ακολουθήσετε στο νεκροταφείο”, τους είπε, “Αρκετά ταράχτηκε η Μαριγώ”!Ο Βασίλης την κοίταξε, περιμένοντας την αντίδρασή της. Συμφώνησε με ένα νεύμα.
“Θα περιμένουμε στο καφενείο για τον καφέ, εκεί θα μας βρεις”.
Απομακρύνθηκε η Βασίλαινα, ακολουθώντας την πομπή, και οι δυό τους αγκαλιασμένοι ακόμη προχώρησαν προς το καφενείο. Το χέρι του της χάιδευε απαλά τη μέση, και η Μαριγώ φοβήθηκε πως θα λιγοθυμήσει από την πρωτόγνωρη αίσθηση που της προκαλούσε αυτό το χάδι. Είχε ξεχάσει πια όλα τα τελευταία που είχαν συμβεί, και όλο της το είναι είχε επικεντρωθεί στον παράφορο όσο και παράνομο έρωτά της.
“Δεν θα κάτσω στον καφέ”, του είπε ξαφνικά, “δεν είμαι στα πολύ καλά μου. Θα πάω σπίτι να ξαπλώσω”.
“Να πας”, της είπε μαλακά, “Πέρασες πολλά αυτές τις μέρες”!
Έφυγε σαν κυνηγημένη, με τις σκέψεις μπερδεμένες, για αυτή την απότομη αλλαγή, που ήρθε στη ζωή της έτσι στα ξαφνικά. Έφτασε σπίτι και η πρώτη της ενέργεια ήταν να ανάψει το θερμοσίφωνο. Ένα ζεστό ντους ήταν ότι καλύτερο αυτή την ώρα. Έβγαλε τα ρούχα της και γυμνή μπήκε στο μπάνιο. Κοιτάχτηκε στον μεγάλο καθρέφτη. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τον εαυτό της εντελώς γυμνό. Η έμφυτη ντροπή της, δεν της είχε επιτρέψει κάτι τέτοιο ως τώρα! Όμως αυτά άλλαξαν από τη στιγμή που είδε τον Βασίλη όχι ως πατέρα, αλλά ως άντρα. Χάιδεψε το στήθος της. Κανένα σημάδι δεν φαινόταν, ούτε στο πλευρό της, ούτε και στα χέρια της,
Εξαφανίστηκαν το ίδιο ξαφνικά, όπως είχαν εμφανιστεί. Οι θηλές της είχαν ερεθιστεί και ορθώνονταν προκλητικά. Συνέχισε να εξερευνά το κορμί της, όπως δεν είχε κάνει ποτέ πριν. Κατέβασε το χέρι χαμηλά, ανάμεσα στα πόδια της και έτριψε το ερεθισμένο της αιδοίο. Συνέχισε αρκετή ώρα βογκώντας,, ώσπου με μια πνιχτή κραυγή έφτασε στην κορύφωση. Σε μια πρωτόγνωρη ηδονή, που ξεπερνούσε οτιδήποτε άλλο είχε νοιώσει μέχρι τώρα. Μπήκε στη μπανιέρα και άφησε το χλιαρό νερό να τρέξει επάνω της. Με ένα φόβο ανάμεικτο με την ντροπή που επέστρεψε, θέλησε να ξεπλύνει τις ενοχές που αισθανόταν, με αυτό.
Το νερό όμως ξεπλένει μόνο το σώμα. Δεν έχει καμιά επίδραση στους λεκέδες της ψυχής, και έτσι αυτοί παρέμειναν ανεξίτηλοι εκεί να την βρωμίζουν. Τυλιγμένη στο μπουρνούζι βγήκε από το μπάνιο και μπήκε στην κάμαρα της. Φόρεσε ότι βρήκε πρόχειρο. Μιας και το νερό δεν κατάφερε να καθαρίσει τις κηλίδες που λέρωναν την ψυχή της, αποφάσισε να το κάνει με τον άλλο τρόπο. Αυτόν που μέχρι τώρα χρησιμοποιούσε, όταν κάτι πήγαινε στραβά. Την προσευχή. Έπεσε στα γόνατα, έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να επικοινωνήσει με το Θεό, όπως είχε κάνει αμέτρητες φορές στο παρελθόν. Αυτή τη φορά όμως οι ουρανοί φαίνεται πως ήταν κλειστοί! Τίποτα από όσα προσπαθούσε να πει δεν έφτανε στο θρόνο Του. Λόγια κενά, ανούσια, έβγαιναν μηχανικά από το στόμα της, χωρίς τη συντριβή που απαιτείται για να μιλήσεις στη Θεότητα και να σε ακούσει! Σηκώθηκε με την καρδιά πιο βαριά από πριν. Τίποτα δεν μπορούσε να τη βοηθήσει να βγει από την απελπισία που την τύλιγε. Με αργά βήματα κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, την ίδια στιγμή που έμπαιναν οι γονείς της με έναν άγνωστό της άντρα.
”Την κόρη μου τη Μαριγώ ασφαλώς δεν θα τη θυμάσαι”, είπε ο Βασίλης στο νεοφερμένο.”Λίγων μηνών ήταν όταν έφυγες από το χωριό”. Και ύστερα γυρνώντας προς το μέρος της. ”Από δω ο Κώστας, ανιψιός του Λουκά. Του μπάρμπα Γιάννη γιος”.
“Χαίρω πολύ”, τον χαιρέτησε μάλλον ψυχρά.
" 'Όλη η χαρά δική μου Μαριγώ! Δεν ήξερα ότι βγάζει τόσο όμορφα κορίτσια το χωριό μας”! Δεν του απάντησε. Αυτές οι φλύαρες φιλοφρονήσεις των αρσενικών την κούραζαν, και ο Κώστας δεν αποτελούσε εξαίρεση. Την άφηνε παγερά αδιάφορη, αν και δεν τον έλεγες άσχημο.
”Θα καθίσεις να τσιμπήσουμε κάτι. Πρώτη φορά στο σπίτι μας”, πρότεινε η Βασίλαινα.
“Μην σας βάζω σε κόπο”!
“Σε καλό σου! Τι τρία πιάτα, τι τέσσερα”! Κάθισαν στο τραπέζι, και οι γυναίκες ετοίμασαν το φαγητό. Μπριαμ με λαχανικά από το περιβόλι τους και φέτα.
“Νηστεύουμε όλη τη Σαρακοστή”, δικαιολογήθηκε η Βασίλαινα.” Πάλι αν θες σου ετοιμάζω κάτι άλλο”.
“Όλα καλά! Τα λαδερά είναι το καλύτερο μου, ούτως ή άλλως”! Έφαγαν με όρεξη, κουβέντιασαν διάφορα, και ήπιαν μπόλικο κρασί. Ο Κώστας δεν πήρε στιγμή τα μάτια του από τη Μαριγώ, και ο Βασίλης δεν είναι από αυτούς που θα του διέφευγε κάτι τέτοιο! Θύμωσε με την αδιακρισία του, όμως δεν το έδειξε. Τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή, που δήθεν αδιάφορα, αυτός άπλωσε το χέρι και την αγκάλιασε από τους ώμους. Άστραψε το μάτι του Βασίλη! Τέτοια προσβολή μέσα στο ίδιο του το σπίτι! “Μεγάλη μαλακία που τον έφερα εδώ”, σκέφτηκε. Και αμέσως γυρνώντας στη Μαριγώ.
“Μου φέρνεις τα τσιγάρα κόρη μου”;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου