Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Ο καινούργιος ταχυδρόμος, που ήρθε στη θέση του Μηνά όταν αυτός ζήτησε και πήρε μετάθεση μετά τα γεγονότα, στάθηκε αναποφάσιστος στο σταυροδρόμι.
“Μαρία Νομικού”, μονολόγησε, Ποιο διάολο είναι το σπίτι της”; Φώναξε δυνατά το όνομα και περίμενε λίγο. Η Μαριγώ φάνηκε στην πόρτα. “Η Μαρία Νομικού”; τη ρώτησε. “Η ίδια”. “Έχεις ένα συστημένο, από Αθήνα”.
Υπέγραψε το χαρτί του
ταχυδρόμου και πήρε το φάκελο. Όπως το φανταζόταν ήταν από τη Ρηνιώ. Το άνοιξε και διάβασε με λαχτάρα τα νέα της φίλης της. Της έγραφε για την καινούργια της ζωή, το σπίτι που νοίκιασε στα Πατήσια και τη δουλειά που βρήκε σε ένα μαγαζί με γυναικεία ρούχα.Ευτυχώς όλα πήγαν καλά, τη διαβεβαίωνε και την παρακαλούσε να μεταφέρει τα νέα της στην παπαδιά, γιατί φοβόταν πως αν έστελνε στην ίδια γράμμα, ο παπάς θα το έσκιζε πριν το διαβάσουν. Χαμογέλασε η Μαριγώ με τα καλά νέα: ”Μπράβο Ρηνούλα, τα κατάφερες! Έπρεπε τώρα να τρέξει να μεταφέρει τα μαντάτα στην παπαδιά. Την βρήκε μόνη στην κουζίνα, να βάφει τα κόκκινα αυγά. ¨Όχι πως είχε όρεξη για κάτι τέτοιο, μα το επέβαλε το έθιμο.
“Καλώστην Μαριγώ μου”, τη χαιρέτισε σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά της. “Ποιος καλός άνεμος σε φέρνει στο σπιτικό μας”; Της είπε για το γράμμα, για το πως τα περνάει η Ρηνιώ στην καινούργια της ζωή. Δάκρυσε η παπαδιά από λύπη μα και χαρά μαζί.
“Που βρίσκεται”, ρώτησε με φωνή σπασμένη απ΄τη συγκίνηση, ΄΄Έχει τηλέφωνο; Να της μιλήσω, να της στείλω ένα γράμμα”!
“Μήτε και εγώ ξέρω”, της είπε ψέματα η Μαριγώ όπως της είχε ζητήσει η φιλενάδα. “Δεν μου έγραψε διεύθυνση, μα θα μου ξαναγράψει σύντομα λέει”.
”Να είσαι καλά παιδί μου“, την ευχαρίστησε, “και όταν έχεις νέα, έλα πάλι να σε χαρώ”! Της το υποσχέθηκε., και αφού πήρε τα αυγά και τα κουλουράκια που της πρόσφερε, της ευχήθηκε καλό Πάσχα, και πήρε το δρόμο για το χωράφι. Άλλη μια μέρα που θα περνούσαν σαν δυο ξένοι, με τον Βασίλη. Μέρες τώρα δεν αντάλλαζαν ούτε κουβέντα, ακόμα και για τα στοιχειώδη. Από μια μεριά αυτό ήταν καλό, γιατί δεν έφερνε κανένα σε δύσκολη θέση. Ο πόθος της είχε πια σβήσει εντελώς. Όχι όμως και η δίψα της να εκδικηθεί! Μπροστά στης γιαγιάς σταμάτησε. Άνοιξε την αυλόπορτα και μπήκε. “Γιαγιά”, φώναξε, ”γιαγιάκα”!
'Έλα παιδί μου”, της απάντησε από το πίσω μέρος του σπιτιού. “Εδωνά είμαι”!
Την βρήκε να απλώνει τη μπουγάδα της. “Καλημέρα, καλή Ανάσταση”! “Να είσαι καλά παιδί μου! Και του χρόνου”! Είπανε για λίγο τα δικά τους κι ύστερα της ζήτησε να κόψει λίγα λουλούδια για τον Σταυρωμένο. ”'Όσα θέλεις”, της είπε πρόσχαρα, “Όλα αν θες κόφτα! Δικά Του είναι έτσι κι αλλιώς”! Την ευχαρίστησε και άρχισε να κόβει τα πιο όμορφα. Τριαντάφυλλα, γαρίφαλα, βιολέτες. Αφού τελείωσε το μάζεμα, ξανάρθε στο νου της η φωτογραφία που βρήκε τις προάλλες. Με όλα αυτά που μεσολάβησαν σχεδόν την είχε ξεχάσει. Αναρωτήθηκε πως θα μπορούσε να μάθει ποιος είναι ο νεαρός που απεικόνιζε. Να ρωτήσει τη γιαγιά ούτε λόγος. Ούτε βέβαια το Βασίλη, κυρίως μετά από αυτά που έγιναν τις τελευταίες μέρες! Έμενε μόνο η μάνα, και μάλλον αυτήν θα ρωτούσε, αν και ήταν λίγο διστακτική. Πήρε τα λουλούδια στην αγκαλιά της και ξεκίνησε να φύγει. “Ευχαριστώ γιαγιά! Και του χρόνου”!
“Στο καλό κόρη μου! Θα σας δω το βράδυ στην εκκλησιά¨!
Έφτασε στο χωράφι και αφού γέμισε νερό τον κουβά, έβαλε μέσα τα λουλούδια για να κρατήσουν τη φρεσκάδα τους. Ο Βασίλης δεν φαινόταν πουθενά. Τελικά τον είδε να συζητάει με τον Αποστόλη, που είχε τα χτήματα του πλάι στα δικά τους. Ο Αποστόλης την είδε κι αυτός και της φώναξε να πλησιάσει. “Δεν έπρεπε να είσαι σπίτι να βοηθάς τη μάνα σου; Ο Βασίλης μια χαρά τα καταφέρνει και μόνος του. Δεν έχει δα και πολλές δουλειές αυτό τον καιρό. Εξ άλλου, θα έχετε και καλεσμένους για το Πάσχα, οπότε σίγουρα η Βασίλαινα σε χρειάζεται περισσότερο”!
“Καλεσμένους”; απόρησε η Μαριγώ, “δεν έτυχε να ακούσω τίποτα”!
“Μα μόλις τώρα δα μας κάλεσε ο πατέρας σου, δηλαδή εμένα και τον ανεψιό μου, που θα έρθει για τρεις τέσσερις μέρες στο νησί¨.
“Καλώς να ορίσετε τότε! Οπότε καλά είναι να πηγαίνω, έχεις δίκιο κυρ Αποστόλη”. Δεν έστρεψε ούτε μια στιγμή τα μάτια της προς τον Βασίλη, όπως ούτε κι εκείνος άλλωστε. Ευτυχώς ο Αποστόλης δεν έδειξε να το πρόσεξε. Χαιρέτησε με ένα ουδέτερο “καλή δουλειά”, πήρε τα λουλούδια και κίνησε για το σπίτι.
Πίσω στο χωριό η Βασίλαινα, μόλις γύρισε από την εκκλησία, άναψε το καντήλι και αφού θύμιασε όλο το σπίτι, έπιασε τις δουλειές. Ξεσήκωσε τα σκεπάσματα, τα τίναξε κι ύστερα τα άπλωσε να αεριστούν. “Θέλουν και τα στρώματα γύρισμα”, σκέφτηκε, “άντε να με πιάσει πάλι η ρημάδα η μέση μου”! Καθώς σήκωνε το στρώμα της Μαριγώς για να το γυρίσει, είδε τη φωτογραφία. Κοκάλωσε! Το αίμα πάγωσε στις φλέβες της!
“Δεν είναι δυνατόν”! Της ξέφυγε. Την κοίταξε καλά, αυτός ήταν! Τρομοκρατήθηκε! “Που τη βρήκε1 ποιος της την έδωσε”; Την έκρυψε βιαστικά στην ποδιά της.”Χριστέ μου¨, μουρμούρισε, “μην πάρει χαμπάρι ο Βασίλης”! Βάλθηκε γρήγορα να γυρίσει το στρώμα πριν φανεί η μικρή. “Θα έχουμε μπελάδες πασχαλιάτικα”, σκέφτηκε, “Ο Θεός να φυλάει”! Ίσα που πρόλαβε να βγει από το δωμάτιο, όταν μπήκε η Μαριγώ. Της είπε για τους καλεσμένους, για το γράμμα της Ρηνιώς. Η Βασίλαινα άκουγε και δεν άκουγε. Το μυαλό της δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τη φωτογραφία!
“Μ΄ακούς μάνα ή μιλάω μόνη μου”;
” Ναι σε ακούω κόρη μου, αλλά να, μου έπεσε ξαφνικό αυτό με τους καλεσμένους. Ας είναι, ώρα να βάλουμε μπροστά, γιατί έχουμε του κόσμου τις δουλειές”!
Αργά το απόγευμα που ήρθε ο Βασίλης, τις βρήκε ακόμα με τις ποδιές. “Τελειώνετε πια, όπου νάναι θα σημάνει”. Έστρωσε η Βασίλαινα πρόχειρο τραπέζι. Ελιές, ντομάτα, ψωμί. Απόφαγαν και ετοιμάστηκαν για την εκκλησία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου