Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
“Λέγαμε της Μαρίας για έναν φίλο που γιορτάζει και μας κάλεσε”, μίλησε η Μαρίνα. “να την παίρναμε μαζί μας”.
Γύρισε και κοίταξε τη Μαριγώ. Το βλέμμα του δεν είχε καμιά αγριάδα.
“Σαν θέλεις, να πας”!
“Δεν θέλω, δεν έχω διάθεση”! Σήκωσε αυτός τους ώμους, σαν να έλεγε,
δεν φταίω εγώ. Αποχαιρέτησαν τα παιδιά και κίνησαν για το σπίτι. Η Βασίλαινα απόμεινε πίσω, να κερνάει λουκούμια και καφέδες, όσους έβγαιναν από την εκκλησία, για τη γιορτή της.”Γιατί δεν πας”; τη ρώτησε ο Βασίλης.
“Δεν μπορώ, σήμερα είδα το χάρο μπροστά μου! Δεν μπορώ”!
Άπλωσε το χέρι και την αγκάλιασε από τους ώμους. Τούτη τη φορά, δεν τον απέφυγε. Μια ζεστασιά που δεν είχε ξανανιώσει της έφερε σε όλο το κορμί, αυτό το άγγιγμα. Περπάτησαν έτσι αγκαλιασμένοι αρκετή ώρα, αμίλητοι, ώσπου έφτασαν σπίτι. Του έφτιαξε καφέ η Μαριγώ.
“Θέλεις να πιάσεις τίποτα”; τον ρώτησε. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Έβαλε και για τον εαυτό της μια κούπα γάλα και κάθισαν στο τραπέζι. Ο Βασίλης άνοιξε την τηλεόραση. Έδειχνε την παρέλαση από την Αθήνα.
”Για δες ρε παιδί μου κάτι πράγματα”! ψιθύρισε με θαυμασμό, καθώς είδε τους πυραύλους, να περνάνε μπροστά από τους επίσημους. “Ένας από δαύτους μπορεί να κάνει σκόνη το χωριό! Μην σου πω το νησί ολάκερο”! Ήταν στις καλές του σήμερα. Η Μαριγώ ευχαρίστησε το Θεό. Απόμεινε κι αυτή να χαζεύει την παρέλαση. Περνούσαν τώρα οι ανάπηροι πολέμου, πάνω στα καροτσάκια τους, που έσερναν χαμογελαστές νοσοκόμες.
“Αυτά κάνουν οι πυραύλοι”, θέλησε να του πει, μα το κατάπιε μην τον αγριέψει πάλι. Μπήκε εκείνη την ώρα η Βασίλαινα, κρατώντας ένα μεγάλο κομμάτι άρτο.
“Καλημέρα”, τους είπε και τους έκοψε από λίγο, “βοήθειά μας”! Έφαγαν τον άρτο και ο Βασίλης άναψε τσιγάρο.
”Περίμενε χριστιανέ μου να κατέβει ο άρτος! Αμαρτία είναι”! τον αποπήρε. Την αγριοκοίταξέ μα δεν μίλησε. Δίκιο είχε!
“Πάω και γω”, ξανάπε η Βασίλαινα, “το φαγητό το έχω έτοιμο. Φάτε αν αργήσω¨. Η Μαριγώ την ακολούθησε ως την πόρτα.
“Να έρθω μαζί σου”;
“Όχι καλή μου, αρκετά μαύρισε η ψυχή σου”!
Έφυγε κι η Μαριγώ ξαναγύρισε στο τραπέζι. Δεν θα είχε μακρύνει πολύ η Βασίλαινα, όταν ακούστηκε η καμπάνα να κτυπάει πένθιμα. “Αυτό ήταν, τελείωσε”, είπε ο Βασίλης και σταυροκοπήθηκε. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της, μα το σκούπισε βιαστικά. “Θεός σχωρέστην”, ψιθύρισε.. Πήρε ο Βασίλης την κανάτα και ήπιε μονορούφι ένα ρακοπότηρο.
Μια κρύα απελπισία τους χάιδευε τη ραχοκοκαλιά, όπως το πετραχήλι του παπά, χαϊδεύει τους ώμους των μελλοθάνατων, στην τελευταία εξομολόγηση! Αυτή η απελπισία που νοιώθουν οι άνθρωποι μπροστά στο θάνατο. Η αδυναμία να τον καταλάβουν, να τον δεχτούν! Απελπισία και μαζί μια ξέφρενη διάθεση για ζωή!
Κάποιος κτύπησε την πόρτα. Άνοιξε η Μαριγώ, ήταν ο Μανόλης.
“Ζωή σε λόγου μας”, ευχήθηκε. “Ζωή σε σας”, του απάντησαν με μια φωνή. Κάθισε μαζί τους. Έφερε η Μαριγώ ξεροτήγανα και ξερή μουσταλευριά. Γέμισαν τα ρακοπότηρα. “Στην υγειά μας”! Τα κατέβασαν με μιας. Τα γέμισαν και πάλι. Δυό φορές, τρεις. Κόντεψε να αδειάσει η κανάτα.
“Φέρε την νταμιτζάνα”, διέταξε ο Βασίλης. Κάτι πήγε να πει η Μαριγώ, μα το μετάνοιωσε αμέσως. Τους την έφερε. Πιάσαν τα νεροπότηρα τώρα. Γέμιζαν, τσούγκριζαν. “Στην υγειά μας”! Ήρθαν στο κέφι, μέθυσαν! Αρχινήσανε το τραγούδι, ”Γλέντα τη ζωή, όλοι δυο μέτρα παίρνουν γη”. Κάναν τον σταυρό τους οι χωρικοί απέξω, που πήγαιναν για το σπίτι του Λουκά.
“Ήμαρτον Κύριε! Λωλάθηκαν εκεί μέσα! Γλέντι τον έκαναν τον θάνατο”, μουρμούρισε ο Αποστόλης που πήγαινε κι αυτός για τα συλλυπητήρια.
Η ρακή τους έκαψε τα σωθικά. “φέρε κάτι να φάμε”, πρόσταξε ο Βασίλης. Η Μαριγώ έστρωσε το τραπέζι. Έφερε τα ψάρια, σαλάτα και ψωμί. Σηκώθηκε παραπατώντας ο Βασίλης να φέρει κρασί. Τύφλα στο μεθύσι, κουτρουβάλησε στις σκάλες που οδηγούσαν στο υπόγειο! Τρόμαξε η Μαριγώ, πως θα έμενε στον τόπο. Μα εκείνος σηκώθηκε στη στιγμή! Κλώτσησε με θυμό τη σκάλα, σάμπως εκείνη να έφταιγε που δεν τον υπάκουαν τα πόδια του! Έβαλε κρασί και ανέβηκε. Ο Μανόλης είχε αποκοιμηθεί στο τραπέζι! Τον ταρακούνησε να ξυπνήσει.
“Ρε συ, ψόφησες κιόλας ρε! Ου να μου χαθείς”! Κίτρινος σαν το φλουρί ο Μανόλης, σήκωσε το κεφάλι. Όλο το σπίτι γύριζε στα μάτια του. Το στομάχι του είχε ανέβει στο λαιμό! Δεν άντεξε άλλο, πετάχτηκε στην αυλή και έκανε εμετό. Κάθισε στο πεζούλι να συνεφέρει. Είχε πάρει να ψιλοβρέχει κι εκείνος, διπλωμένος στα δυο, βλαστημούσε τη ρακή και όλα τα ποτά του κόσμου!
“Να ρε, να!, τον μούτζωσε από μέσα ο Βασίλης, “σε πίνει ρε, δεν το πίνεις! Ψοφίμι είσαι ρε”! Και συνέχισε το φαγοπότι. Είχε ξεχάσει πια και θάνατο και πίκρες. Ένα ποτήρι κρασί, που άδειαζε ασταμάτητα, είχε γίνει όλος ο κόσμος του.
“Έλα να χορέψουμε”, φώναξε στη Μαριγώ, ακούγοντας στην τηλεόραση νησιώτικους σκοπούς.
Πως να του το αρνηθεί; Σ΄αυτή την κατάσταση που ήταν, ούτε που το σκέφτηκε καν! Στάθηκε απέναντι του και άρχισαν το χορό. Χόρευε μηχανικά στην αρχή, δίχως να συμμετέχει η ψυχή της. Σιγά σιγά όμως την συνεπήρε ο ρυθμός. Καμάρωνε τον πατέρα της που χόρευε λεβέντικα. Αν κάποιος τους έβλεπε έτσι που κοιτάζονταν στα μάτια, θα πίστευε πως ήταν τρελά ερωτευμένοι!΄
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου