ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Τετάρτη 12 Ιουλίου 2023

ΣΑΝ ΨΕΜΑ Η ΑΛΗΘΕΙΑ (ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 6η συνέχεια)

Δείτε εδώ τα προηγούμενα

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα

“Πάω μια βόλτα”, είπε βραχνά. Βαρέθηκα εδώ μέσα”, και γρήγορα γρήγορα πετάχτηκε έξω. Πήρε πάλι το δρόμο για τον Πύργο. “Σήμερα! Σήμερα πρέπει να γίνει!”, μονολόγησε. “Δεν πάει άλλο!”. Περιπλανήθηκε άσκοπα ανάμεσα στα σπαρμένα χωράφια με τις ξερολιθιές μέχρι που τα πόδια του δεν τον κρατούσαν άλλο και κάθισε εξαντλημένος σε μια πεζούλα. Είχε μεσημεριάσει πια και θα ήθελε τουλάχιστον μισή ώρα να γυρίσει πίσω. 

“Δεν αντέχω άλλο!”, φώναξε δυνατά,

“Θα το κάνω και ότι θέλει ας γίνει!”. 

 Έφτασε σπίτι όταν είχαν ήδη καθίσει όλοι στο τραπέζι.

 “Άργησες!”, τον επέπληξε η Υπαπαντή. “Και είσαι μέσα στα χώματα! Τράβα πλύσου και έλα να φάμε”. 

 Έφαγαν ήπιαν, οι άντρες κυρίως, και ήρθαν στο κέφι. “Κι αυτό το ραδιόφωνο τίποτα δεν έχει”, παραπονέθηκε ο Κωσταντής, “ένα μπάλο, ένα συρτό, κάτι βρε αδερφέ!”.

 ”Έννοια σου Κωσταντή και έχω εγώ τη λύση!” χαμογέλασε ο Νικολής.” Πικάπ έχεις θα φέρουμε τους δίσκους από το σπίτι και θα το κάψουμε!” Και γυρνώντας προς τον Πετρή. “Σύρε γιε μου να διαλέξεις μερικούς”. Υπό άλλες συνθήκες ο Πετρής θα τον διαολόστελνε, έστω και από μέσα του, όμως τώρα βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε. Σηκώθηκε και με ένα νεύμα έγνεψε του Δήμου να τον ακολουθήσει. “Καλά δυο άτομα θα πάτε για να φέρετε λίγους δίσκους;”, απόρησε η Υπαπαντή. 

 “Να ξεμουδιάσουμε λίγο¨, απάντησε κοφτά ο Πετρής. 

 “Έρχομαι και εγώ!”, πετάχτηκε ο Αργύρης. “Να κάτσεις στα αυγά σου!”, τον αποπήρε άγρια ο Πετρής και ο Αργύρης μαζεύτηκε.

Ο Δήμος τον ακολούθησε απρόθυμα γιατί τον φοβόταν. Κατά βάθος ούτε καλημέρα δεν ήθελε να του λέει. Περπάτησαν αμίλητοι μέχρι το σπίτι. Άνοιξε την πόρτα ο Πετρής και έσπρωξε τον Δήμο στην κάμαρα.

 “Δεν είναι εδώ οι δίσκοι, στο δωμάτιο του μπαμπά είναι.”, τόλμησε να ψελλίσει. 

 “Σκάσε!”, τον διέταξε ενώ ταυτόχρονα του κατέβασε το παντελόνι και τον πέταξε στο κρεβάτι. Ξαναμμένος έπεσε πάνω του. ”Μην βγάλεις άχνα, το κατάλαβες; τσιμουδιά!” Τον χάιδεψε στους γλουτούς και με μια βίαιη κίνηση μπήκε μέσα του. Ο μικρός ούρλιαξε από τον πόνο μα πρόλαβε και του έκλεισε το στόμα με την παλάμη. 

 “Θα σου αρέσει θα δεις! Και μην φωνάζεις γιατί θα σου σπάσω τα μούτρα” , τον απείλησε. Ο Δήμος πονούσε φρικτά. Δάγκωνε τα χείλη του για να συγκρατήσει τις κραυγές οδύνης που προσπαθούσαν να βγουν από το ΄στόμα του και να ταράξουν την γαλήνη του ήσυχου χωριού.

Το μαρτύριο κράτησε αρκετά λεπτά, που για τον Δήμο φάνηκε αιωνιότητα. Πόνος αφόρητος, ντροπή, φόβος κυριαρχούσαν στο μυαλό του και διέλυαν τον ψυχικό του κόσμο. Όταν επιτέλους ο Πετρής τελείωσε το αποτρόπαιο έργο του και σηκώθηκε, απόμεινε κουβάρι σωστό ο Δήμος δίχως να έχει καν τη δύναμη να κουνηθεί από τη θέση του. Μια βουβή ικεσία  ανέβηκε σαν κόμπος στο λαιμό του: “Πάρε με τώρα Θεέ μου! Δεν θέλω να ζήσω πια μετά από αυτό!”. 

 Ο Πετρής του πέταξε ένα πατσαβούρι και διέταξε: “Σκουπίσω και ντύσου γρήγορα! Μας περιμένουν”. Μηχανικά ακολούθησε τις εντολές με τα μάτια γεμάτα δάκρυα και την ψυχή άδεια. Τι έφταιξε για να του συμβεί κάτι τέτοιο; Πως μπόρεσε αυτός ο δαίμονας με τη μορφή του αδερφού του να τον ταπεινώσει τόσο; Ερωτήματα που ούτε ο ίδιος ούτε και κανένας άλλος μπορούσε να απαντήσει. “Σταμάτα να κλαις μαλακισμένο!”, τον απείλησε και πάλι. “Και μην τολμήσεις και το πεις σε κανέναν γιατί πέθανες εκείνη την ώρα!”. Περιττή προειδοποίηση. Ο Δήμος προτιμούσε να πεθάνει παρά να υποστεί τέτοιο εξευτελισμό μπροστά στους γονείς και τ΄αδέρφια του, αλλά και σε όλη την μικρή κοινωνία. Με τρεμάμενα βήματα από τον πόνο και την ταραχή, τον ακολούθησε στην κάμαρα των γονιών. Πήρε ο Πετρής δυο-τρεις δίσκους έτσι στην τύχη και ξεκίνησαν για του Κωσταντή. Την ώρα που έβγαιναν από το σπίτι έπεσαν πάνω στον Αργύρη που ερχόταν εκείνη την ώρα. Τον είχε στείλει ο Νικολής να δει γιατί αργούσαν τόσο τα αδέρφια του. 

 “Γιατί αργήσατε;”, πρόλαβε να ρωτήσει πριν το παγωμένο βλέμμα του Πετρή του κόψει τη φόρα. “Ψάχναμε”, απάντησε ψυχρά τραβώντας ταυτόχρονα τον Δήμο που είχε κοκαλώσει στη θέση του, με σκυμμένο το κεφάλι. “Τον πείραξε το φαΐ”, ξαναείπε ο Πετρής. “Έφαγε λαίμαργα και του ανακάτεψε το στομάχι”.

Η Υπαπαντή πρόσεξε αμέσως πως κάτι συνέβη στον Δήμο. Μάνα ήταν, δεν γινόταν να περάσει απαρατήρητη η θλίψη και ο φόβος στα μάτια του παιδιού της! Η δικαιολογίες περί αδιαθεσίας λόγω του φαγητού δεν ήταν δυνατόν να την πείσουν. Δεν θέλησε να δώσει δικαιώματα μπροστά σε όλους και έτσι με πρόσχημα πως θα του βάλει θερμόμετρο βγήκαν από την σάλα. Οι φόβοι της πως κάτι πολύ σοβαρό είχε γίνει επιβεβαιώθηκαν μετά την πεισματική σιωπή του Δήμου στις ερωτήσεις της. Η τρομερή αλήθεια δεν μπορούσε ασφαλώς να της περάσει καν από το μυαλό, και έτσι υπέθεσε άλλη μια άσχημη συμπεριφορά του Πετρή απέναντι του. 

 “Άντε να παίξετε με τον μικρό”, τον παρότρυνε, “Να πάρεις καθαρό αέρα, θα σου κάνει καλό!”. 

Δεν περίμενε στιγμή ο Δήμος και έφυγε γρήγορα δίχως να περιμένει τον Αργύρη, που έτρεξε να τον προλάβει. 

 “Σταμάτα, λαχάνιασα!”, του φώναξε ξεθεωμένος, μα ο Δήμος άνοιξε πιο πολύ το βήμα του παρ όλους τους φρικτούς πόνους που ένιωθε σε κάθε κίνηση. Ακολούθησε το ανηφόρι για τον Πύργο κι ο Αργύρης αποκαμωμένος σταμάτησε να τον ακολουθεί.

Εδώ συνεχίζετε το μυθιστόρημα: Ολα τα θυμάμαι σου λέω!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου