Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Χόρεψαν αρκετή ώρα, δίχως να ανταλλάξουν κουβέντα. Μόνο τα μάτια τους μιλούσαν κι έλεγαν όσα δεν τους επέτρεπε ο εγωισμός να πουν. Θα συνέχιζαν ακόμη, αλλά άρχισαν οι διαφημίσεις και σταμάτησαν. Έπεσε βαρύς στον καναπέ ο Βασίλης, έτσι με τα ρούχα και βυθίστηκε αμέσως σε έναν βαθύ ύπνο. Η Μαριγώ συμμάζεψε την κουζίνα και ύστερα βγήκε για λίγο στην αυλή. Αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό το πάθος που διέκρινε στο βλέμμα του πατέρα της. Αυτή τη φλόγα στη ματιά του, πρώτη
φορά την έβλεπε! Την είχε ξαναδεί βέβαια πολλές φορές στα μάτια της Καλλιόπης, όταν της εξιστορούσε τους καινούργιους της έρωτες. Μα ήταν δυνατόν να είναι το ίδιο; Ήταν πατέρας κι αυτή η κόρη του! Κι ύστερα τι ήταν αυτό που ένοιωθε η ίδια; Αυτό το περίεργο φτερούγισμα στην καρδιά της, καθώς ξανάφερνε στο νου της, το βλέμμα του;“Σύνελθε”, είπε στον εαυτό της. “Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό”! Κάτι μέσα της όμως της έλεγε πως πραγματικά συνέβαινε, και το πιο παράξενο ήταν πως δεν της φαινόταν αποκρουστική η ιδέα! Μάλλον την ευχαριστούσε αυτό το άνομο συναίσθημα! Η ψύχρα ήταν αρκετή, κι η Μαριγώ έτρεμε, όμως παρόλα αυτά, μια περίεργη ζεστασιά τύλιγε όλο της το είναι. Δεν τολμούσε ούτε στον εαυτό της να το πει, όμως ναι, αισθανόταν ερωτευμένη με τον πατέρα της! Με ένα τρελό πάθος, ανεξήγητο και παράτολμο. Έτσι ξαφνικά, αγάπησε με τον λάθος τρόπο, τον ίδιο άνθρωπο που μόλις λίγες ώρες πριν, σχεδόν μισούσε! Χωρίς να το καταλάβει παρασυρμένη από τις σκέψεις της, βρέθηκε έξω από την εκκλησία.
“Τι κάνω”! Μονολόγησε, “Βοήθησε με Χριστέ μου, δεν πρέπει να συνεχίσει αυτό”! Κι όμως μέσα της ήξερε πως θα συνέχιζε, και η ίδια δεν θα προσπαθούσε να το σταματήσει. Πήρε πάλι το δρόμο για το σπίτι. Η ιδέα πως θα τον ξανάβλεπε την τρομοκρατούσε. Κι αν τα μάτια της πρόδιδαν ότι αισθάνεται; Πως να τον κοιτάζει και να δείχνει αδιάφορη; Όχι, δεν μπορούσε! Από εδώ και πέρα, τίποτα δεν θα είναι το ίδιο στη σχέση τους. Μπήκε στο σπίτι. .Ευτυχώς ο Βασίλης κοιμόταν ακόμη. Όσο πιο αθόρυβα μπορούσε πλησίασε και τον σκέπασε τρυφερά με την κουβέρτα. Ύστερα κλείστηκε στην κάμαρά της και έκλαψε, μέχρι που ήρθε ο ύπνος να την πάρει στην αγκαλιά του. Ένας ύπνος γεμάτος όνειρα και φαντασιώσεις, με τον απαγορευμένο έρωτα της!
Η κηδεία της κυρά Φωτεινής, μάζεψε κόσμο κι από τα γύρω χωριά. Αγαπητοί άνθρωποι κι αυτή και ο Λουκάς κι όλοι ήρθαν πρόθυμα για το τελευταίο αντίο. Ακόμα και οι παπάδες απ΄όλο το νησί ήλθαν. Η Μαριγώ, κάθισε δίπλα στη μάνα της, αποφεύγοντας έστω και να κοιτάξει το Βασίλη. Νόμιζε πως όλοι θα καταλάβαιναν το ένοχο μυστικό της, αν διασταύρωναν τα βλέμματά τους. Μα ούτε και το ανοικτό φέρετρο ήθελε να βλέπει. Η χλομάδα του θανάτου της έφερνε ταραχή, κι έτσι στύλωσε τα μάτια της στο ψαλτήρι.
Δυο ακόμα ψάλτες, πλαισίωναν τον Σπύρο το δικό τους. Όμως εκείνος που της έκανε εντύπωση ήταν αυτός ο νέος άντρας παραδίπλα, ντυμένος στα κατάλευκα! Δεν τον είχε ξαναδεί και αυτή η αταίριαστη αμφίεση για κηδεία την παραξένεψε. Το όμορφο πρόσωπό του με τα μαλλιά μέχρι τους ώμους και το γενάκι, αλλά και η καλοσύνη που εξέπεμπαν τα μάτια του, της έδιναν την εντύπωση πως θα μπορούσε να είναι καλόγερος. Όμως καλόγερος στα κάτασπρα;
“Ποιος είναι αυτός με τα άσπρα μάνα”; ρώτησε χαμηλόφωνα γυρνώντας προς τη Βασίλαινα.
“Σε καλό σου παιδί μου”, απάντησε, “κανείς δεν φοράει άσπρα εδώ μέσα”!
Η Μαριγώ δεν συνέχισε, καθώς κατάλαβε πως μόνο αυτή τον έβλεπε! Ο νέος άντρας γύρισε προς το μέρος της. Τα μάτια του λυπημένα και με ένα παράπονο θαρρείς.
”Τι θέλεις από μένα”, τον ρώτησε με τη σκέψη της και δεν παραξενεύτηκε καθόλου, που της απάντησε με τον ίδιο τρόπο! “Να προσέχεις παιδί μου, μπήκες σε επικίνδυνο δρόμο και σε καρτερούν θύελλες! Μην αφήσεις χώρο στους δαίμονες να σε εξουσιάσουν”!
Τράβηξε τα μάτια της από πάνω του. Ο τρόμος θρόνιασε για τα καλά στην ψυχή της. Σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καλά για να μιλάει τηλεπαθητικά, με ανύπαρκτους ανθρώπους! Εκείνη την στιγμή ένοιωσε ένα δυνατό τσίμπημα στις παλάμες, κι αμέσως άλλο ένα αριστερά, κάτω από το στήθος. Έσφιξε τις γροθιές της για να αντέξει τον πόνο, και την κραυγή αγωνίας που ήταν έτοιμη να βγει από τα χείλη της.
”Πάω λίγο έξω”, κατόρθωσε να ψιθυρίσει στη μάνα της, “Με πείραξε το λιβάνι”! Έτρεξε σχεδόν και βγήκε έξω. Οι συγκεντρωμένοι στο προαύλιο της εκκλησίας την κοίταξαν παραξενεμένοι, διακρίνοντας την ταραχή της. Βιαστικά απομακρύνθηκε από εκεί και με γρήγορα βήματα, τράβηξε προς το νεκροταφείο. Οι παλάμες της ήταν υγρές, αλλά δεν τολμούσε να κοιτάξει αν και ήξερε πως ήταν το αίμα της που τις ύγραινε. Βαθύς ο πόνος και στο πλευρό της,, όμως ευτυχώς εκεί δεν ένοιωθε υγρασία. Έφτασε στο νεκροταφείο, που δεν απείχε πολύ από το χωριό και στη μικρή βρυσούλα έπλυνε τα χέρια της. Το νερό που έτρεξε έκανε τις πληγές να την τσούξουν. Κοίταξε με τρόμο τα σημάδια στις παλάμες της. Δεν αιμορραγούσαν πια, και έδειχναν σαν να είχαν επουλωθεί από καιρό, αν και είχαν περάσει μόλις λίγα λεπτά από όταν άρχισε αυτό το παράξενο, μάλλον υπερφυσικό, περιστατικό. Ένοιωθε χαμένη, καθώς δεν ήξερε ούτε τι της συμβαίνει, αλλά ούτε και την αιτία που δημιουργούσε όλα αυτά τα περίεργα!
Με την άκρη του ματιού της είδε και πάλι τον άγνωστο άντρα, στο βάθος του νεκροταφείου. Αυτή τη φορά δεν προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί του. Σίγουρα δεν ήθελε να ξανακούσει τις τρομακτικές του προειδοποιήσεις,, γιαυτό το έβαλε στα πόδια γυρνώντας πίσω στην εκκλησία. Η εξόδιος ακολουθία μόλις είχε τελειώσει, και όλοι περνούσαν από το φέρετρο για τον τελευταίο ασπασμό. Η Μαριγώ δεν πλησίασε, μόνο στάθηκε ακουμπισμένη στην κολόνα της εισόδου κουρασμένη, με άδεια την ψυχή και το μυαλό. Όλα έγιναν τόσο ξαφνικά, τόσο απρόσμενα. Η παράνομη ερωτική έλξη, ο άγνωστος, τα σημάδια!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου