Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Τυλίχτηκε ακόμη πιο σφικτά και μπήκε βιαστικά στο σπίτι. Αυτός ο μαλακός τόνος στη φωνή του αδελφού του, δεν του άρεσε καθόλου. Αλλιώς τον είχε συνηθίσει. Και δεν είχε άδικο! Ο Πετρής
έβαλε στο μάτι και τον μικρό τώρα. “Καλός ο Δήμος, αλλά πολύ αδύνατος”, συλλογίστηκε. “Τούτος εδώ όμως είναι σκέτη κόλαση! “Παρθένο τροφαντό μωράκι!”.
Από εκείνη τη στιγμή λοιπόν μπήκε στο στόχαστρο του. Και δεν άργησε να βρει την ευκαιρία! Την ημέρα της Παναγιάς τον Δεκαπενταύγουστο όπως κάθε χρόνο η Υπαπαντή κατέβηκε στη Χώρα για την λιτανεία της Μεγαλόχαρης. Μαζί της όπως
πάντα πήρε και την Αναστασία. Τα μικρά τα τελευταία χρόνια δεν ακολουθούσαν και για τον Πετρή ούτε λόγος. Ο Αργύρης κοιμόταν ακόμη και ο Δήμος είχε βγει μια βόλτα. Ο Πετρής πλησίασε το κρεβάτι και άρχισε να χαϊδεύει τον μικρό, που ξύπνησε ξαφνιασμένος. “Τι κάνεις φύγε!”, φώναξε τρομαγμένος και κόλλησε στο κεφαλάρι. Ο Πετρής με μια βίαιη κίνηση τον τράβηξε κοντά του και τον γύρισε μπρούμυτα. Μανιασμένος του κατέβασε το σλιπάκι και άνοιξε το φερμουάρ του παντελονιού του. “Μην τολμήσεις να τον αγγίξεις!¨, τον σταμάτησε η άγρια φωνή του Δήμου, που μπήκε εκείνη την ώρα. “Αρκετό κακό έχεις κάνει μέχρι τώρα!”. Πετάχτηκε ξαφνιασμένος και έξαλλος από την απρόσμενη διακοπή και την ανεκπλήρωτη πράξη,και σπρώχνοντας βίαια τον Δήμο έτρεξε έξω.Πλησίασε ο Δήμος τον Αργύρη που είχε βάλει τα κλάματα και τον αγκάλιασε τρυφερά. “Μη φοβάσαι, τελείωσε πια! Δεν πρόκειται να σε ξαναπειράξει! Μόνο πρόσεχε να μην μένεις ποτέ μόνος σου μαζί του. Είναι κακός! Κανέναν δεν αγαπάει!”.
“Γιατί το έκανε;”, ρώτησε απορημένος ο μικρός, σκουπίζοντας με την ανάστροφη του χεριού τα μάτια του. “Το έχει κάνει και σε σένα! Τον είδα τις προάλλες!”.
Μούδιασε στο άκουσμα αυτό ο Δήμος. Το τρομερό μυστικό του, δεν ήταν πια μυστικό. Τώρα έπρεπε πάσι θυσία να πείσει τον Αργύρη να μην πει κουβέντα σε κανέναν. ”Σου το είπα είναι πολύ κακός”, άρχισε ταραγμένος να του εξηγεί τα ανεξήγητα. “Ήθελε να με τιμωρήσει γιατί νόμισε πως του πέταξα τα τσιγάρα”.
“Και μένα γιατί;”, παραπονέθηκε ο Αργύρης. “Δεν του έκανα τίποτα!”
“Δεν ξέρω”, ομολόγησε. “Πάντως ότι και να γίνει μην τον αφήσεις να σου κάνει ότι έκανε σε μένα! Θα υποφέρεις πολύ, για όλη σου τη ζωή!”.
Ο Αργύρης τον κοίταξε με στοργή μα και απορία ταυτόχρονα. Αν ήταν τόσο επώδυνο αυτό που του έκανε ο Πετρής, έπρεπε να το μάθουν οι γονείς του για να τον τιμωρήσουν. Σαν να διάβασε τη σκέψη του ο Δήμος προσπάθησε να τον προλάβει πριν κάνει καμιά κουταμάρα.
“Κανείς άλλος δεν πρέπει να το μάθει Αργύρη! Είσαι μικρός, αργότερα θα καταλάβεις! Μου ορκίζεσαι πως δεν θα το πεις πουθενά;”.
Ο Αργύρης κούνησε καταφατικά το κεφάλι και πραγματικά κράτησε κλειστό το στόμα του. Προτιμούσε να πεθάνει παρά να κάνει κακό στον Δήμο. Από εκείνη την ημέρα απεύφεγε τον Πετρή, όπως ο διάβολος το λιβάνι! Ακόμα και στο δρόμο όταν τον συναντούσε τυχαία, έσπευδε να εξαφανιστεί.
Ο Πετρής αν και δεν έβγαλε ποτέ απ το μυαλό του την ιδέα να αποπλανήσει το μικρό, με τον φόβο της αποκάλυψης φρέναρε από το να το κάνει πράξη. Ούτε τον Δήμο πλησίαζε πια. Τουλάχιστον όχι τόσο συχνά, παρά μόνο όταν ήταν πολύ πιωμένος., κι αυτό το έκανε βίαια και εξευτελιστικά. Τον τιμωρούσε με τον τρόπο του γιατί στάθηκε εμπόδιο στα σατανικά του σχέδια. Ο Δήμος τον εκλιπαρούσε να βρεθούνε κι εκείνος τον έβριζε και τον κτυπούσε. “Πούστη” τον ανέβαζε “αδερφή” τον κατέβαζε, κι ο Δήμος μούσκευε τις νύχτες το μαξιλάρι με τα δάκρυα του. “Όχι δεν είμαι!”, προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του. “Δεν έφταιγα εγώ που έγινε αυτό!”, ήξερε όμως πως δεν ήταν αυτή η απόλυτη αλήθεια. Ναι το έγκλημα το ξεκίνησε ο αδελφός του αλλά μπορούσε να το σταματήσει. Ίσως όχι την πρώτη φορά μετά από το σοκ, κάποια από τις επόμενες όμως μπορούσε και έπρεπε. Δεν το έκανε. Και σιγά σιγά η συνήθεια έγινε πάθος και τα πάθη δεν ξεριζώνονται εύκολα. Χρειάζονται αγώνας και επιμονή για να το καταφέρεις κι αυτό λίγοι το κατορθώνουν. Δυστυχώς ο Δήμος δεν ανήκε σ΄αυτούς.
Κι έτσι τα χρόνια περνούσαν. Ο πατέρας με τα χίλια ζόρια έπεισε τον Πετρή να τον ακολουθήσει στα μπάρκα, τουλάχιστον μέχρι να πάει φαντάρος. Μετά θα βλέπανε.
Ο Αργύρης πήγαινε πια στο Γυμνάσιο και οι καθηγητές του είχαν να το λένε για την επιμέλεια και τις επιδόσεις του. Λαμπρό μέλλον τον περίμενε. Τουλάχιστον αυτό προέβλεπαν με την πείρα τους. Αρκεί να υπήρχε η οικονομική δυνατότητα να συνεχίσει τις σπουδές του.
Το πραξικόπημα του Απρίλη του ΄67 αναστάτωσε το νησί, όπως όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. Στο χωριό βέβαια πέρασε πιο επιφανειακά. Μακριά από τα κέντρα αποφάσεων ακόμη και της τοπικής κοινωνίας, λίγο επηρέασε την καθημερινότητα του. Μόνο λίγοι πήραν πιο βαριά την κατάσταση Ανάμεσα τους κι οι δυο φίλοι ο Κωσταντής με τον Νικολή. Βαθιά δημοκρατικοί άνθρωποι δεν είδαν με καλό μάτι την επέμβαση του στρατού. Βέβαια λίγα πράγματα έφταναν στα αυτιά τους, μιας και η λογοκρισία είχε κλείσει την πληροφόρηση και μετέδιδε μόνο ότι συνέφερε το καθεστώς. Μόνο σκόρπιες κουβέντες στα καφενεία της Χώρας όποτε κατέβαιναν, και αυτές μετρημένες για τον φόβο των Ιουδαίων.
Η κατάσταση στο σπιτικό του Νικολή ίδια κι απαράλλακτη όπως παλιά. Ο Πετρής δεν ξέχασε καμιά από τις συνήθειες του και τώρα που ήταν και σχετικά ανεξάρτητος οικονομικά, έγινε χειρότερος. Με τον Δήμο σπάνια βρίσκονταν. Είχε βαρεθεί μαζί του και αναζητούσε αλλού την παράνομη ηδονή, με το αζημίωτο φυσικά! Σε λίγους μήνες , τον Νοέμβρη συγκεκριμένα θα παρουσιαζόταν στο ΚΕΒΟΠ στο Χαϊδάρι για τη στρατιωτική του θητεία. Αυτό το καλοκαίρι λοιπόν έπρεπε να κάνει την καβάτζα του για να μην του λείψουν τα λεφτά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου