ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Κυριακή 16 Ιουλίου 2023

ΣΑΝ ΨΕΜΑ Η ΑΛΗΘΕΙΑ (ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 7η συνέχεια)

Δείτε εδώ τα προηγούμενα

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα

 Από εκείνο το απόγευμα της Πασχαλιάς όλα άλλαξαν στις σχέσεις των δύο παιδιών. Ο ούτως ή άλλως απόμακρος Δήμος έγινε τελείως απρόσιτος. Λίγες κουβέντες κι αυτές μόνο όταν ήταν απολύτως απαραίτητο. Μάταια ο Αργύρης προσπαθούσε να επαναφέρει τις σχέσεις τους στο προηγούμενο επίπεδο. Πέρασαν βδομάδες, μήνες, τα σχολεία έκλεισαν και τίποτα δεν έδειχνε να

διορθώνεται.  

Ο Νικολής ξαναέφυγε αρχές Ιούλη, μηνύοντας του Πετρή πως στο επόμενο ταξίδι το Φθινόπωρο θα τον έπαιρνε μαζί του στο μπάρκο. “Με αυτό το μυαλό να κοιμάσαι!”, συλλογίστηκε αυτός προσποιούμενος όμως πως συμφωνεί. 

Σπάνια πια τον έβλεπε το σπίτι. Με το που ξυπνούσε έπαιρνε τους δρόμους και γύριζε αργά το βράδυ. Συχνά πυκνά κατέβαινε και στη Χώρα. Απορούσε η Υπαπαντή που έβρισκε τα λεφτά για εισιτήρια και ότι άλλο τέλος πάντων, μιας και το χαρτζιλίκι που του έδινε σίγουρα δεν επαρκούσε. Μια φορά που αποτόλμησε να τον ρωτήσει μόνο που δεν σήκωσε το χέρι να την κτυπήσει. Έτσι δεν ξαναπροσπάθησε, μόνο στην Μεγαλόχαρη προσευχόταν να του βάλει μυαλό.

Ο Δήμος είχε υποταχτεί πια στις ανώμαλες ορέξεις του αδελφού του και όσο κι αν ντρεπόταν και σιχαινόταν αυτή την κατάσταση, σιγά σιγά άρχισε να επιζητά αυτή την ανόσια επαφή. Κανείς άλλος δεν είχε καταλάβει τίποτα. Ούτως ή άλλως ήταν από πάντα κλειστός χαρακτήρας και οι κουβέντες του ήταν πάντα λίγες και μετρημένες. Μόνο ο Αργύρης παραξενευόταν για αυτή την αλλαγή στη συμπεριφορά του. Δεν θυμόταν να του είχε κάνει κάτι ώστε να τον αποφεύγει.  Στεναχωριόταν και ένιωθε πολύ μοναξιά, όμως δεν μπορούσε να κάνει κάτι γιαυτό.

Ευτυχώς είναι καλοκαίρι και λίγοι παραθεριστές φτάνουν ως το χωριό, έτσι όλο και με κάποιο άλλο παιδάκι αντάλλασσαν καμιά κουβέντα. 

Ο Αργύρης φόρεσε το μαγιό του και έκανε μια τελευταία προσπάθεια να πείσει το Δήμο να τον ακολουθήσει.                                                                           

 Μάταιη όπως πάντα! 

“Περίμενε να βάλω και εγώ μαγιό και πάμε μαζί”, του πρότεινε η Αναστασία, που λυπόταν να τον βλέπει να στενοχωριέται.                                                                                                                                Έφυγαν για την παραλία και ο Δήμος απόμεινε μόνος, καθισμένος στο σκαλοπατάκι της κουζίνας. Στο μυαλό του τριγυρνούσαν διαρκώς σκηνές από τις άνομες σεξουαλικές εμπειρίες, που ήδη είχαν γίνει αρκετές. Πρώιμα γνώρισε τον έρωτα με τον λάθος, τον πολύ λάθος τρόπο, όμως όσο κι αν ξόρκιζε αυτό το ολέθριο πάθος, τόσο αυτό ξανάρχονταν πιο βασανιστικό.                                                              Είδε ξαφνικά τον Πετρή να έρχεται. Σηκώθηκε βιαστικά και χώθηκε στην κάμαρα. Μια φοβερή ταραχή τον κυρίευσε! Κόντευε μήνας που δεν τον είχε πλησιάσει ερωτικά κι αυτό αντί να τον ανακουφίσει αντίθετα του μεγάλωνε τον πόθο. Ήταν μπερδεμένος και είναι πολύ φυσικό αυτό. Ήξερε πως επιτρέπει κάτι τρομερό! Μια ολέθρια σχέση που θα τον οδηγούσε μαθηματικά στην καταστροφή. Και ενώ στην αρχή ορκίστηκε να το αποφεύγει με όλες του τις δυνάμεις, τώρα πια του ήταν αδύνατο. ΄Φοβόταν όταν ερχότανε κοντά του και τον χάιδευε, αλλά ταυτόχρονα η καρδιά του κτυπούσε σαν τρελή από την προσμονή για την συνέχεια. Κι ύστερα σκεφτόταν με τρόμο να μπει κάποιος και να τους πιάσει στα πράσα! Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος εφιάλτης του!                 

“Φοβερή ζέστη!”, παραπονέθηκε η Αναστασία ξαπλωμένη πάνω στην άμμο, δίπλα στον Αργύρη που προσπαθούσε να φτιάξει έναν πύργο από λάσπη. “Και δεν φέραμε μαζί λίγο νεράκι!”. ”Πετάγομαι να φέρω!”, προθυμοποιήθηκε αυτός και ξεκίνησε τρέχοντας για το σπίτι. Την ώρα που άγγιζε το πόμολο της πόρτας που οδηγούσε στην κουζίνα, περίεργοι θόρυβοι έφτασαν στα αυτιά του. Σαν κρεβάτι που έτριζε λες και χοροπηδούσαν επάνω του. Και βογγητά, σαν κάποιος να υπέφερε. Όμως μάλλον δεν έμοιαζαν με στεναγμούς πόνου. Κάπως αλλιώς φαίνονταν μα ο Αργύρης δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι. Άνοιξε δειλά την πόρτα και προχώρησε επιφυλακτικά προς την κάμαρα τους. Κοκάλωσε με το θέαμα που αντίκρισε! Πάνω στο διπλό κρεβάτι μπρούμυτα ο Δήμος με κατεβασμένο το παντελόνι και πάνω του ο΄Πετρής το ίδιο γυμνός κι αυτός κουνιόταν σαν δαιμονισμένος! Από το στόμα του Δήμου έβγαιναν τα βογγητά που είχε ακούσει!.Όσο πιο αθόρυβα μπορούσε γύρισε πίσω στην κουζίνα, πήρε στα γρήγορα την κανάτα με το νερό και έφυγε πριν τον αντιληφθούν. Αυτό που είχε δει ήξερε πως δεν ήταν καλό, αν και δεν είχε ιδέα για ποιο λόγο! Κάπως του έφερνε στο νου σκηνές με τα πρόβατα που είχε δει να κάνουν κάτι τέτοιο, όμως εκείνα δεν ήταν άνθρωποι!Μακάρι να μπορούσε να ρωτήσει κάποιον να του εξηγήσει. Ποιον όμως; Με τον μόνο που μιλούσαν κάπως ανοικτά ήταν ο Δήμος, αλλά τώρα πια είχαν κοπεί τα πολλά πολλά! Εξάλλου αν ήταν κάτι κακό, κι ο Αργύρης πίστευε πως ήταν, ο Δήμος δεν θα του έλεγε τίποτα.

Κατέβηκε με αργά βήματα στην παραλία, έδωσε την κανάτα στην Αναστασία και κάθισε να συνεχίσει το κτίσιμο του πύργου του.

“Τι έχεις μικρούλη;”, τον ρώτησε παραξενεμένη. “Είσαι χλωμός λες και είδες φάντασμα!”. ”Καλά είμαι”, κατάφερε να ψιθυρίσει, “Είναι που έτρεξα και λαχάνιασα!”.Δεν επέμεινε εκείνη και σηκώθηκε για μια βουτιά ακόμη.


Οι επόμενες ημέρες κύλησαν χωρίς άλλα απρόοπτα. Ο Αργύρης δεν μίλησε σε κανέναν για αυτά που είχε δει, κι ο Δήμος εξακολουθούσε να τον αποφεύγει. Μόνη του παρηγοριά η συντροφιά της Αναστασίας και που και που του Γιωργάκη, όποτε κατέβαινε από τον Πύργο που είχαν μετακομίσει πρόσφατα. “Βγάλε το μαγιό σου και ξέπλυνε τα αλάτια από πάνω σου. Πάρε και την πετσέτα”, του φώναξε η Αναστασία, καθώς επέστρεψαν από το καθιερωμένο πια καθημερινό τους μπάνιο. Κρέμασε την πετσέτα στο κλαρί της συκιάς, έβγαλε το μαγιό και με το λάστιχο άρχισε να πλένεται. Ο θόρυβος της παλιάς σιδερένιας εξώπορτας που άνοιξε, τον έκανε να αρπάξει την πετσέτα να σκεπάσει την γύμνια του. “Εγώ είμαι”. Άκουσε τον Πετρή να του λέει. “Μην ντρέπεσαι, άντρες είμαστε!”.

Εδώ συνεχίζετε το μυθιστόρημα: Ολα τα θυμάμαι σου λέω!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου